Οι οποίες, με τη δράση τους, καταδυναστεύουν την καθημερινότητα και τα δικαιώματα των πολλών. Εξελίσσονται σε φορείς καθημερινής τυραννικής αυθαιρεσίας, καταργώντας στην πράξη και τους νόμους και το Σύνταγμα της χώρας.
Βεβαίως ο κ. Καμίνης αναφέρεται μόνο στα του οίκου του. Αλλά η πραγματικότητα που περιγράφει, με τα συγκεκριμένα περιστατικά που αναφέρει, είτε με τις βίαιες καταλήψεις που γίνονται άντρα παρανομίας, είτε με τις επιθέσεις εναντίον ειρηνικών πολιτιστικών εκδηλώσεων, όπου χίλια άτομα υποχρεώνονται να διαλυθούν από μια ομάδα τριάντα «αναρχικών», με την Αστυνομία απλώς να παρακολουθεί, δεν είναι αποκλειστική υπόθεση του δήμου του. Ούτε καν του Λεκανοπεδίου Αττικής. Είναι θλιβερή πραγματικότητα που διαπερνά το μεγαλύτερο μέρος του αστικού ιστού της χώρας.
Ούτε το εμπόριο ναρκωτικών γίνεται «φόρα παρτίδα» μόνο στην περιοχή πέριξ των οδών Γερανίου, Ευριπίδους, Σοφοκλέους, Σωκράτους. Ούτε μόνο έξω από το κτήριο της Νομικής ή εντός και εκτός του Οικονομικού Πανεπιστημίου. Οπου τα «βαποράκια» κινούνται τόσο ανέτως, ώστε πλησιάζουν πάντα διερχόμενο ή διερχόμενη, για να ρωτήσουν σε σπαστά ελληνικά: «Εσύ τέλει καλό μαύρο πράμα»;
Το ερώτημα είναι γιατί αυτή η ανοχή. Γιατί οι άνωθεν οδηγίες από το υπουργείο του οποίου ηγείται ο απερίγραπτος κ. Τόσκας, προς τις αστυνομικές αρχές, οδηγούν στην πλήρη ασυλία αυτών των «μειοψηφικών ομάδων», για τις οποίες κάνει λόγο ο κ. Καμίνης. Γιατί ολόκληρη η χώρα μεταβάλλεται σε έναν οίκο ανοχής απέναντι στη συστηματική βία, την ανομία, την αυθαιρεσία.
Διότι απλούστατα, όπου υπάρχουν οίκοι ανοχής, υπάρχουν και οι μαστροποί, οι νταβατζήδες, που κερδίζουν. Αυτούς εξυπηρετεί η πολιτική του συντρόφου Τόσκα, που δεν είναι βεβαίως προσωπική του μόνο επιλογή. Αλλά και επιλογή ολόκληρης της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Πώς δηλαδή να κινηθούν εναντίον των καταλήψεων, όταν οι καταληψίες είναι «κολλητοί» της νεολαίας του κόμματος; Η οποία στηρίζει δυναμικώς το «δικαίωμα» αυτών των μειοψηφιών να καταργούν ακόμη και την προστατευόμενη από το Σύνταγμα ιδιοκτησία, κάθε έννοια έννομης τάξης, ακόμη και την προστασία της δημόσιας υγείας;
Αυτό το «προστασίας του πολίτη» είναι τόσο οξύμωρο όπως όταν ονομάζουμε το ξίδι… γλυκάδι.
Γ. Π. Μασσαβέτας