Δευτέρα, 19 Αυγούστου 2024 20:55

«Μαρτύριο» στην πόλη, δροσιά στο βουνό

«Μαρτύριο» στην πόλη, δροσιά στο βουνό

Γράφει ο Ηλίας Μπιτσάνης

«Μαρτυρικές» καταστάσεις με τη ζέστη, η χαρά των παρόχων ηλεκτρικής ενέργειας, μαζί με τους λογαριασμούς χρειάζονται και… υπογλώσσια. Το καλοκαίρι «καυτό» και δεν έχουμε ξεμπλέξει ακόμη. Τα επόμενα προβλέπονται ακόμη χειρότερα, με την επίδραση στη ζωή και την οικονομία να είναι πολλαπλή. Οι «διακοπές» αλλάζουν ραγδαία για όσους έχουν τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν τον… ετήσιο στόχο, το κόστος ζωής έχει σαλτάρει και αυτό εμφανίζεται πολλαπλασιαστικά όταν πρόκειται για συγκρίσεις κόστους διακοπών. Εδώ και δεκαετίες έχουν γίνει συνώνυμο με «ακρογιαλιές, δειλινά» με τους προορισμούς να αλλάζουν ριζικά καθώς το κόστος των μεταφορών φτάνει πλέον στα όρια της ληστείας του εισοδήματος. Και τις περιοχές που χαρακτηρίζονται «τουριστικού ενδιαφέροντος» στην ενδοχώρα να αντιμετωπίζουν τεράστια πίεση και την απειλή της λειψυδρίας. Εν μέσω αφόρητης ζέστης και του κινδύνου να μειωθεί δραματικά η ζήτηση τα επόμενα χρόνια.

Η «απάντηση» δεν μπορεί παρά να είναι σχεδιασμένη στη λογική της «ισορροπίας» και της ενίσχυσης των «δροσερών» λύσεων που θα μπορούσε στο μέλλον να αποτελέσουν μεγάλο πλεονέκτημα για ντόπιους και επισκέπτες σε μια οικονομία που επενδύει όλο και πιο πολύ σε πήλινα πόδια, αυτά του τουρισμού που μπορεί να τον γονατίσει η κλιματική αλλαγή. Κάτι τέτοιο άλλωστε απασχολεί όλο και περισσότερο τη συζήτηση στη Μεσόγειο που είναι και το «πρώτο θύμα» της. Σχεδιασμένη και ισόρροπη «στροφή στο βουνό» θα έλεγα, με την Καλαμάτα να έχει ένα τεράστιο συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με άλλες περιοχές. Το παρελθόν μπορεί να είναι και «οδηγός» αρκεί να μην το αντιμετωπίσει κάποιος ως «γραφική νοσταλγία». Αλλά με φρέσκια ματιά να ανακαλύψει εκείνο που χρειάζεται σήμερα η ζωή και η καθημερινότητα του πολίτη. Σκαλίζοντας τα αρχεία παλαιών τοπικών εφημερίδων, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1950 το μάτι μου έπεσε πάνω σε μια διαφήμιση που καλεί παραθεριστές και εκδρομείς στον Ταΰγετο, στον Ποτισώνα. Το κείμενο είναι ακόμη πιο ενδιαφέρον: “Για κάθε ανάγκη σας απευθύνεσθε στον ονομαστόν [...], που αναλαμβάνει να σας κατασκευάζη την θερινήν καλύβην σας και να σας προμηθεύη τα τρόφιμά σας (κρέας, αυγά, τυρί εξαιρετικό, γάλα κ.λπ.), όλα δε νωπότατα και σε τιμές μικρότερες των Καλαμών. Ο Ποτισώνας με τις ονειρώδεις και δυσεύρετες ομορφιές του και με τον εξυπηρετικότατον [...] σας υπόσχεται διαμονήν πλέον ή ευχάριστον από πάσης απόψεως”. Θερινή αυτοσχέδια κατασκήνωση με οργανωμένο δίκτυο υποστήριξης και υποθέτω ότι ο εν λόγω διαφημιζόμενος δεν θα ήταν και ο μοναδικός. Από τα ρεπορτάζ της εποχής βεβαίως δεν λείπουν οι περιγραφές από τη ζωή και τα γλέντια σε αυτή την κατασκήνωση, όχι μόνο στον Ποτισώνα αλλά και σε άλλες ορεινές περιοχές της Μεσσηνίας πέραν του Ταϋγέτου. Γιατί τις κατασκηνώσεις τις έκαναν οι παρέες ή αντιστρόφως η ανάγκη για ορεινές αποδράσεις και οξυγόνο δημιουργούσε τις παρέες. Ηταν βεβαίως η εποχή του λιτού βίου και της συντροφιάς, καθώς μάλιστα υπήρχαν και πολύ... ακριβότεροι τόποι και τρόποι ορεινών διακοπών. Κυρίως σε σπίτια ή ξενώνες στη Βυτίνα και άλλες περιοχές. Τέτοιες κατασκηνώσεις υπήρχαν και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν με κυβερνητική απόφαση ξηλώθηκαν οι τελευταίες πρόχειρες εγκαταστάσεις στον Ταΰγετο και το βουνό έχασε πολύτιμους φίλους του.

Οι καιροί άλλαξαν, μαζί και οι προσανατολισμοί. Ασφαλώς και δεν... προσβλέπει κανένας στην επιστροφή την εποχή της καλύβας, όμως ο ορεινός τουρισμός υπάρχει και έχει πάρει τις πλέον διαφορετικές μορφές. Τη θέση των κατασκηνώσεων έχουν πάρει πια σύγχρονες εγκαταστάσεις, οι οποίες σε άλλες περιοχές έχουν σημαντική επίδραση στην τοπική κοινωνία. Και αυτό έγινε εκεί που υπήρξαν οργανωμένες παρεμβάσεις με ένα στοιχειώδες σχέδιο και δεν σκορπίστηκαν τα χρήματα των Κοινοτικών προγραμμάτων στους τέσσερις ανέμους για την εξυπηρέτηση φίλων και γνωστών. Γιατί η “ανάπτυξη” μιας περιοχής προϋποθέτει ένα σύνολο ενεργειών, εγκαταστάσεων και δράσεων που δημιουργούν προϋποθέσεις “επώνυμου” προορισμού αναψυχής. Οι μεμονωμένες προσπάθειες -τις οποίες μάλιστα πληρώνουν αλμυρά ορισμένες φορές οι επιχειρούντες- πολύ δύσκολα μπορούν να σταθούν και να λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά. Από πεποίθηση επιμένω πάντα στην έννοια του “σχεδίου” που είναι απαραίτητο κάθε φορά όταν έχεις πραγματικό στόχο. Χωρίς αυτό δεν υπάρχει ούτε στόχος παρά μόνο “έπεα πτερόεντα” που χάνονται μετά την εκφορά τους. Το σχέδιο βεβαίως για να γίνει πραγματικότητα, χρειάζεται ανθρώπινο και υλικό κεφάλαιο. Πλην όμως αποτελεί τη βάση για την οποιαδήποτε συζήτηση. Οταν υπάρχει, τα υπόλοιπα μπορεί να εξελιχθούν σταδιακά, σε βάθος χρόνου και ανάλογα με τις συνθήκες και τις δυνατότητες που υπάρχουν. Ζητείται λοιπόν σχέδιο και αυτό αφορά όλους εκείνους οι οποίοι διαχειρίζονται από οποιαδήποτε θέση τις τύχες του τόπου και των ανθρώπων του. Υπάρχει ένα τεράστιο κεφάλαιο για την πόλη και τον τόπο, που ονομάζεται “Ταΰγετος”. Ενα κεφάλαιο που έχει εγκαταλειφθεί από τους θεσμούς της Πολιτείας και έχει υποστεί ανυπολόγιστες καταστροφές από τις πυρκαγιές. Για το οποίο ποτέ μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει ολοκληρωμένη και σοβαρή συζήτηση. Μόνον κινήσεις εντυπωσιασμού χωρίς καμία, μα απολύτως καμία επίδραση στη ζωή και την οικονομία. Προεκλογικά φούμαρα και από τέτοια στον Ταΰγετο έχουμε ζήσει απίστευτα ήδη από τη δεκαετία του 1980 και τις μεγάλες πυρκαγιές.

Την ώρα που οι “άρχοντες” ασχολούνται με άλλα πιο φανταχτερά πράγματα, υπάρχει ένας κόσμος που ασχολείται και με επιμονή αναδεικνύει όλα εκείνα τα στοιχεία που καθιστούν πολύτιμο τον ορεινό όγκο για τη ζωή των ανθρώπων της πόλης αλλά και ως εναλλακτική πρόταση αναψυχής και κατά συνέπεια προσέλκυσης επισκεπτών. Πριν από δεκαετίες βλέπαμε ξένους επισκέπτες να κινούνται στο ποτάμι και μας φαινόταν (τουλάχιστον) περίεργο. Και μπορεί αυτό να κάνει σε κάποιους εντύπωση σήμερα, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970 όλα τα βοθρολύματα κατέληγαν στο φαράγγι εκτοξευόμενα από τα βυτιοφόρα κάπου εκεί από τους “Πέντε δρόμους”. Το διεθνές ρεζιλίκι ήταν ένας επιπλέον λόγος που επέβαλε την κατασκευή της αποχέτευσης, χάρη στην οποία σήμερα μπορούμε να συζητάμε για τουρισμό και άλλα τινά. Το φαράγγι αποτελεί πλέον μια πρόκληση για την πόλη, τους δημοτικούς άρχοντες και τους ασχολούμενους με τον τουρισμό. Κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις μπορεί να αποτελέσει πόλο έλξης για επισκέπτες με φυσιολατρικά ενδιαφέροντα ή και εκείνους που αναζητούν εναλλακτικές λύσεις κατά την παραμονή τους στην πόλη και την περιοχή. Οι σύλλογοι με φυσιολατρική δραστηριότητα είναι εκείνοι οι οποίοι δείχνουν και τους δρόμους που θα πρέπει να ακολουθήσουν όσοι ενδιαφέρονται για την ανάπτυξη αυτής της μορφής τουρισμού. Και φυσικά το φαράγγι του Νέδοντα είναι μία από τις διαδρομές που παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον. Υπάρχουν πολλές ακόμη δραστηριότητες που καταγράφονται και οι οποίες στο σύνολό τους αποτελούν μια άλλη πρόταση αναψυχής και δραστηριότητας για ντόπιους και επισκέπτες. Και είναι κάτι το οποίο δυστυχώς δεν έχουν συνειδητοποιήσει εκείνοι που βολεύονται με τον τουρισμό της ξαπλώστρας στο κυμοθάλασσο.

Αναφέρθηκα προηγουμένως σε “προϋποθέσεις”. Και η πρώτη προϋπόθεση βεβαίως είναι η ενασχόληση με σχέδιο και μέτρα υποστήριξης ενός τέτοιου εγχειρήματος. Από τεχνική άποψη είναι κάτι το οποίο απαιτεί τη συνεργασία εκείνων που γνωρίζουν τις διαδρομές, τα προβλήματα που υπάρχουν και τους τρόπους αντιμετώπισης. Από την άποψη του δημοτικού σχεδιασμού όμως εκείνο που προέχει είναι η “σύνδεση” της πόλης με τον ορεινό όγκο μέσα από το Νέδοντα. Και αυτό που με διάφορους τρόπους πάει και έρχεται από την... προπολεμική περίοδο, το πάρκο αναψυχής. Μια πόλη η οποία δεν έχει στον αστικό ιστό παρά μόνο... μισό μέτρο οργανωμένου αστικού πρασίνου ανά κάτοικο, είναι αδύνατον να αδιαφορεί προκλητικά και σε ορισμένες περιπτώσεις να καταστρέφει την προοπτική ενός περιβαλλοντικού πάρκου στις παρυφές της που θα την συνδέει μάλιστα με τον ορεινό όγκο. Η οριοθέτηση της κοίτης του Νέδοντα εκ των πραγμάτων θα έπρεπε να έχει γίνει πριν από οποιαδήποτε επέμβαση και η αποκατάστασή της όφειλε να είναι η βάση ενός σχεδίου το οποίο θα παρέχει και ασφάλεια τόσο στην πόλη όσο και στις εγκαταστάσεις και τους ανθρώπους. Μέσα σε αυτή δεν θα έπρεπε να υπάρχει τίποτε όχι μόνο γιατί το προβλέπει η νομοθεσία, αλλά και γιατί το επιβάλλει η στοιχειώδης πρόνοια. Συμβόλαιο με τη φύση δεν έχει κάνει κανένας και ένα πλημμυρικό φαινόμενο μπορεί να καταστρέψει το σύνολο του μηχανολογικού εξοπλισμού του δήμου που βρίσκεται μέσα στην κοίτη του. Και είναι πέρα από κάθε λογική οι νέες κατασκευές μέσα σε αυτή που δεν παίρνουν υπόψη τους όχι μόνο το περιβάλλον, αλλά ούτε και τους κινδύνους να πάνε... τα λεφτά στη θάλασσα. Το βουνό είναι φίλος και προίκα της φύσης στην πόλη. Μπορεί να γίνει εχθρός αν παραβιάσουμε τους κανόνες με την “ελπίδα” ότι δεν θα αγριέψει ποτέ και την προσδοκία των ψήφων στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Η αντιμετώπιση δεν μπορεί να γίνει με «φαραωνικές» κατασκευές που ωφελούν μόνο τις εταιρείες που περιμένουν «ζεστό χρήμα». Κατασκευές που σε μια κρίσιμη υδρολογικά εποχή σπρώχνουν όλο και περισσότερο το νερό στη θάλασσα. Αλλά με άλλες που συγκρατούν κατά το δυνατόν τα νερά, πλουτίζουν τον υδροφόρο ορίζοντα και δημιουργούν τις «στάσεις δροσιάς» που έχουν ανάγκη η πόλη, οι κάτοικοι και οι επισκέπτες.

Επιστροφή στην ιστορία: Οι παλιοί καλαματιανοί είχαν τόπο αναψυχής την περιοχή στους καταρράκτες του Νέδοντα, τόπο εκδρομής την περιοχή της Βελανιδιάς, έβλεπαν και θάλασσα αλλά και βουνό. Οι περιοχές αυτές έχουν εξαφανιστεί πλέον από το χάρτη ενδιαφέροντος των αρχόντων, οι οποίοι θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι ο κόσμος αλλάζει, η πόλη έχει τεράστια προίκα, η περιοχή ανάμεσα στην πόλη και τα χωριά της Αλαγονίας που διασχίζει το φαράγγι μπορεί να δώσει «πλούτο» στην πόλη και ζωή στα χωριά, φυσικά πολύ πιο διαφορετική από τις παλιές εποχές της «νοσταλγίας» που έχουν φύγει ανεπιστρεπτί.