Τον Αύγουστο του 2007, οι καταστροφικές πυρκαγιές σε Πελοπόννησο και Αττική κατέκαψαν εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα δάσους και άφησαν πίσω τους δεκάδες νεκρούς. Πολλά ακούγονται ακόμα για τα αίτια εκείνων των πυρκαγιών, ενώ έντονη υπήρξε τότε η αντιπαράθεση και η κριτική για την επιχειρησιακή διαχείριση της κατάστασης, μεσούσης της προεκλογικής περιόδου.
Δεκατέσσερα χρόνια μετά, κι ενώ προηγήθηκαν άλλες τραγωδίες, με κορυφαία αυτή στο Μάτι το 2018, που προκάλεσε εκατόμβη νεκρών, ο εφιάλτης επέστρεψε δριμύτερος εν μέσω ανυπόφορης ζέστης, παρ’ ότι κάποια πράγματα βελτιώθηκαν: το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης 112 λειτούργησε και ο σχεδιασμός οδήγησε σε αποτροπή απώλειας πολλών ανθρωπίνων ζωών, τα εναέρια μέσα είναι περισσότερα αν και ανεπαρκή, ενώ η πολιτική ατμόσφαιρα σαφώς ηπιότερη. Η ουσία όμως δεν άλλαξε, καθώς η πατρίδα μας βίωσε ξανά μια μεγάλη οικολογική και οικονομική καταστροφή με ανυπολόγιστες συνέπειες. Το κράτος ηττήθηκε, για μια ακόμη φορά, από το «Στρατηγό Άνεμο» απρόθυμο να διδαχθεί από τα προηγούμενα λάθη του.
Όμως, το πιο ανησυχητικό είναι σίγουρα άλλο: μια ολοένα και πιο τοξική, διχαστική ατμόσφαιρα απειλεί να «πνίξει» την κοινωνική και εθνική συνοχή. Είναι αλήθεια ότι η κοινωνία μας έχει ίσως ξεπεράσει τα όρια των αντοχών της, καθώς την πρωτοφανή οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας, διαδέχθηκαν η απροσδόκητη πανδημία με τις πολλαπλά αρνητικές της συνέπειες και τώρα οι οδυνηρές επιπτώσεις της περιβαλλοντικής υποβάθμισης και της κλιματικής αλλαγής.
Ωστόσο, παρ’ όλες τις προσδοκίες για ενίσχυση του αισθήματος συλλογικότητας, στην ελληνική κοινωνία κυριαρχούν, δυστυχώς, η έξαρση του ατομικισμού και μια ψευδαίσθηση ατομικής αυτάρκειας. Η διαπίστωση είναι μάλλον εύκολη αν κάνει κανείς μια απλή περιήγηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Από τη διασπορά ψευδών ειδήσεων και τις ανούσιες αντιπαραθέσεις για το ζήτημα του εμβολιασμού, στην έξαρση των περιστατικών βίας και ανθρωποκτονιών για ασήμαντες αφορμές και στις ακατάσχετες ύβρεις και τη χαιρεκακία για όσους έχασαν τις περιουσίες τους από τις πυρκαγιές, φαίνεται πως η ημιμάθεια, ο ναρκισσισμός και η αυτοκαταστροφική εμπάθεια έχουν επικρατήσει σε μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας.
Υπάρχει άραγε ελπίδα για το αύριο; Και πού πρέπει να την αναζητήσουμε;
Μια χώρα σε αναζήτηση υγιών προτύπων: με οδηγό το Τόκυο;
Είναι γεγονός ότι τις περασμένες δεκαετίες, η ελληνική κοινωνία διαβρώθηκε σημαντικά από την υιοθέτηση ή την αποδοχή διαστρεβλωμένων προτύπων. Έτσι, ο δημόσιος λειτουργός και υπάλληλος που έκλεψε και δεν τον έπιασαν χαρακτηρίστηκε «μάγκας», ο κομπιναδόρος επιχειρηματίας και επαγγελματίας που έκανε περιουσία εις βάρος των άλλων «γάτα», ο αναξιοκρατικά βολεμένος στο δημόσιο με πολιτικό μέσο «ξύπνιος», η κάθε ανυπόστατη μηντιακή περσόνα «σταρ». Τα παραδείγματα είναι πολυάριθμα και γνωστά σε όλους και συνοδεύονταν από αντίστοιχα υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς και περιφρόνηση για τον έντιμο, υγιώς σκεπτόμενο, αδιάφθορο και αξιοπρεπή πολίτη.
Όμως, τα αποτελέσματα αυτής της συλλογικής μας διαστροφής τα βιώνουμε όλο και πιο έντονα σήμερα: απαξιωμένο πολιτικό σύστημα, διαρροή νέων, μορφωμένων ανθρώπων στο εξωτερικό, διαρκώς υποβαθμιζόμενο φυσικό, οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον.
Αν θέλουμε λοιπόν να αναστραφεί αυτή η κατάσταση για τη χώρα και την κοινωνία μας, είμαστε υποχρεωμένοι να αναδείξουμε και να υιοθετήσουμε ξανά -και μάλιστα επειγόντως - υγιή πρότυπα συμπεριφοράς και δράσης. Και τέτοια υπάρχουν πολλά: από τους διακεκριμένους Έλληνες επιστήμονες που διαπρέπουν διεθνώς διατηρώντας την ταπεινότητά τους στους Ολυμπιονίκες πρωταθλητές μας που μας ζητούν συγγνώμη που χαίρονται με τις μεγάλες επιτυχίες τους, δίνοντας μια δόση χαράς στη θλιβερή μας καθημερινότητα, και από τους μόνιμους και εθελοντές πυροσβέστες που παλεύουν με αυτοθυσία να σώσουν τις ζωές μας και τις περιουσίες μας σε όσους προσφέρουν ανιδιοτελώς στους πάσχοντες συμπολίτες μας χωρίς καμιά διάθεση αυτοπροβολής.
Όπως συμβαίνει μετά από κάθε εθνική καταστροφή στον τόπο μας, πολύς λόγος θα γίνει, και ορθώς, για τις ευθύνες των κυβερνώντων και για μέτρα που πρέπει να ληφθούν ώστε να μην επαναληφθούν όσα συνέβησαν. Όμως, κάθε απόπειρα θετικής αλλαγής είναι καταδικασμένη σε αποτυχία αν δεν συνοδεύεται από την αποκατάσταση ενός υγιούς, θετικού υποβάθρου σε κάθε πτυχή του δημοσίου και ιδιωτικού μας βίου. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν ψηφίζοντας τον ικανό και έντιμο πολιτικό με ένσημα αντί για τον κηφήνα που θα μας βολέψει, ας καταδικάσουμε εμπράκτως τον απατεώνα που μας πλασάρουν για ευεργέτη, ας περιφρονήσουμε ηχηρά τα «σκουπίδια» της τηλεόρασης και του διαδικτύου, επιβραβεύοντας τους πραγματικούς πρωταγωνιστές της καθημερινότητας, ας τηρήσουμε απαρέγκλιτα το νόμο και ας αναδείξουμε με κάθε τρόπο την κοινωνική μας ευαισθησία, σε πείσμα όσων ηθελημένα παρανομούν και επιδεικνύουν συμπεριφορά παχύδερμου. Κι αυτό το μετάλλιο ας το κρατήσουμε για τον εαυτό μας. Γιατί τότε θα είμαστε πραγματικοί πρωταθλητές σε μια κοινωνία που αξίζουμε.
*Ο Νίκος Θεοδώρου είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω και Διδάκτωρ Δημοσίου και Ευρωπαϊκού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ludwig-Maximilians του Μονάχου. Ιστοσελίδα: www.ntheodorou.gr