Η Κοινή Αγροτική Πολιτική, αποτελεί τη μοναδική κοινή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες. Ο διαχρονικός στόχος όλων μέχρι σήμερα των ΚΑΠ, είναι ένα δίκαιο, βιώσιμο γεωργικό εισόδημα.
Οι αγρότες χωρίς να αμφισβητούν τις περιβαλλοντικές φιλοδοξίες της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, απαιτούν μια πιο δίκαιη μετάβαση, ώστε να ανταποκριθούν στα πολλά προβλήματα που αντιμετωπίζουν.
Ειδικότερα τα τελευταία χρόνια οι Έλληνες αγρότες έχουν έρθει αντιμέτωποι με πρωτόγνωρες καταστάσεις, είτε αφορά την υγειονομική κρίση με την πανδημία του Covid, είτε αφορά τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία και τις διεθνείς οικονομικές-πολιτικές εξελίξεις, είτε την εμφάνιση συχνών και ακραίων καιρικών φαινομένων.
Η Ελλάδα, όπως κι άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντιμετωπίζει πολλές και σημαντικές προκλήσεις από τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Πρόκειται, κυρίως, για προβλήματα που επηρεάζουν την αγροτική παραγωγή και, φυσικά, ένα μεγάλο κομμάτι της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας.
Από την άλλη, η εκτόξευση του κόστους παραγωγής λόγω των υψηλών τιμών στην ενέργεια, τα καύσιμα, τα εφόδια και η έλλειψη εργατών γης ήρθαν να προστεθούν στα καθημερινά προβλήματα των αγροτών.
Όσον αφορά το στρατηγικό σχέδιο της ΚΑΠ, διαμορφώθηκε από την ελληνική κυβέρνηση και αναθεωρήθηκε από αυτήν χωρίς ουσιαστική διαβούλευση. Δεν υπήρξε ουσιαστικός διάλογος με τους ενδιαφερόμενους, για να μπορέσουν να αξιοποιήσουν σωστά τα εργαλεία που αυτή προσφέρει και τέλος να ενημερωθούν οι αγρότες ώστε να μπορέσουν να τα εφαρμόσουν αποτελεσματικά.
Οι περιβαλλοντικές φιλοδοξίες της ΚΑΠ, τα οικολογικά σχήματα και οι απαιτήσεις αιρεσιμότητας προκάλεσαν σύγχυση στους αγρότες, αύξηση της γραφειοκρατίας και επιβάρυνση του διοικητικού φόρτου στον ΟΠΕΚΕΠΕ.
Η τελευταία απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση για την απλούστευση της ΚΑΠ, χρειάζεται όμως να απλοποιηθούν περαιτέρω τα οικολογικά σχήματα και να παρέχεται ευελιξία παρεκκλίσεων στην εφαρμογή τους στις περιπτώσεις όπου απαιτείται. Τα κράτη-μέλη να έχουν περισσότερη ευελιξία ώστε να μπορούν να τροποποιούν το στρατηγικό σχέδιο της ΚΑΠ και να μεταφέρουν πόρους μεταξύ των δύο πυλώνων, ανάλογα με τις ανάγκες, αυξάνοντας και την απορροφητικότητα των χρημάτων.
Ο κρατικός μηχανισμός κρίθηκε ανέτοιμος τελικά να διαχειριστεί τα νέα δεδομένα, η ψηφιακή μετάβαση του οργανισμού πληρωμών προκάλεσε περισσότερα προβλήματα, είναι πρόσφατη άλλωστε η απόφαση να μπει σε επιτήρηση ο ΟΠΕΚΕΠΕ από τη Γενική Διεύθυνση Γεωργίας της Επιτροπής λόγω ελλείψεων, καθυστερήσεων και λαθών.
Δεν μπορεί να αγνοηθεί, επίσης, η αδυναμία του Ελληνικού Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΕΛΓΑ) να καταλάβει αποζημιώσεις και να σταθεί αρωγός στον αγρότη που πλήττεται από τις περιοδικές φυσικές καταστροφές.
Επιπλέον, ένα σημαντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο Έλληνας και Ευρωπαίος αγρότης προέρχεται από τον αθέμιτο ανταγωνισμό, με τις μαζικές εισαγωγές αγροδιατροφικών προϊόντων από χώρες εκτός ΕΕ, όπου οι συνάδελφοί τους καλλιεργούν χωρίς τους «πράσινους» περιορισμούς της ΕΕ. Πρόκειται για εισαγωγές που στρεβλώνουν την αγορά και δεν τηρούν προδιαγραφές αναγκαίες για την ποιότητα των τροφίμων και την υγεία των καταναλωτών. Είναι επείγουσα ανάγκη η δημιουργία ενός νέου, αυστηρού πλαισίου στις εισαγωγές και στις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου που συνάπτει ή διαπραγματεύεται η ΕΕ με τρίτες χώρες.
Το δημογραφικό ζήτημα, η εγκατάλειψη της υπαίθρου, η έλλειψη ουσιαστικών κινήτρων για την επιστροφή νέων ανθρώπων στην ύπαιθρο για την ενασχόλησή τους με το αγροτικό επάγγελμα, με την ταυτόχρονη γήρανση του γεωργικού πληθυσμού, αποτελούν πραγματικές απειλές για την επιβίωση της ελληνικής γεωργίας. Οι νέοι δεν δείχνουν διατεθειμένοι να ακολουθήσουν τον δρόμο της παραγωγής και αυτό μας φέρνει αντιμέτωπους με τη σκληρή πραγματικότητα της εγκατάλειψης της υπαίθρου και του αγροτικού επαγγέλματος.
Πρέπει να αρχίσουμε να μιλάμε για κίνητρα και ευκαιρίες, όπου θα κάνουν το επάγγελμα του γεωργού πιο ελκυστικό προκειμένου να προσελκύσει όσο περισσότερους νέους.
Η οικοδόμηση ενός έξυπνου, ανταγωνιστικού, ανθεκτικού, διαφοροποιημένου γεωργικού τομέα, που θα διασφαλίζει μακροπρόθεσμα τη βιωσιμότητά του είναι αναγκαία και επιβεβλημένη περισσότερο από ποτέ.
Η Ελλάδα παράγει προϊόντα ζηλευτής ποιότητας και βιολογικής αξίας που στερούνται όμως ανταγωνιστικότητας με όρους διεθνούς αγοράς. Χρειάζονται έργα υποδομής, αντιπλημμυρικά και αρδευτικά. Η προώθηση και η διάδοση της γνώσης, της καινοτομίας και της ψηφιοποίησης στη γεωργία και τις αγροτικές περιοχές, η ανταγωνιστικότητα και η εξωστρέφεια είναι μερικά από τα παραδείγματα που μπορεί να ακολουθήσει ο γεωργικός τομέας. Τα συνεργατικά σχήματα (αγροτικοί συνεταιρισμοί, οργανώσεις παραγωγών) είναι δομές οργανωμένες, όπου μπορούν να υποστηρίξουν σοβαρά τους παραγωγούς, π.χ. μειώνοντας το κόστος εισροών, προσφέροντας συγκέντρωση απαραίτητου όγκου προϊόντος με καλύτερη διαπραγματευτική δύναμη κ.ά.
Η Κοινή Αγροτική Πολιτική έχει βοηθήσει και εξακολουθεί να προσφέρει λύσεις στο Έλληνα αγρότη. Θέλουμε μια ΚΑΠ η οποία θα έχει συνδιαμορφωθεί κατόπιν διαλόγου με όλους τους ενδιαφερόμενους, υπό την καθοδήγηση της πολιτείας. Ενός διαλόγου, με στόχο την ανάδειξη εθνικών προτεραιοτήτων και μιας εθνικής στρατηγικής για τον πρωτογενή τομέα που θα διασφαλίζει ισορροπία στους οικονομικούς, περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς στόχους. Μιας πολιτικής αποτελεσματικότερης και δικαιότερης, χωρίς να αφήνει κανέναν πίσω.
Κατά τη διάρκεια της μικρής θητείας μου στην Ευρωβουλή, εστίασα σημαντικά στην υποστήριξη των Ελλήνων αγροτών, κτηνοτρόφων, αλιέων και ιχθυοκαλλιεργητών, αξιοποιώντας την ευρωβουλευτική μου ιδιότητα αλλά και τη θέση μου στην Επιτροπή Αλιείας του Ευρωκοινοβουλίου.
Μία από τις κύριες προσπάθειές μου ήταν η ενίσχυση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και η απλούστευση των κανόνων της, προκειμένου να διευκολυνθεί η πρόσβαση των αγροτών σε οικονομικούς πόρους και να προστατευθεί το εισόδημά τους από τον αθέμιτο ανταγωνισμό και τις τιμολογιακές αστάθειες. Επεσήμανα την ανάγκη υποστήριξης των νέων αγροτών μέσω προγραμμάτων και κινήτρων, προκειμένου να ενθαρρυνθεί η νέα γενιά να επιλέξει τη γεωργία ως επάγγελμα.
Επιπλέον, ασχολήθηκα με τις περιβαλλοντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι αγρότες, όπως η μείωση της χρήσης φυτοφαρμάκων και η βελτίωση της διαχείρισης του εδάφους και της βιοποικιλότητας Στα πλαίσια της Πράσινης Συμφωνίας, επιδίωξα να ενσωματώσει βιώσιμες πρακτικές γεωργίας και αλιείας, υποστηρίζοντας έτσι την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της υπαίθρου.
Για τους κτηνοτρόφους, οι οποίοι βρίσκονται στο χείλος του γκρεμού, λόγω των συσσωρευμένων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν και της αδιαφορίας της Κυβέρνησης, ανέδειξα τα ζητήματα που τους απασχολούν και έκανα ιδιαίτερη αναφορά με ερώτησή μου προς την ΕΕ στο θέμα των κρουσμάτων επιθέσεων από λύκους. Ζήτησα τη στήριξή τους από την ΕΕ ώστε να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους και παράλληλα να προσελκύσουν και άλλους να ασχοληθούν με αυτό το επάγγελμα, λόγω της αναγκαιότητας ύπαρξής τους.
Δεν είναι δυνατόν οι ίδιοι, να συμβάλλουν με τον μόχθο και την αγωνία στη διατήρηση της οικολογικής αλυσίδας και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί να δηλώνουν απόντες από αυτή την κατάσταση.
Σχετικά με τους αλιείς και τους ιχθυοκαλλιεργητές, υπογράμμισα την ανάγκη για άμεση υποστήριξη και αντιμετώπιση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν, λόγω των αυξημένων δαπανών και των κλιματικών αλλαγών. Με ερώτησή μου προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή έθεσα το θέμα της παράνομης αλιείας από την Τουρκία και η ΕΕ δεσμεύτηκε να εξετάσει τρόπους για την καταπολέμησή της. Εξέφρασα επίσης την άποψη ότι η ενίσχυση των πολιτικών για τη βιώσιμη ανάπτυξη και την προστασία του εισοδήματος αυτών των ομάδων είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της οικονομικής και κοινωνικής ισορροπίας στις παράκτιες περιοχές.
Με τις παρεμβάσεις, τις δράσεις μου και με τη συνεργασία με τους συναδέλφους μου Ευρωπαίους Σοσιαλιστές προσπάθησα το καλύτερο για τη στήριξη και βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των Ελλήνων αγροτών, αλιέων και ιχθυοκαλλιεργητών, ώστε να εξασφαλισθεί ένα βιώσιμο και δυναμικό μέλλον για την ελληνική ύπαιθρο και τους κατοίκους της.