Στις 21 Απριλίου [2 Μαΐου] του 1729, γεννήθηκε στο Stettin της Πρωσίας η Sophie Auguste Friederike von Anhalt-Zerbst-Dornburg, κόρη του Πρώσου στρατηγού Christian-August, πρίγκιπα του Anhelt-Zerbst και ανιψιά του Σουηδού βασιλιά Αδόλφου Φρίντριχ. Αυτή έμελλε να γίνει η κατοπινή Αικατερίνη Β´, Αυτοκράτειρα «πασών των Ρωσιών», από το 1762 μέχρι το 1796.
Στη Ρωσία το 1725, τον αιφνίδιο θάνατο του Μεγάλου Πέτρου ακολούθησε μια περίοδος συνεχών διαδοχών. Τον διαδέχθηκαν κατά σειρά: η σύζυγός του Αικατερίνη Α΄, ο ανήλικος γιος του Πέτρος Β΄, η ανιψιά του Άννα Ιβάνοβνα και τέλος η κόρη του Ελισάβετ Πετρόβνα. Την πρωτοχρονιά του 1762 αφού πέθανε και η Ελισάβετ Πετρόβνα, την διαδέχθηκε ο τριαντατριάχρονος Γερμανός ανιψιός της Πέτρος Γ´, δούκας του Holstein που είχε βαπτισθεί Ορθόδοξος με το όνομα Πέτρος Φιοντόροβιτς. Παντρεύτηκε τη Γερμανίδα Sophie Auguste Friederike von Anhalt-Zerbst-Dornburg που βαπτίστηκε Ορθόδοξη με το όνομα Αικατερίνη Αλεξέγεβνα.
Ο Πέτρος Γ´ έμεινε στην ιστορία ως ανώριμος και αλκοολικός, κυρίως από τη συκοφαντική προπαγάνδα της συζύγου του. Η αντιπαλότητα των δυο συζύγων είχε τη βάση της κυρίως στην αχαλίνωτη ηθική της Αικατερίνης αλλά και στα διαφορετικά συμφέροντα που οι δυο «σύζυγοι» εξυπηρετούσαν. Η αρχιδούκισσα ήταν και μυστική πράκτορας της Αγγλίας, ενώ ο Πέτρος Γ´ ήταν πράκτορας της Πρωσίας.
Ο γάμος ήταν συμβατικός και οι δυο σύζυγοι ζούσαν χωριστά διατηρώντας εξωσυζυγικές σχέσεις. Ο Πέτρος με την Ελισάβετ Βοροντσώφ και η Αικατερίνη με πολλούς και διάφορους εραστές. Για να δικαιολογήσει τον ανήθικο βίο της αλλά και για να μειώσει το σύζυγό της η Αικατερίνη άρχισε να διαδίδει ότι αυτός ήταν ανίκανος και ότι τουλάχιστον για επτά χρόνια δεν είχε σχέσεις μαζί του.
Η διοίκηση του Πέτρου Γ´ ήταν αμφιλεγόμενη. Προχώρησε σε τολμηρά φιλολαϊκά μέτρα μειώνοντας τους φόρους, ενώ προφανώς λόγω της γερμανικής καταγωγής του, σταμάτησε αμέσως τον εξαετή, νικηφόρο μέχρι τότε για τη Ρωσία πόλεμο με την Πρωσία, προσπαθώντας δήθεν να ομαλοποιήσει τις διεθνείς σχέσεις της Ρωσίας. Η φιλειρηνική στάση του βασιζόταν στο γεγονός ότι οι νεκροί του ρωσο-πρωσικού πολέμου είχαν ξεπεράσει τις εκατό χιλιάδες. Στην εξάμηνη βασιλεία του τα μέτρα που πήρε δημιούργησαν μεγάλη αναστάτωση στους ευγενείς της Ρωσίας που ξεκίνησαν την προσπάθεια για την ανατροπή του. Τότε επιστρατεύθηκε και η προπαγάνδα για τη δήθεν ανικανότητά του, που είχε ξεκινήσει η Αικατερίνη για να δικαιολογήσει τον έκφυλο βίο της και άρχισαν να υποκινούνται εξεγέρσεις εναντίον του.
Ο Πέτρος Γ´, λόγω της ανυπαρξίας σχέσεων με την Αικατερίνη, δεν μπορούσε να πιστεύει ότι ο οκτάχρονος γιος της Παύλος, ήταν παιδί του. Έτσι στους άμεσους στόχους του ήταν η αποκλήρωση του παιδιού και ο εγκλεισμός της Αικατερίνης σε μοναστήρι. Αυτή όμως τον πρόλαβε. Μετά από ένα υποκινούμενο, από τον τότε εραστή της Γρηγόριο Ορλώφ, «εθνικιστικό» πραξικόπημα και μεγάλες κοινωνικές αναστατώσεις, ο αδύναμος τσάρος ανατράπηκε και η Αικατερίνη, έχοντας την κηδεμονία του «νόμιμου» διαδόχου του Παύλου, στις 28 Ιουνίου 1762, έγινε πανίσχυρη αυτοκράτειρα «πασών των Ρωσιών».
Αμέσως μετά την ανάρρησή της, έπεισε τον τότε εραστή της Γρηγόριο Ορλώφ για την εξόντωση του Πέτρου Γ´. Στις 6 Ιουλίου ο φυλακισμένος τσάρος βρέθηκε νεκρός. Φυσικός αυτουργός και οργανωτής της δολοφονίας του ήταν ο Αλέξιος Ορλώφ, αδελφός του τότε εραστή της Αικατερίνης. Στον στραγγαλισμό του τσάρου ήταν παρών και ο μετέπειτα εραστής της και πρωθυπουργός της Ρωσίας, Γκριγκόρι Ποτέμκιν.
Παρά την αχαλίνωτη ηθική της και τους εικοσιένα συνολικά εραστές της, η Αικατερίνη έδειξε μεγάλη αποφασιστικότητα και εξαιρετικές διοικητικές ικανότητες, αφού προσπάθησε και κατάφερε να αναπλάσει το αχανές ρωσικό κράτος πάνω στα οράματα του Μεγάλου Πέτρου αλλά και τις αρχές του φιλελεύθερου διαφωτισμού.
Το ελληνικό ζήτημα χρησιμοποιήθηκε από αυτήν ως αντιπερισπασμός στη ρωσοτουρκική αντιπαλότητα.
Η Αικατερίνη πέθανε στις 06 Νοεμβρίου 1796, στην Αγία Πετρούπολη, σε ηλικία 67 ετών.