Κυριακή, 12 Ιανουαρίου 2020 15:10

Μια ευχή για το νέο έτος

Γράφτηκε από την

Του Χρήστου Δ. Κορομηλά

Οικονομολόγου, Master Ανοικτού

Πανεπιστημίου Κύπρου

Προέδρου Συλλόγου Τρίτεκνων

Οικογενειών Ν. Μεσσηνίας

Στην αυγή μιας νέας χρονιάς, αφήνοντας πίσω μια δεκαετία άσχημων αναμνήσεων που οι απάτες και οι αυταπάτες κυριάρχησαν, καλό είναι να ξεκινήσουμε από τα βασικά: «Το δημοσιονομικό πλεόνασμα είναι ευχή ή κατάρα».

Για να καταλάβουμε λοιπόν για τι πράγμα μιλάμε, δημοσιονομικό πλεόνασμα σημαίνει πόσα λεφτά παραπάνω από όσα χρειαζόταν θα μαζέψει το Δημόσιο από φόρους, σε ένα έτος. Σημαίνει δηλαδή ότι από όλα τα λεφτά που μαζεύει με τους φόρους, πληρώνει όλες τις δημόσιες δαπάνες και του περισσεύει το πλεόνασμα για να ασκήσει κοινωνική πολιτική - ή στην πολιτική αργκό, «να κάνει παιχνίδι».

Εδώ πρέπει να μπει μια ακόμη επεξήγηση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή στην περίπτωση του Ελληνικού Δημοσίου όπως λειτούργησε τα τελευταία χρόνια, όταν λέμε ότι το Δημόσιο πληρώνει όλες τις δαπάνες, δεν εννοούμε όλες. Εννοούμε μόνο μισθούς και συντάξεις - κι από εκεί και πέρα δεν επιστρέφει τους φόρους που θα έπρεπε να επιστρέψει σε όσους κατά λάθος χρεώθηκαν με περισσότερους, δεν πληρώνει τους προμηθευτές του Δημοσίου, δεν πληρώνει καν τις οφειλές του Δημοσίου για ρεύμα κ.λπ. Δεν καλύπτει επαρκώς τις λειτουργικές ανάγκες για καύσιμα και ανταλλακτικά των δημοσίων οχημάτων (αεροπλάνα, πλοία, περιπολικά, πυροσβεστικά κ.λπ.) και φυσικά δεν υλοποιεί τις δημόσιες επενδύσεις, τις οποίες αν υλοποιούσε θα προσέθετε στην ανάπτυξη της οικονομίας και στα εισοδήματα.

Τι σημαίνει «κάνει παιχνίδι»; Οτι μοιράζει τα λεφτά κατά το δοκούν. Δεν θα ενισχύσει δηλαδή το κοινωνικό κράτος, δεν θα βελτιώσει τις υπηρεσίες του Δημοσίου προς όλους, θα δώσει όμως «δωράκια» σε συγκεκριμένους δικαιούχους, τους όποιους έχει επιλέξει.

Από την παλιά δήθεν «προοδευτική» λογική των ελλειμμάτων, λοιπόν, που έλεγε ότι το έλλειμμα είναι εισόδημα, άρα είναι καλό πράγμα, φτάνουμε στη «νέα προοδευτική» λογική ότι το πλεόνασμα είναι καλό πράγμα. Και τα δύο είναι ωστόσο, κατά την άποψή μου, το ίδιο παραπλανητικά. 
Το πρώτο διότι, ενώ πράγματι το έλλειμμα είναι εισόδημα, είναι όμως και πρόβλημα, διότι τα λεφτά του ελλείμματος τα βρίσκαμε πάντα από δανεικά, τα οποία αποδείχθηκε πως αντίθετα με ό,τι πιστεύαμε δεν ήταν αγύριστα, αλλά πρέπει τώρα να τα πληρώσουμε. Το δεύτερο, διότι το πλεόνασμα δημιουργείται από υπερφορολόγηση και μη πληρωμή των υποχρεώσεων του Δημοσίου προς την αγορά, άρα στερεί ρευστότητα από τους φορολογούμενους και είναι φρένο στην ανάπτυξη της οικονομίας και στην αύξηση των εισοδημάτων. 


Αντί λοιπόν να έχεις «εικονικό» πλεόνασμα, καλύτερα είναι να υλοποιείς τις δημόσιες επενδύσεις, να δίνεις δουλειές και εισόδημα στον κόσμο, να πληρώνεις τις υποχρεώσεις σου προς τους προμηθευτές σου για μην έχεις ελλείψεις και να λειτουργούν επαρκώς οι δημόσιες υπηρεσίες, αλλά και για να έχει ρευστότητα η αγορά, να κινείται και να κάνει επενδύσεις και δουλειές. Ή, αν τελικά έχεις πληρώσει όλα όσα χρωστάς, έχεις κάνει και τις επενδύσεις και πάλι σου περισσεύουν, τότε πρέπει να ζητήσεις «γονατιστός» συγγνώμη από τους φορολογούμενους που τους πήρες παραπάνω από όσα έπρεπε και να σπεύσεις να μειώσεις τους φόρους.

Αυτά δεν είναι «συντηρητική λογική», είναι απλή και κοινή λογική. 
Βεβαίως αυτά δεν σου δίνουν τη δυνατότητα να «κάνεις παιχνίδι», ωστόσο βελτιώνουν το επενδυτικό περιβάλλον και αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα, που αποτελεί και τον τελικό στόχο ενός ορθολογικού σχεδιασμού των δημόσιων οικονομικών.

Η ουσία λοιπόν είναι ότι πρέπει από το 2020 να τελειώνουμε με τα υψηλά πλεονάσματα, και η νέα κυβέρνηση που έχει αναλάβει πρέπει να ξαναδιαπραγματευτεί με τους εταίρους, όπως πιστεύω πως θα κάνει, για να τα μειώσει - ή αν δεν μπορεί να τα αλλάξει, θα πρέπει, εφόσον διατηρηθούν, να μετατραπούν αυτομάτως σε επενδύσεις και καλύτερες δημόσιες υπηρεσίες για όλους και να μη μοιράζονται με αδιαφανείς διαδικασίες σε «ημετέρους».

Η μείωση των φόρων είναι άμεση προτεραιότητα, με προϋπόθεση βεβαίως την υλοποίηση των δημοσίων επενδύσεων. Και αυτό διότι και οι δημόσιες επενδύσεις και η μείωση των φόρων συμβάλλουν στην ανάπτυξη της οικονομίας και στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και υψηλότερων εισοδημάτων.


Η λογική του μεγάλου και σοφού κράτους που «κάνει παιχνίδι» με δήθεν υψηλά πλεονάσματα είναι καταστροφική, και εύχομαι, κλείνοντας το πρώτο άρθρο του 2020, να αποτελέσει στη διεθνή οικονομική βιβλιογραφία παράδειγμα προς αποφυγήν για οποιαδήποτε χώρα στο μέλλον βρεθεί στην ίδια οικτρή δημοσιονομική κατάσταση.