Κυριακή, 26 Ιανουαρίου 2025 12:55

Η αυλαία της σιωπής

Η αυλαία της σιωπής

Του Φίλιππου Ζάχαρη (zachfil64@gmail.com)

Στη σιωπή καταγράφεται ο βαθύς συναισθηματικός κύκλος που αναστατώνει φαντασιακά το άτομο και το οδηγεί σε άλλους αδιερεύνητους κόσμους, μη προσωποπαγείς και εκ προοιμίου μη προσιτούς.

Μπορεί αυτοί οι κόσμοι να μην έχουν τελειωμό, να μην έχουν δηλαδή αρχή και τέλος, εντούτοις κρατούν σε αδημονία τον παράξενο επισκέπτη που άδραξε την ευκαιρία και δραπέτευσε από την πολυτάραχη μοναξιά.

Δεν ξέρω ποιοι είναι οι κώδικες και τα μυστικά κλειδιά ετούτου του άγνωστου κόσμου, δεν ξέρω καν αν μπορεί κάποιος να ζήσει όλη του την ζωή με αυτό τον τρόπο. Αυτό που ξέρω είναι πως οι χαμένοι παράδεισοι και τα ξεχασμένα παραμύθια των θρησκειών που ζητούν την παραίτηση και την αυτό-θυσία σε τούτη τη ζωή, αυτοί οι ονειρικοί κόσμοι ανοίγονται μονάχα στην σιωπή, που είναι η παγκόσμια θρησκεία.

Μπορεί να φαίνεται παράξενο που πρέπει να πάψουν τα λόγια για να λάμψει η νηνεμία της ψυχής, μπορεί να φαντάζει ακατόρθωτο να παραμείνει κάποιος έστω και από περιέργεια σε λεκτική αργία, εντούτοις η εν λόγω παράσταση διαγράφεται συναρπαστική όταν ο εσωτερικός διάλογος αφανίζει τις εξωτερικές εντυπώσεις.

Μπορεί άραγε ο άνθρωπος να πατά με τα δύο του πόδια γερά στη ζωή και ταυτόχρονα να χρωματίζει τις στιγμές της περισυλλογής χωρίς να κινδυνεύει να περάσει στο βολικό κατά κόσμον περιθώριο που καταπνίγει το θαυμαστό και ποιοτικό απόθεμα της κάθε στιγμής, το οποίο ανασύρεται από τα εσώτερα βάθη προς την επιφάνεια, μήπως και η ζωή πάρει έτσι κάποια αξία και νόημα;

Η σιωπή τα γνωρίζει όλα αυτά, τα παρουσιάζει ευθύς αμέσως στον γοητευμένο ταξιδευτή, είναι κάτι σαν τη νύχτα που σιωπά ή που με τον τρόπο αυτό αναδεικνύει έναν νέο κόσμο που οι ποιητές αποπειράθηκαν να ερμηνεύσουν περιφερόμενοι ανάμεσα στα νυχτολούλουδα και τους κούκους για να σβήσουν το πάθος του ρομαντισμού και της νοσταλγίας τους για τα περασμένα που περνά ακριβώς μέσα από την νυχτερινή ζωή.

Το σιγάν που είθισται να «εστί κρείττον του λαλείν» διαφυλάττει έναν περίεργο όσο και ανεξερεύνητο κόσμο που για τον καθένα και την καθεμία ομοιάζει με μυστήριο. Κρύβει μέσα της μια απεριόριστη δεινότητα, έναν απαράμιλλο ανταγωνισμό ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το είναι, αποκρυπτογραφεί τις σημασίες των λέξεων όταν αυτές φτάνουν στο φραστικό δυνητικό τους τέλος απογυμνώνοντας τον άνθρωπο από τις υπερβολές στην συμπεριφοριστική διαδικασία.

Ο άνθρωπος μένει πάντα έκθετος και κάποιες φορές εξαρτημένος στη σιωπή, εγκαταλείπει την σωματική του κινητικότητα και δεινότητα ενεργοποιώντας το εσωτερικό νοητικό πεδίο. Ξεκινά δηλαδή η εκπαιδευτική ενασχόληση του μυαλού και της φαντασίας, μπροστά του ανοίγεται προφανώς ένας νέος κόσμος, πιο πλούσιος και στιβαρός αλλά προπάντων μη ενοχικός.

Ποιος μπορεί δηλαδή να απολογηθεί στη σιωπή και την υπόκωφη νύχτα, στους θορύβους του μυαλού που αποσυνδέεται από την δράση της καταπονητικής ημέρας; Πως μπορεί να γίνει αυτό εάν ο επισκέπτης για τον οποίο μιλώ δεν έχει την τάση να ησυχάζει παρά μόνο αναστατώνει την νυχτερινή ησυχία επειδή θέλει να λέει πως το βίωσε και αυτό μέσα από την κατοπτρική βίβλο της ημερήσιας κανονικότητας;

Οι άλλοι φαινομενικά άγνωστοι κόσμοι αποκαλύπτονται σε αυτούς που τους αναζητούν και όχι σε εκείνους που μένουν αμετακίνητοι στον πειρασμό ή την έξη του λεκτικού πλούτου.

Κάποιοι θα αναφερθούν στην επικινδυνότητα του πράγματος, ότι ψάχνει δηλαδή να βρεί κανείς όλο και πιο βαθιά το κρυμμένο νόημα ως Μίτο της Αριάδνης, ρισκάροντας την βολικότητα του εφήμερου που κάποτε ήταν καταδικαστέο αλλά τώρα αποδεκτό ως μη χείρον βέλτιστον.

Δεν είναι όμως έτσι η σιωπή. Δεν περνά σαν κομήτης από τα εφηβικά όνειρα της ξεγνοιασιάς για να θεωρηθεί και κλειδωθεί αργότερα λεκτικά ως αργοσχολία στην ωριμότητα. Το ίδιο και σε ότι αφορά την ψυχή για την οποία επειδή ακριβώς δεν υπάρχει χρόνος, αυτοκαταστρέφεται στην ασυμφωνία προτεραιοτήτων και υλικών σκοπών, λες και ο σιωπηλός - που λέγεται πως απαντά - δεν έχει την παραμικρή ιδέα της εγρήγορσης που συνάπτεται από τις δοσοληψίες και τις συναλλαγές.

Η σιωπή είναι η απεραντοσύνη του ψυχικού μεγαλείου. Όλοι οι μεγάλοι ρομαντικοί του παρελθόντος δεν μεγαλούργησαν επειδή μιλούσαν ακατάπαυστα αλλά επειδή δεν έμαθαν ποτέ να ζουν τα δευτερόλεπτα μέσα από λέξεις και φράσεις.

Μπροστά τους απλωνόταν ο σιωπηλός ορίζοντας, το Ελεατικό α-κίνητο και η Επικούρια ευτυχία, η θεϊκή Πλατωνική ουσία και το Ηρακλείτειο Γίγνεσθαι που τελείωνε με το Σοφιστικό άγνωστο και την Συμπαντική διερώτηση του Στωικού Τέλους, διοχετευόμενη και πάλι μέσα από το Χάος της κοσμικής Αρχής του Ησίοδου.

Η σιωπή περνά μέσα από το Είναι και το Αυτό, την Ταυτολογία, το Ειδέναι και το Επέκεινα. Γίνεται άπειρο η σιωπή, μια απεραντοσύνη που δεν μπορεί να διακριθεί δια γυμνού οφθαλμού όπως τα νυχτερινά αστέρια. Η σιωπή είναι η καταγωγή και η θνητότητα, η στέρηση και η προσφορά, ο ένας και οι πολλοί μετέχοντες του λόγου, ο θάνατος και η γέννηση, είναι σχεδόν τα πάντα. Παν το Εν λοιπόν σε όλες τις διαστάσεις και παράλληλες πραγματικότητες του χρονικού αδιόρατου. Μέχρι να ανοίξουν οι πύλες και ο παράξενος επισκέπτης κλείσει την αυλαία της πιο μεγαλοπρεπούς παράστασης που ακούει στο όνομα ζωή.