Σάββατο, 30 Σεπτεμβρίου 2023 19:56

Η Εκκλησία διαλέγεται με την ιστορική πραγματικότητα και όχι με τον ψηφοθηρικό επαγγελματισμό

Η Εκκλησία διαλέγεται με την ιστορική πραγματικότητα και όχι με τον ψηφοθηρικό επαγγελματισμό

 

Του Ιωάννου Π. Μπουγά

Θεολόγου

Στην Εκκλησία πάντοτε ο άνθρωπος έχει μία στάση ζωής και μαθητείας και «κείται εις προσωπικήν ανάστασιν ή πτώσιν».

Η διακονία και η πορεία του κινείται ανάμεσα στην κένωση του εαυτού και στην πρόσληψη των στοιχείων του πολιτισμού. Είναι μία πορεία όπως του Χριστού, ο οποίος αποδέχτηκε και καταδέχτηκε να κενωθεί «μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυρού». Του Χριστού που δεν απαντά στήν παράκληση του Πέτρου «καλόν εστίν ημάς ώδε είναι», δηλαδή για διαρκή παραμονή στο χώρο του Θείου φωτός και κατέρχεται στην ιστορική πραγματικότητα γιά να την μεταμορφώσει.

Προσλαμβάνει τόν κόσμο πού «στενάζει καί συνωδίνει» γιά να τον λυτρώσει από τον «έσχατο εχθρό», τον θάνατο και γίνεται το φώς που λάμπει «έμπροσθεν των ανθρώπων» κάτι το οποίο εξακολουθεί να πράττει η Εκκλησία Του.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία κινείται μέσα σε ποικίλες ανθρώπινες νοοτροπίες και πολιτισμούς, ομολογίες, θρησκείες και ο χριστιανός δεν μπορεί να αγνοήσει αυτή την πραγματικότητα.

Μιά πραγματικότητα που επιτάσσει τήν ειρηνική συνύπαρξη της Εκκλησίας με τον διαφορετικό μέσα απο έναν ειλικρινή και αληθινό διάλογο με ανοιχτότητα, θέληση παρακολούθησης της γνώμης του άλλου, ετοιμότητα για υπέρβαση προκαταλήψεων, διάθεση για μάθηση. Διάλογος με αποδοχή του άλλου και όχι με ανοχή, ώστε η πίστη του καθενός και πρωτίστως του χριστιανού να μην γίνεται αφορμή και αιτία ερίδων, μαχών και ακαταστασιών, ούτε δεκανίκι πολιτικών, εθνικιστικών και άλλων μικροκομματικών ψηφοθηρικών επιδιώξεων.

Ο διάλογος αποτελεί σήμερα κύριο έργο του χριστιανού σε τοπικό επίπεδο, σε επίπεδο συγκατοίκησης στις μικρές κοινότητες όπως πάντοτε έπραττε και πράττει ο Χριστός και η Εκκλησια Του στην ιστορική της πορεία. Διάλογος όχι για να ικανοποιήσει εγωιστικές ψυχοπαθολογικές επιθυμίες των ανηκόντων σε κομματικές παρατάξεις της κεντρικής εξουσίας ή της τοπικής αυτοδιοίκησης και οι οποίοι αντιμετωπίζουν την εκκλησιαστική κοινότητα ως δεξαμενή ψήφων μερίζοντας με το τρόπο αυτό τους πιστούς της και διασπώντας την κοινωνική συνοχή.

Η Εκκλησία, είναι φορέας καταλλαγής και συμφιλίωσης των ανθρώπων μεταξύ τους και των ανθρώπων με τον Θεό.

Η Εκκλησία δεν περιορίζεται μόνο «εις τους εγγύς», αλλά επιδιώκει να συναντήσει και «τους μακράν» αυτής ευρισκόμενους. Για την Εκκλησία δεν υπάρχουν «τα δικά μας παιδιά».

Η Εκκλησία δεν είναι αποδέκτης ιδεών, απόψεων και προτάσεων ενός μονόπλευρου πολιτικού λόγου και προβληματισμού. Διαβεβαιώνει, σε κάθε ευκαιρία, όλους τους «μακράν ημών» ευρισκόμενους αδελφούς ότι τους αναμένει και τους προσκαλεί σε διάλογο αγάπης ασχέτως με τις όποιες αντιρρήσεις και επιφυλάξεις όπως έκανε και ο Χριστός.

Οι αληθινοί πιστοί της Εκκλησίας, και όχι οι δήθεν, πονούν βλέποντας την πνευματική ερήμωση και τη νέκρωση της ελπίδας στις καρδιές των συνανθρώπων τους, την ώρα που αυτοί, με τη χάρη του Θεού και παρά τα εμπόδια και τις πολλές δυσκολίες, βιώνουν καθημερινά την Ανάσταση στις κοινότητες  και στις καρδιές τους. Είναι έτοιμοι να πράξουν κάθε προσπάθεια για επανευαγγελισμό των άλλων γιατί «ο μεν θερισμός πολύς, οι δε εργάται ολίγοι».

Αυτοί οι «λίγοι» σήμερα είναι τα πιστά μέλη της Εκκλησίας όπου δεν υπάρχει χώρος στα περιφερόμενα ανά τους ναούς μικροκομματικά παράσιτα, τα οποία με ευσεβοφάνεια και περισσή έπαρση διαγκωνίζουν τους συμμετέχοντας στις ιερές ακολουθίες για να προβληθούν τα ίδια, ενώ ταυτοχρόνως επαιτούν τη ψήφο των πιστών. Και δεν υπάρχει χώρος γιατί θωρακισμένοι με την κομματική αυτάρκεια τους δεν διαλέγονται ούτε ταπεινώνονται οπότε για αυτούς ισχύουν οι ευαγγελικοί λόγοι: «οίδά σου τα έργα ότι ούτε ψυχρός ει ούτε ζεστός. όφελον ψυχρός ης η ζεστός·ούτως ότι χλιαρός ει και ούτε ζεστός ούτε ψυχρός, μέλλω σε εμέσαι εκ του στόματός μου».