Πριν λίγες ημέρες έκανε έναν «γερό σεισμό» που ταρακούνησε Ηλεία και Αχαΐα. Με αφορμή το γεγονός θυμήθηκα ότι πριν από 16 χρόνια τέτοια εποχή είχε συμβεί κάτι ανάλογο στην ίδια περιοχή. Και τότε είχα γράψει ένα κείμενο για τα διατηρητέα της Καλαμάτας με στόχο την ευαισθητοποίηση των πολιτών για τη σωτηρία τους. Σκέφτηκα λοιπόν να το επαναλάβω και να σχολιάσω σύντομα στο τέλος:
«Ο πρόσφατος σεισμός που έπληξε την Ηλεία και την Αχαΐα, ξύπνησε μνήμες από την καταστροφή της Καλαμάτας. Μεγάλοι σεισμοί έχουν γίνει πολλοί τα τελευταία χρόνια, όχι όμως και καταστροφικοί. Οι εικόνες στις οθόνες των τηλεοράσεων παραπέμπουν σε ανάλογες που ζήσαμε στην Καλαμάτα, σε πολύ μικρότερη βεβαίως έκταση. Η μνήμη όμως δεν ανασύρει μόνον εικόνες, ανασύρει και προβλήματα τα οποία δημιουργήθηκαν πριν 22 χρόνια και ακόμη δεν έχουν αντιμετωπιστεί στο σύνολό τους. Το διαπιστώνει κανένας περπατώντας στους δρόμους της παλιάς πόλης, ανάμεσα σε ερείπια που κρέμονται πάνω από τα κεφάλια κατοίκων και περαστικών. Η πρώτη σκέψη είναι τι μπορεί να γίνει σε περίπτωση ενός σεισμού που μπορεί να μην πειράξει τίποτε στην πόλη, αλλά είναι δυνατόν να οδηγήσει σε καταρρεύσεις τα κτίρια που ήδη στέκονται με το ζόρι όρθια. Οσο μπορούν να χαρακτηριστούν ως τέτοια ορισμένα κτίρια από τα οποία έμειναν κάποια κομμάτια τοίχου να θυμίζουν τι υπήρχε παλαιότερα στη θέση τους. Δεν πρόκειται για σενάριο επιστημονικής φαντασίας αλλά για σκληρή πραγματικότητα με την οποία δυστυχώς δεν ασχολούνται εδώ και πολλά χρόνια οι τοπικοί άρχοντες και η Πολιτεία. Αρκεί μια βόλτα στο Πολεμικό Μουσείο πάνω από το οποίο κρέμονται τα τμήματα τοίχων του παλιού Οικονομικού Γυμνασίου. Και μια συζήτηση με τους ανθρώπους που βρίσκονταν εκεί για αποψίλωση την ώρα του σεισμού της Κορώνης, οι οποίοι είδαν τον τοίχο να ανοίγει και να διασώζεται με… παράσημο μια ακόμη κατακόρυφη ρωγμή που τον φέρνει πιο κοντά στην κατάρρευση. Αν σκεφτεί κάποιος ότι στο χώρο κινούνται οι άνθρωποι του μουσείου, αλλά και πλήθος μαθητών που τον επισκέπτεται καταλαβαίνει τι σημαίνει η γειτονία με αυτό το ερείπιο. Την ίδια αίσθηση της επικείμενης καταστροφής έχουν αποκομίσει όσοι κατά καιρούς βρέθηκαν κάτω από το «Αχίλλειον» στην οδό Αριστομένους σε ώρα σεισμού καθώς με το παραμικρό ρίχνει στο πεζοδρόμιο κομμάτια οικοδομικών υλικών. Λίγο παρακάτω το κτίριο Αλειφέρη-Μακροπούλου έχει πετσικάρει και μπορεί να φύγει από τη θέση του με το παραμικρό. Πολύ πιο άσχημη είναι η κατάσταση όταν αρχίσεις να κυκλοφορείς σε ορισμένα σημεία στην περιοχή του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Ιωάννου. Πρόκειται μάλιστα για περιοχές που κατοικούνται και οι άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να περνούν καθημερινά κάτω από αυτά. Μπορεί μετά από 22 χρόνια να υπάρχει μια ορισμένη εξοικείωση με την ιδέα των ερειπίων, μπορεί αυτό να έχει τη βάση του στο γεγονός ότι μέχρι τώρα δεν έγινε καμία ζημία. Αυτός όμως είναι και ο μεγαλύτερος κίνδυνος γιατί με το σεισμό και τα φυσικά φαινόμενα κανένας δεν υπογράφει… συμβόλαιο για το πώς θα συμπεριφερθούν. Η ασφάλεια των πολιτών δεν μπορεί να μπει στο ζύγι με τίποτε άλλο. Πλην όμως πρέπει να σημειώσουμε ότι πέρα από αυτό υπάρχει και το επίσης σοβαρό μεγάλο ζήτημα της πολιτιστικής κληρονομιάς. Και δυστυχώς κάτι τέτοιο γίνεται μόνο στα χαρτιά και στα λόγια, καθώς ένα πλήθος κτιρίων κινδυνεύει να… αναχωρήσει για πάντα (με την ελπίδα ότι η αναχώρηση θα είναι χωρίς ανθρώπινα θύματα). Σε ορισμένες περιπτώσεις δεν χρειάζονται ούτε μπουλντόζα, αυτό αργά ή γρήγορα θα γίνει μόνο του. Τότε στη θέση των ερειπίων θα μένουν αλάνες, καθώς με την ισχύουσα νομοθεσία και την απουσία αποτυπώσεων θα είναι σχεδόν αδύνατο να ανοικοδομηθούν με την παλιά τους μορφή. Αλλωστε αν κάτι τέτοιο ήταν οικονομικά εφικτό θα γινόταν και τώρα. Δεν αρκεί η απαγόρευση των επεμβάσεων για να διασωθεί η πολιτιστική κληρονομιά. Ασφαλώς οι όρθιοι τοίχοι του παλαιού Οικονομικού Γυμνασίου δεν συνιστούν από μόνοι τους αρχιτεκτονική κληρονομιά και αργά ή γρήγορα, αναίμακτα ή με θύματα, θα μιλούμε για… οικόπεδο.
Με δεδομένα όλα αυτά θα ήταν απολύτως χρήσιμη μια αναδρομή στο παρελθόν. Ένα μεγάλο μέρος των κτιρίων στα οποία αποτυπώνονται στιγμές της ιστορίας και της αρχιτεκτονικής στην πόλη διασώθηκε. Και αυτό έγινε γιατί λίγο καιρό πριν από το σεισμό υπήρχε μια πρώτη καταγραφή από την τότε δημοτική αρχή με δήμαρχο τον Στ. Μπένο. Ετσι με ταχύτητα και πριν αρχίζουν να δουλεύουν οι μπουλντόζες έγιναν οι κηρύξεις των διατηρητέων. Ηταν το πρώτο βήμα που τους τελικούς καρπούς βλέπουμε σήμερα στο Ιστορικό Κέντρο της πόλης (με την ευρύτερη έννοια του χώρου που καταλάμβανε αυτή στις αρχές του 20ου αιώνα). Ολη αυτή η διαδρομή όμως ήταν εξόχως βασανιστική για δήμο, ιδιοκτήτες και κτίρια. Οι διεκδικήσεις για πρόσθετα μέτρα όσον αφορά τα κτίρια που χαρακτηρίστηκαν ως διατηρητέα διήρκεσαν χρόνια και έφεραν καρπούς καθώς ο δραστήριος τότε σύλλογος ιδιοκτητών κρατούσε στο κέντρο του ενδιαφέροντος την διάσωση και την απαιτούμενη ενίσχυση από την Πολιτεία. Από ένα σημείο και ύστερα το ζήτημα ατόνησε καθώς εκ των πραγμάτων «βγήκαν» από τη μέση και οι ιδιοκτήτες. Πολλά κτίρια ανακατασκευάστηκαν είτε γιατί οι ιδιοκτήτες είχαν εκ των πραγμάτων την οικονομική ευχέρεια, είτε επειδή η θέση των ακινήτων ήταν σε σημεία με ιδιαίτερη εμπορική αξία. Οσο ατονούσε το ενδιαφέρον, τόσο περισσότερο απαρατήρητοι περνούσαν οι αποχαρακτηρισμοί και έγιναν ουκ ολίγοι. Αλλοτε βάσιμα και άλλοτε αβάσιμα, ένας αριθμός κτιρίων αποχαρακτηρίστηκε και αποτελεί πλέον μακρινό παρελθόν για την πόλη. Και έμειναν τα υπόλοιπα του σεισμού και των χαρακτηρισμών. Πρόκειται κετ΄αρχήν για αρκετά κτίρια ιδιοκτησίας ή ενδιαφέροντος του δήμου. Δεν μπορεί να ξεχάσει κανείς για παράδειγμα την αδιαφορία όλων των δημοτικών παραγόντων εδώ και περισσότερο από 15 χρόνια για την τύχη του καταπληκτικού κτιρίου του Γαλλικού Ινστιτούτου. Που βρέθηκα από παραχώρηση στο υπουργείο Πολιτισμού το οποίο δεν έχει εκπονήσει τις μελέτες. Αλλά ούτε και το «Κορφιωτάκειο» το οποίο κατεδαφίστηκε εν μια νυκτί για την εύνοια των εκκλησιαστικών παραγόντων που απαιτούσαν να εξαφανιστεί, χρηματοδοτήθηκε για να ανακατασκευαστεί αλλά τα χρήματα… λοξοδρόμησαν σε άλλες κατευθύνσεις και μας έμειναν οι τοίχοι (από πέτρα… λατομείου) για να θυμίζουν ότι εκεί υπήρχε το ιστορικότερο κτίριο της πόλης, το τελευταίο δείγμα πύργου αρχοντικής οικογένειας της Τουρκοκρατίας.
Τα περισσότερα όμως κτίρια ανήκουν σε ιδιώτες. Και θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι δεν ισχύει η εξίσωση «διατηρητέο = πλούσιος ιδιοκτήτης». Πολλά από τα παλιά κτίρια για χίλιους λόγους βρέθηκαν στις ιδιοκτησίες ανθρώπων που δεν μπορούν στοιχειωδώς να τα συντηρούν και φυσικά δεν υπάρχει καμία προοπτική ανακατασκευής. Αλλωστε τα περισσότερα βρίσκονται σε μη εμπορικές περιοχές της πόλης και δύσκολα προσβάσιμες. Πράγμα που σημαίνει ότι κανένας δεν μπορεί να προσδοκά έσοδα και πολύ περισσότερο σε κατασκευή κατοικίας σε σημεία στα οποία τις περισσότερες ώρες της ημέρας δεν μπορεί να προσεγγίσει. Φυσικά δεν λείπουν και οι «νέοι ιδιοκτήτες» που αγόρασαν τα κτίρια (ενδεχομένως σε τιμή ευκαιρίας), προσδοκώντας αλλαγές που θα τους επιτρέψουν να κτίσουν ελεύθερα και χωρίς τους περιορισμούς του χαρακτηρισμένου ως διατηρητέου […] Με τις επισημάνσεις αυτές δεν μπορεί να προσδοκά κανείς σε ευαισθητοποίηση της δημοτικής αρχής, άλλωστε έχει επιδείξει πως έχει βάλει βουλοκέρι στα αυτιά και πορεύεται ως ιδιοκτήτης του δήμου και όχι ως συλλογικός εκφραστής των συμφερόντων της πόλης. Πολιτεύεται με όρους που παραπέμπουν στις πλέον αντιδημοκρατικές περιόδους για την αυτοδιοίκηση και επί της ουσίας αντιμετωπίζει τον πολιτισμό ως… βαρίδι που κληρονόμησαν οι προηγούμενοι. Οι επισημάνσεις όμως αυτές είναι αναγκαίες γιατί εκτός από τους παράγοντες υπάρχουν και οι πολίτες που αγαπούν την πόλη και την ιστορία της. Υπάρχουν οι δυνάμεις που έδειξαν ευαισθησίες στην διαχείριση αυτών των υποθέσεων. Υπάρχουν οι άνθρωποι που μπορούν να δημιουργήσουν ένα κίνημα με σύνθημα “Σώστε τα διατηρητέα πριν είναι αργά”. Αρκεί να σηκωθούν από τον καναπέ και να αντιληφθούν ότι το μέλλον της πόλης είναι στα χέρια των ανθρώπων της. Από μηχανής θεοί δεν υπάρχουν και η πόλη κινδυνεύει να βουλιάξει στην ανυποληψία που την οδηγούν μηχανισμοί και συμφέροντα που προσπαθούν να την φέρουν στα μέτρα τους».
Αν τώρα μετά από 16 χρόνια αναρωτηθούμε τι άλλαξε από τότε, στο πεδίο της πολιτικής διαχείρισης θα έλεγα απολύτως τίποτα. Εγιναν 4 φορές δημοτικές εκλογές, καμία αρχή από αυτές που προέκυψαν δεν ασχολήθηκε στο ελάχιστο με το θέμα, δεν συζητήθηκε ποτέ στο δημοτικό συμβούλιο. Και οι πολίτες βλέπουμε το χρόνο να κυλάει χωρίς να γίνεται καμία προσπάθεια διάσωσης και ανάδειξης. Περνάνε προγράμματα και προγράμματα αναπλάσεων που θυμίζουν ένα πηγάδι μέσα στο οποίο ρίχνονται χρήματα για να τα… καταπιεί καθώς το αποτέλεσμα είναι μηδενικό. Κανένας δεν ενδιαφέρθηκε για ένα πρόγραμμα «ανάπλασης» των διατηρητέων κτιρίων που θα μπορούσαν να δώσουν προστιθέμενη αξία στον κτιριακό πλούτο αλλά και την ζωή της πόλης. Πάντα επιμένω ότι ποτέ δεν είναι αργά και μέσα στη γενική κοινωνική απραξία, μπορεί να βρεθεί ένας φως για μια υπόθεση που ελάχιστοι θεωρούν μεγάλης σημασίας για την πόλη. Ετσι για να μην απογοητευόμαστε αλλά να μην τρέφουμε και αυταπάτες…