«Ο άνθρωπος επιθυμεί έναν κόσμο στον οποίο το καλό και το κακό να είναι σαφώς διακριτά, επειδή διακατέχεται από μια έμφυτη και ακατανίκητη επιθυμία να κρίνει πριν καταλάβει».
Μίλαν Κούντερα
Η ναυαρχίδα της ελληνικής Δεξιάς εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ φιλοξένησε στις 10 Νοεμβρίου 2024 ένα άρθρο του υπουργού Μάκη Βορίδη, ο οποίος προσπαθεί να αναλύσει τις κύριες αιτίες που συνετέλεσαν στην συντριπτική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ και του κινήματος MAGA έναντι των Δημοκρατικών. Το κύριο και πρωταρχικό συμπέρασμά του είναι: «Για το «πως συνέβη αυτό», είναι να απορεί κανείς τι δεν έχουν καταλάβει. Προφανώς η οικονομία γενικά και δη η οικονομική κατάσταση των πολιτών και πως την αντιλαμβάνεται ο καθένας έπαιξε καθοριστικό ρόλο…». Όμως ο Άγγλος πολιτικός φιλόσοφος και καθηγητής Τζών Γκρέι (εκεί που έκανε το μεταπτυχιακό του ο Μάκης Βορίδης) διαφωνεί και σημειώνει σχετικά: «Πολλοί από εκείνους που πιστεύουν ότι ο φιλελευθερισμός βρίσκεται σε κρίση θεωρούν ότι οι αιτίες για τις οποίες συμβαίνει αυτό είναι κυρίως οικονομικές. (…) Αν η Δύση δεν μπορεί να ακολουθήσει τα τεχνολογικά και οικονομικά άλματα της Κίνας ή να διανείμει δικαιότερα τους καρπούς της οικονομικής της ανάπτυξης, τότε πως μπορεί ακόμα να διεκδικεί την ανωτερότητά της; Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, οι λαϊκίστικες εξεγέρσεις που συνταράσσουν τις δυτικές χώρες αποτελούν αντίδραση όλων εκείνων που έμειναν έξω από την αναδιανομή των κερδών μιας παγκόσμιας αγοράς που επεκτείνεται διαρκώς. (…) Ο Τραμπ προφανώς και εκμεταλλεύτηκε για την άνοδό του την απέχθεια του κόσμου για τον ολιγαρχικό καπιταλισμό της Ουάσιγκτον. Αλλά δεν ήταν μόνο η οικονομική περιθωριοποίηση που οδήγησε στην αντίδραση των ψηφοφόρων.
Ήταν, επίσης, και η απαξίωση των ταυτοτήτων και των αξιών τους από κόμματα και ηγέτες που, κατά τα άλλα, υποτίθεται ότι αγωνίζονταν υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης. Η απαξιωτική αναφορά της Χίλαρι Κλίντον σε «συνονθύλευμα αξιοθρήνητων» υπήρξε εμβληματική. Καμιά άλλη κοινωνική ομάδα δεν συκοφαντήθηκε τόσο τα τελευταία χρόνια όσο το προλεταριάτο που βρίσκεται παγιδευμένο στις εγκαταλελειμμένες κοινότητες της αμερικάνικης μεταβιομηχανικής «ζώνης της σκουριάς». Βλέποντας τα οικονομικά του αιτήματα να απορρίπτονται ως έκφραση ενός «λευκού ρεβανσισμού», τη ζωή και την ταυτότητά του να αντιμετωπίζονται με χλευασμό και την αντίληψή του για τον κόσμο να θεωρείται προϊόν αμορφωσιάς και ηλιθιότητας, ένα μεγάλο μέρος αυτού του καταφρονεμένου κόσμου είναι πιθανό να ψήφισε τον Τραμπ, περισσότερο από οργή και λιγότερο επειδή συμφωνούσε μαζί του. Αν αυτό το κλίμα διατηρηθεί και διεισδύσει σε μερίδες της μεσαίας τάξης που δεν έχουν ακόμη πληγεί τόσο πολύ από αυτή τη διαδικασία, ο Τραμπ θα κερδίσει για δεύτερη φορά. Και δεν θα είναι η οικονομία αλλά η ανάγκη για σεβασμό που θα έχει καθορίσει το αποτέλεσμα».
Αυτά έγραφε ο Τζων Γκρέι το 2018 μετά από την πρώτη νίκη του Τραμπ και αυτό συνέβη στις αμερικάνικες εκλογές πριν λίγο καιρό.
Οι επιπτώσεις της ανεξέλεγκτης και παράνομης μετανάστευσης.
Αυτή η απαξίωση των απλών ανθρώπων με τα χαμηλά εισοδήματα που γίνεται στην Δύση από την άρχουσα τάξη και τα μέσα ενημέρωσης ή τον ακαδημαϊκό κόσμο οδηγούν τον απλό λαό στην αμφισβήτηση του κυρίαρχου κοινωνικού μοντέλου και σε συνδυασμό με την έλλειψη αλληλεγγύης που υπάρχει οδηγεί σε μια κοινωνική διάλυση. Εδώ έρχεται η παράνομη μετανάστευση η οποία δημιουργεί μια κοινωνική έκρηξη με τις επιπτώσεις που δημιουργεί στις δυτικές κοινωνίες.
Αυτοί που έρχονται παράνομα, οι έποικοι, κουβαλούν μαζί τους το πρότυπο , συνήθως του Ισλάμ, το οποίο θέλουν να αναπαράγουν στην δυτική κοινωνία, ενώ ο κλασσικός μετανάστης αρκείται στο να αναζητά μια καλύτερη ζωή σε μια κοινωνία που πρέπει να προσαρμοστεί για μια καλύτερη ζωή.
Δύο είναι οι κύριοι λόγοι των επιπτώσεων που έχει η παράνομη μετανάστευση: αρχικά, είναι ότι φέρνει στο προσκήνιο τις μη διαπραγματεύσιμες συγκρούσεις που είναι οι φυλετικές και οι θρησκευτικές και αυτές είναι χάσματα ποιοτικού χαρακτήρα που πρέπει να διαφοροποιηθούν από άλλους οικονομικής φύσης λόγους.
Έτσι, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, είμαστε υποχρεωμένοι να διαπιστώσουμε ότι μεταξύ των ανθρώπων υπάρχουν διαφορές που δεν μπορούν να εξομαλύνουν ούτε η σύμβαση, ούτε το νόμισμα, ούτε ο διάλογος και ακόμα πιο λίγο η ισχύ του συντάγματος και ότι αυτές οι διαφορές μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την κοινωνική ειρήνη, ιδιαίτερα σε μια κοινωνία η οποία παραμένει τυφλή μπροστά σε αυτόν τον κίνδυνο.
Αυτός είναι και ο δεύτερος κύριος λόγος, δηλαδή η κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη οπτική, όχι μόνο της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αλλά και ολόκληρου του καθεστώτος σήμερα είναι η ιδεολογία της κοινωνίας των ατόμων, μέσα στην οποία ζούμε, που παραγνωρίζει τον κίνδυνο και την ανάγκη να τον αποτρέψει. Το μεταπολεμικό δόγμα μας επιβάλλει να βλέπουμε παντού μόνο άτομα και όχι διαφορετικά έθνη και κοινότητες. Μια τέτοια στρεβλή αντίληψη μας οδηγεί να βλέπουμε τους παράνομους μετανάστες ως όντα μοναχικά που έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους γηγενείς. Πράγμα που δεν τους εμποδίζει μόλις εγκατασταθούν να δημιουργήσουν τις συνήθως ισλαμικές κοινότητές τους και τον τρόπο διαβίωσης που είχαν στα έθνη τους από τα οποία ανήκαν προηγουμένως και τα οποία δεν ξέχασαν μετά την μετανάστευσή τους.
Οι συνθήκες ανάπτυξης του ακραίου δικαιωματισμού.
Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ένα κράμα διαφωτιστικού φιλελευθερισμού και μαρξισμού θα ηγεμονεύσει στον δυτικό κόσμο διαμορφώνοντας πλέον τις παιδαγωγικές κοινωνικές και πολιτικές πρακτικές. Η σημασία της βιολογικής, φυλετικής, αλλά και εθνικής υπόστασης των ανθρώπων, όσο και η διαφορά των φύλων, είναι είτε ασήμαντη, είτε ανύπαρκτη. Ο άνθρωπος κατασκευάζεται αποκλειστικά σαν «άγραφο χαρτί», από τους εκπαιδευτικούς , με την γενική έννοια, μηχανισμούς. Δηλαδή την οικογένεια, το σχολείο και τους κοινωνικούς θεσμούς, οι οποίοι τον οδηγούν σε μία ή την άλλη κατεύθυνση. Κατά τον ίδιο τρόπο που ρευστοποιούνται οι κοινωνικές τάξεις στον μεταβιομηχανικό καπιταλιστικό κόσμο ρευστοποιούνται και τα άτομα.
Με την ευρωπαϊκή εξέγερση των φοιτητών τον Μάη του ’68, ο καπιταλισμός κατάφερε να τους χρησιμοποιήσει για να επιτύχει στόχους αντίθετους και άσχετους με αυτούς που είχαν θέσει οι ίδιοι. Πράγματι, αυτές οι φιλοσοφικές θεωρίες που αναπτύχθηκαν στην Γαλλία το 1968 έγιναν αποδεκτές στις ΗΠΑ και στην συνέχεια αναδιαμορφώθηκαν και επέστρεψαν στην Ευρώπη. Επέστρεψαν λοιπόν, μεταμορφωμένες και αναδιαμορφωμένες για να αξιοποιηθούν στην εδραίωση μιας νεοφιλελεύθερης κουλτούρας, που το κύριο χαρακτηριστικό διατυπώθηκε με σαφήνεια από την Μάργκαρετ Θάτσερ το 1987: «There is no such thing as society» («Κοινωνία. Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο.») Στην ίδια λογική δεν υπάρχει ούτε η φυλή, ούτε η εθνικότητα, οι οποίες κατασκευάζονται και δεν έχουν επιστημονικό ή βιολογικό νόημα.
Έτσι εδραιώθηκε ένας νέος χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός της νεοφιλελεύθερης εποχής που διαθέτει όχι μόνο μια σημαντική οικονομική δύναμη, αλλά επίσης μια νέα παραβατική και απενοχοποιημένη κουλτούρα, η οποία είναι η βάση για την ανάπτυξη ενός ακραίου δικαιωματισμού.
Το νέο υπερφιλελεύθερο μεταμοντέρνο καθεστώς στην Δύση, αλλά και στην Πατρίδα μας με αιχμή του δόρατος την κυβέρνηση Μητσοτάκη που συμμετέχει και ο Μάκης Βορίδης, χαρακτηρίζεται από μια απορρυθμισμένη νεοφιλελεύθερη οικονομία της αγοράς, μια αποπροσανατολισμένη νεοαριστερά και συνένοχη στην ανάδυση μιας κουλτούρας που αποτελείται από αποπολιτικοποιημένα και επιθετικά ταυτοτικά γκέτο (wokes) που αποκλείουν κάθε δημόσιο διάλογο, αλλά χρησιμοποιούν τα κοινωνικά δίκτυα του ψηφιακού καπιταλισμού για να εξαπολύσουν τις διαδικτυακές αγέλες με σκοπό να λυντσάρουν τους διαφωνούντες.
Άρα το βασικό μήνυμα των αμερικάνικων εκλογών είναι ότι η «βαθιά Αμερική» της Παράδοσης και της Πατρίδας κατίσχυσε του «βαθέος κράτους» της νεοφιλελεύθερης Παγκοσμιοποίησης και του πολυπολιτισμού, που εκφράζει στην Πατρίδα μας όλο το Μεταπολιτευτικό καθεστώς στο οποίο ανήκει και ο Μάκης Βορίδης.