Υποτίθεται πως αυτοβελτιώνεται κανείς καθημερινά, αποκτά νέες εμπειρίες και το παρελθόν του διδάσκει τόσο τα λάθη και τις σοβαρές παραλείψεις, όσο και τα κόστη και τις συνέπειες μιας ακλόνητης, εμμονικής και πρωτίστως απαράλλακτης στάσης απέναντι στα πράγματα και τα γεγονότα. Στην σημερινή εποχή εξακολουθούν να υπάρχουν άκαμπτες και ξεπερασμένες ιδεοληψίες για έναν κόσμο που δεν άλλαξε ποτέ παρά τις όποιες μεμονωμένες μικρές βελτιώσεις.
Εξακολουθούν επι του προκειμένου να «πωλούνται» αφειδώς αποτυχημένες πολιτικές υποτιθέμενων αγωνιστών που η ιστορία κατέγραψε ενδελεχώς την δράση και τις πρακτικές τους. Μιλάμε δηλαδή απλώς για απολιθωμένες μαρξιστικές ιδέες και κοινωνίες που απέτυχαν στην πράξη και όχι μόνο στη θεωρία, για καθεστώτα που επιβίωσαν με τον αυταρχισμό και την βίαια απώθηση των αντιφρονούντων στο όνομα της καθεστωτικής καθαρότητας.
Την ίδια τύχη με αυτό το κρατικό καπιταλιστικό μοντέλο είχε και ο ιδιωτικός καπιταλισμός που παρά τις όποιες σχετικές ελευθερίες, απομόνωσε τους ανθρώπους και τους μετέτρεψε σε εμμονικά ψυχικά διαταραγμένους ενώπιον μιας προφανέστατης αλλοτρίωσης μέσα στην ίδια την διαμεσολαβούμενη ισχύ του αλλά και πανηγυρική διατράνωση του ατόμου μέσω του ακραίου πλουτισμού και αφθονίας όσο και της άκρατης φτώχειας, μιας και οι κοινωνίες αυτές εμπεριέχουν σοβαρές ανισότητες και πάνω απ΄όλα χάσματα.
Δύο μοντέλα λοιπόν ξεκάθαρα αποτυχημένα, δύο κόσμοι που απέτυχαν ολοκληρωτικά να βοηθήσουν τους ανθρώπους να ζήσουν σε κάποιο ποιοτικό επίπεδο. Οι μαρξιστικές κοινωνίες φυλάκισαν την αντίθετη σκέψη με την λογική του αλάνθαστου κόμματος και των υπηρετών του, κυνήγησαν μέχρι εσχάτων τον κάθε αντιφρονούντα, αποδεικνύοντας στην πράξη πως ο κρατικός κομμουνισμός δεν αποτελεί κανένα μεταβατικό στάδιο όπως ήθελε να πιστεύει ο Μάρξ , παρά ήρθε για να μείνει και να οδηγήσει σταδιακά τις κοινωνίες στον ολοκληρωτισμό και την δικτατορία.
Από την άλλη, οι υποτιθέμενες φιλελεύθερες κοινωνίες ενώ επιβίωσαν αρχικά με κάποιου είδους πολυπροϊοντική προσφορά, εγκλωβίστηκαν απλά και μόνο σε αυτή την λογική, κάνοντας τους ανθρώπους δούλους της πρόσκαιρης υλικής ευμάρειας, της αποθέωσης της τεχνολογικής επανάστασης και τελικά μετατρέποντάς τους σε όντα με μηχανιστική σκέψη και αλλοτριωμένο εγώ.
Υποτίθεται λοιπόν πως οι άνθρωποι θα έπρεπε να είχαν εξέλθει από αυτά τα δύο αδιέξοδα και θα επιχειρούσαν προς άλλη κατεύθυνση. Αυτό όμως όχι μόνο δεν έγινε, όχι απλά δεν παραμερίσθηκαν οι κορεσμένες ιδεοληπτικές παθογένειες, παρά μετά από τόσο χρόνια οι ιδεολογίες παραμένουν αφενός κακοποιημένες (με την έννοια ότι αυτοί που τις πρεσβεύουν δεν έχουν καν πολιτικό προσανατολισμό) και αφετέρου επιχειρηματολογικά ημι-παράλυτες και λόγω των αποτυχημένων αποτελεσμάτων εφαρμογής τους αλλά κυρίως λόγω του ότι οι ανάγκες των ανθρώπων έχουν αλλάξει και δεν υπάρχει πλέον κανενός είδους συγχρονισμός με αυτές.
Με λίγα λόγια και για να αποσαφηνίσουμε τα πράγματα, σήμερα βλέπει κανείς δύο κόσμους: αυτόν της μεταλλαγμένης φιλελευθεροποίησης με άρωμα κρατικής διασωστικής παρέμβασης που οδηγεί σε περίκλειστες κοινωνίες – φρούρια των ψευδο-διαδραστικών ελευθεριοτήτων που πνίγονται σαν υπερβούν τα κατεστημένα όρια, και αυτόν της απόλυτης σιωπής, τον κόσμο δηλαδή που δεν υπάρχει διαφορετική άποψη και όπου οι συνοπτικές διαδικασίες των φυλακίσεων και της φυσικής εξόντωσης των αντιφρονούντων συνεχίζει να αντλεί από το σταλινικό και χιτλερικό ιδεολογικό οπλοστάσιο.
Καλείται λοιπόν σήμερα ο καθένας να σκεφθεί σε ποιους κόσμους ζει και ποια περιθώρια αυτοβελτίωσης έχει. Πολλοί υιοθετούν πανηγυρικά την λογική του «μη χείρον βέλτιστον». Για τον λόγο αυτό, μεταξύ άλλων, επιβιώνουν οι ψευδο-δημοκρατίες της Δύσης, όπου πάντως υπάρχουν ακόμη κάποιες προϋποθέσεις για σκεπτικά περάσματα. Άλλοι παραμένουν σιωπηλοί στα δικτατορικά καθεστώτα τύπου Ρωσίας ή Κίνας, στην λογική της συνεύρεσης με την διαφθορά (μιας και αυτές οι χώρες πέρα από την γενικευμένη φίμωση, κατατάσσονται στις υψηλότερες θέσεις σε ότι αφορά τους δείκτες διαφθοράς και ανυποληψίας) την μισαλλοδοξία και τον εθνικισμό, θεωρώντας πως μόνο με τον τρόπο αυτό θα μπορέσουν να επιβιώσουν. Η γνωστή και μη εξαιρετέα ανωτερότητα της κάθε φυλής.
Κατευθυνόμενη ελευθεριότητα λοιπόν από την μια με κάποια θεωρητικό σκεπτικό άνοιγμα, απόλυτη σιωπή, φόβος και τρόμος από την άλλη. Ο κόσμος μας όντας από δεκαετίες αποιδεολογικοποιημένος κολυμπά σε θολά νερά όπου δεν αποκαλύπτουν ούτε το βάθος ούτε κάποιου είδους ανοιχτό ορίζοντα. Θα περίμενε όμως κανείς ότι μετά και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τις κοινωνίες που προέκυψαν στο κατόπιν, οι άνθρωποι θα έβαζαν το μυαλό τους να σκεφθεί, με δεδομένη την μεγάλη προπολεμική σκέψη του 18ου και 19ου αιώνα.
Θα περίμενε κανείς δηλαδή πως η ανθρωπότητα θα αναζητούσε και πάλι τα ξεχασμένα ιδεολογικά οπλοστάσια των μεγάλων επαναστάσεων όπως η γαλλική, να βρουν δηλαδή οι πολίτες και πάλι τα νοήματα ή τις ιδέες που ενέπνευσαν τους ανθρώπους εκείνων των εποχών.
Θα ακούτε συχνά πως τα μηνύματα του σήμερα οδηγούν αλλού, πως οι σημερινές εποχές αξιώνουν το σύντομο και υπεραπλουστευμένο μέσω μιας κατουσίαν «smartphone» ζωής. Είναι σωστό. Τα μηνύματα όμως αυτά δεν πετυχαίνουν παρά την οπισθοδρόμηση της σκέψης και την αδυνατισμένη νοητική δράση.
Το πρόβλημα δηλαδή έγκειται στον ίδιο τον άνθρωπο και την νωθρότητα αν μη τι άλλο ανημπόρια του να επιτελέσει τον ρόλο του στη ζωή. Οι ίδιοι αυτοί που πρεσβεύουν την ταχύτητα είναι ήδη κουρασμένοι και περιμένουν αδρανείς το τέλος τους.
Το πρόβλημα δηλαδή δεν έχει να κάνει με την όποια αυτοβελτίωση παρά μόνο με τον εγκλωβισμό και την αποθέωση της ακινησίας σε όλα τα επίπεδα. Με την έννοια ότι όλα υποτάσσονται στην τεχνολογική μεταμόρφωση. Εν ολίγοις, λιγότερη δράση, λιγότερη σκέψη, λιγότερη αναζήτηση.
Κατ΄αυτόν τον τρόπο, καθημερινά κατεβαίνουμε σκαλιά βελτιώνοντας άρδην τα υλικά αγαθά εκείνα που θα μας μετατρέψουν σε ημι-παράλυτες φιγούρες που θα περιφέρονται χωρίς λόγο και σκοπό. Αυτό δεν παραπέμπει σε καμία εσωτερική βελτίωση παρά σε πνευματική ερημιά που χάσκει σε μια αδόνητη συναισθηματική έρημο αφού απουσιάζει η μεγάλη σκέψη.