Στον σύγχρονο αποκαλούμενο αναπτυγμένο ή και αναπτυσσόμενο κόσμο το ανθρώπινο πρότυπο έχει αλλάξει και χαρακτηρίζεται από παχυσαρκία που έχει ως αποτέλεσμα αυξημένη νοσηρότητα. Νοσηρότητα ονομάζεται η συχνότητα των νόσων σε μεγάλες ομάδες ανθρώπων. Η νόσος αφορά τη νοσηρή διαδικασία από την αρχή ως το τέλος της ενώ το νόσημα είναι το προϊόν αυτής της διαδικασίας.
Το 2015, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (Π.Ο.Υ.) ανακοίνωσε ότι το 2035, το 50% των ανθρώπων θα είναι υπέρβαροι ή και παχύσαρκοι. Αυτό βέβαια συνεπάγεται και περίπου τέσσερα δισεκατομμύρια ανθρώπων με σοβαρή νοσηρότητα, η οποία θα επιδεινώνεται με την πάροδο της ηλικίας αλλά και θα μεγεθύνεται προοδευτικά. Αν δεν περιοριστούμε στη νοσηρότητα που οφείλεται στην παχυσαρκία και αναλύσουμε συνολικά τη χρόνια νοσηρότητα στην ανθρωπότητα, θα δούμε ότι αυτή είναι αποτέλεσμα ενός «συνδρόμου χρόνιου στρες και φλεγμονής» που έχει λάβει διαστάσεις πανδημίας και αποτελεί τη βάση της σύγχρονης παθολογίας και όχι μόνο. Ήδη η συνολική χρόνια νοσηρότητα αφορά τα δύο τρίτα του πληθυσμού, δηλαδή περίπου έξι δισεκατομμύρια ανθρώπους. Σε αυτήν βέβαια υπολογίζεται και η νοσηρότητα των παχύσαρκων και υπέρβαρων αφού αποτελεί ένα υποσύνολο της χρόνιας νοσηρότητας.
Η παθολογία ορίζει ότι πολλοί παράγοντες που συνοδεύουν την παχυσαρκία και κυρίως την κοιλιακή ή σπλαχνική μορφή της χαρακτηρίζονται ως καρδιομεταβολικό σύνδρομο. Αυτοί οι παράγοντες αφορούν την αντίσταση στην ινσουλίνη, τη δυσλιπιδαιμία, την υπέρταση, την αυξημένη πηκτικότητα του αίματος, τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, τη χρόνια συστηματική φλεγμονή αλλά και τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Φυσικά η συνολική νοσηρότητα είναι πολύ μεγαλύτερη αφού σε αυτήν ανήκουν και άλλες παθολογικές ψυχοσωματικές εκδηλώσεις που συνιστούν τα «χρόνια μη μεταδιδόμενα νοσήματα». Σε αυτά ανήκουν το άγχος και η κατάθλιψη, οι αλλεργίες και τα αυτοάνοσα νοσήματα, οι διαταραχές του ύπνου, η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια και βέβαια ο καρκίνος.
Θεωρείται ότι όλα αυτά είναι αποτέλεσμα της χρόνιας ψυχο-κοινωνικο-οικονομικής κρίσης που έχει ως συνέπεια την κακή διατροφή, την έλλειψη άσκησης, τον ανεπαρκή ύπνο και την ακανόνιστη καθημερινή εργασία. Αυτό οδηγεί τον ανθρώπινο οργανισμό σε παθολογική έκκριση ορμονών που εκλύουν το «σύνδρομο του χρόνιου στρες και της φλεγμονής» αποκαλύπτοντας γενετικές αδυναμίες κάποιων ανθρώπων καθιστώντας τους ευάλωτους σε διάφορες παθήσεις. Δηλαδή η χρόνια ψυχο-κοινωνικο-οικονομική κρίση αποκαλύπτει ενδεχόμενες γονιδιακές ανωμαλίες και βγάζει στην επιφάνεια παθήσεις που σε άλλες συνθήκες δεν θα εκδηλώνονταν.
Έτσι αν κάποιος έχει μια γονιδιακή ανωμαλία που τον κάνει ευάλωτο στο άγχος τότε υπό τις συνθήκες της χρόνιας κρίσης θα εκδηλώσει αγχώδη διαταραχή. Το ίδιο ισχύει για την κατάθλιψη, την παχυσαρκία ή την εκφύλιση των νεύρων. Συνεπώς η χρόνια ψυχο-κοινωνικο-οικονομική κρίση προκαλεί τα «χρόνια μη μεταδιδόμενα νοσήματα» σε ανθρώπους που έχουν όμως την προδιάθεση γι’ αυτά ενώ ταυτόχρονα μειώνει την άμυνα για τις λοιμώξεις και τον καρκίνο.
Αν στη σύγχρονη εποχή κατορθώνανε να περιορίσουμε την έκθεσή μας στη χρόνια ψυχο-κοινωνικο-οικονομική κρίση ή και να τη διαχειριστούμε ακολουθώντας έναν ήπιο τρόπο ζωής με σωστή διατροφή, μέτρια σωματική άσκηση, επαρκή ύπνο τότε θα είμασταν λεπτοί και υγιείς με σαφώς λιγότερη ψυχική και σωματική νοσηρότητα, με μακρότερο προσδόκιμο υγιούς ζωής και λιγότερες ανάγκες ψυχικής και ιατροφαρμακευτικής υποστήριξης. Βάση για την καταπολέμηση της ψυχο-κοινωνικο-οικονομικής κρίσης είναι η παιδεία.