Το πρόταγμα της Δικαιοσύνης, που αναδείχθηκε με δραματική τρόπο και ένταση μέσα από τις μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις με αφορμή την τραγωδία των Τεμπών, δεν αποτελεί απλώς μια συγκυριακή έκφραση θλίψης ή αγανάκτησης. Αντιθέτως, αντανακλά μια βαθιά πολιτική και κοινωνική κρίση εμπιστοσύνης, η οποία έχει συσσωρευτεί , αποτυπώνοντας την απαίτηση ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας για έναν ριζικό επαναπροσδιορισμό των θεσμών, της πολιτείας και του κράτους δικαίου.
Η έννοια της δικαιοσύνης, ως θεμελιώδης πυλώνας κάθε φιλελεύθερης δημοκρατίας, πλήττεται όχι μόνο από τη θεσμική αδράνεια, αλλά κυρίως από την πολιτική συνενοχή, την αναξιοκρατία και την ιδιοτελή χρήση της κρατικής εξουσίας. Το διαχρονικό πελατειακό μοντέλο πολιτικής αντιπροσώπευσης, το οποίο εδράζεται στο δίπολο «κόμμα εξουσίας – ψηφοφόρος-πελάτης», παράγει ένα σύστημα ανωμαλίας και θεσμικής παθογένειας, που αναπαράγει την αδικία και εξασθενεί τη συλλογική πίστη στους θεσμούς. Ένα σύστημα που δεν κυβερνά, αλλά διαχειρίζεται συμφέροντα. Που δεν προστατεύει, αλλά εξυπηρετεί. Που δεν οραματίζεται, αλλά αναπαράγει τον εαυτό του.
Ένα πολιτικό σύστημα που σήπεται, που απαξιώνεται, που κονιορτοποιείται , που αποδομείται, που καταρρέει από το βάρος της κομματικής αυθαιρεσίας, της αναξιοκρατίας, της προκλητικής αλαζονείας των ελίτ της εξουσίας και της κατάφωρης και ανυπόφορης αδικίας των αδυνάτων και των συφοριασμένων του κοινωνικού περιθωρίου.
Το αίτημα για Δικαιοσύνη, εκφράζει την ανάγκη για συστημική κάθαρση: την αποκατάσταση της λογοδοσίας, τη θεσμική διαφάνεια, την ενίσχυση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και την εγκαθίδρυση πραγματικής αξιοκρατίας σε όλο το φάσμα του κρατικού μηχανισμού. Στην αντίθετη περίπτωση η Δικαιοσύνη είναι άδικη, ελλειμματική, πάσχουσα, ανυπόληπτη...
Ο εναγκαλισμός της πολιτικής εξουσίας με την Δικαιοσύνη, καθιστά «ανάπηρη» και εθελοτυφλούσα τη Δικαιοσύνη και αυτό, δεν είναι απλώς θεσμικό ελάττωμα, είναι πολιτική απειλή για τη δημοκρατική λειτουργία και το κράτος δικαίου. Η απαξίωση των θεσμών, μεταξύ αυτών και της Δικαιοσύνης, οδηγεί σε ένα επικίνδυνο έλλειμμα δημοκρατικής νομιμοποίησης και σε ένα πολιτικό σύστημα που δεν εμπνέει ασφάλεια και την ισότητα απέναντι στον Νόμο. Και ποιος πληρώνει αυτό το κόστος; Οι πολλοί, ή μη έχοντες. Οι αόρατοι. Οι άνθρωποι της καθημερινής προσπάθειας.
Όταν η Δικαιοσύνη γίνεται εργαλείο των ισχυρών και όχι ασπίδα των αδύναμων, τότε δεν έχουμε κρίση. Έχουμε εκτροπή. Η αμεροληψία, η διαφάνεια, η αξιοκρατία, όλα υπονομεύονται όταν οι θεσμοί λειτουργούν με όρους σκοπιμότητας και όχι καθήκοντος. Όταν οι δικαστές ξεχνούν ότι δεν είναι υπάλληλοι, αλλά θεματοφύλακες του Συντάγματος. Η Δικαιοσύνη δεν είναι ουτοπία. Είναι προϋπόθεση ελευθερίας. Και η ελευθερία —όπως έλεγε ο Καστοριάδης— δεν χαρίζεται. Κατακτιέται.
Η λαϊκή απαίτηση για ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, ΚΑΘΑΡΣΗ, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ , ΛΟΓΟΔΟΣΙΑ και ΑΞΙΟΚΡΑΤΙΑ δεν είναι ρητορικό σύνθημα. Είναι αίτημα ύπαρξης ενός νέου συλλογικού υποκειμένου που θα μπορέσει να επαναθεμελιώσει την πολιτική κοινότητα. Η μετάβαση από το λαϊκό αίτημα σε θεσμική πράξη απαιτεί τη συγκρότηση ενός νέου πολιτικού φορέα αρχών, αδέσμευτου από τα συμφέροντα του παλιού συστήματος και ικανού να λειτουργήσει ως φορέας μιας νέας κοινωνικής και πολιτικής αφήγησης. Ένα οραματικό ελπιδοφόρο πολιτικό αφήγημα, που δεν θα εδράζεται στον διχασμό και στον λαϊκισμό, αλλά στην τεκμηριωμένη πολιτική πρόταση, στη θεσμική σοβαρότητα στη συμμετοχική δημοκρατία, στη λογοδοσία, στη διαφάνεια και τον πατριωτισμό.
Και τίθεται πλέον ένα ιστορικό ερώτημα: Ποιος θα σπάσει τα δεσμά της συναλλαγής, του λαϊκισμού, της χειραγώγησης; Ποιος θα χτίσει έναν νέο πολιτικό φορέα, όχι στηριγμένο σε πρόσωπα, αλλά σε αξίες; Όχι σε εξουσία, αλλά σε ευθύνη; Όχι αναπαλαίωση του διεφθαρμένου και σεσηπότος πολιτικού συστήματος, αλλά ανανέωση και αναγέννηση, αναστοχασμό και αναδημιουργία. Αυτός ο φορέας δεν μπορεί να προκύψει ούτε από τα κόμματα της φθοράς, ούτε από το ιδεολογικό περιθώριο του χθες. Πρέπει να γεννηθεί μέσα από την κοινωνία. Ένα κόμμα αρχών, αλλά χωρίς εξουσιαστικές εμμονές. Με πρόγραμμα, αλλά και με ήθος. Με όραμα, αλλά και με ρεαλισμό. Με σεβασμό στη Ζωή και την Ελευθερία και την Αξιοπρέπεια των Ελλήνων πολιτών.
Η Δικαιοσύνη, η Δημοκρατία, η Ισχύς και η Πατρίδα δεν είναι χωριστές έννοιες. Είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Αν διαρραγεί το ένα, καταρρέουν όλα. Αν σταθεί το ένα, ενδυναμώνονται τα υπόλοιπα.
Η επιβίωση του Ελληνισμού
Σε όλα τα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί ως βασική παράμετρος η επιβίωση του Ελληνισμού. Η Ελλάδα είναι αντιμέτωπη με την ιστορία της. Η απαίτηση για σεβασμό στην ανεξαρτησία και εθνική κυριαρχία της χώρας μας, είναι αδιαπραγμάτευτο, ως παλλαϊκό , αίτημα.
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια υπαρκτή υπαρξιακή απειλή, που είναι η επεκτατική Τουρκία.
Η Τουρκία συνιστά σαφές παράδειγμα αναθεωρητικής δύναμης στο διεθνές σύστημα. Μέσω της χρήσης ή της απειλής χρήσης στρατιωτικής ισχύος, επιδιώκει την ανατροπή του υφιστάμενου status quo, προκειμένου να προωθήσει στρατηγικά και ενεργειακά συμφέροντα στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο, τον Καύκασο και τη Μέση Ανατολή.
Η πολιτική κατευνασμού που έχει υιοθετήσει η Ελλάδα σε αρκετές περιπτώσεις, ιδίως με την επιδίωξη διμερών διαλόγων χωρίς προϋποθέσεις, δεν έχει αποδώσει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Αντιθέτως, φαίνεται πως ενισχύει την τουρκική προκλητικότητα και επιτρέπει την προβολή μαξιμαλιστικών τουρκικών διεκδικήσεων που πλήττουν ευθέως την ελληνική κυριαρχία σε νησιά, ΑΟΖ και εναέριο χώρο.
Είναι αναγκαίο να επισημανθεί ότι, σε περίπτωση στρατιωτικής σύρραξης με την Τουρκία, η εμπλοκή τρίτων δυνάμεων, όπως οι ΗΠΑ, η Γαλλία ή το Ισραήλ, δεν είναι εγγυημένη, παρά τις υφιστάμενες στρατηγικές συνεργασίες. Το διεθνές σύστημα λειτουργεί βάσει εθνικού συμφέροντος και όχι δεσμευτικής αλληλεγγύης . Η Ελλάδα, συνεπώς, οφείλει να διατηρεί και να ενισχύει την αποτρεπτική της ισχύ, τόσο σε στρατιωτικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο διπλωματικών συμμαχιών, ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθεί αυτόνομα σε ενδεχόμενη κρίση.
Καθοριστικές αποφάσεις για την εθνική άμυνα και ασφάλεια έλαβε το ΚΥΣΕΑ υπό τον Πρωθυπουργό. Στο επίκεντρο, η δημοσίευση του πρώτου Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού, που οριοθετεί με σαφήνεια το εύρος της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, επιβεβαιώνοντας το πλήρες επήρεια ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας.
Το μήνυμα προς την Τουρκία είναι διπλό: υπάρχει βούληση για διάλογο, αλλά χωρίς εκπτώσεις στα κυριαρχικά δικαιώματα. Η στρατηγική της κυβέρνησης μεταβαίνει από τη ρητορική στην πράξη, με έμφαση στην ισχυρή παρουσία της, στρατιωτική , θεσμική και ενεργειακή, στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Παραμένει κρίσιμο το ζήτημα της ενεργειακής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου, όπου η κινητικότητα του Πολεμικού Ναυτικού της Τουρκίας, επιχειρεί παρεμπόδιση. Εννοείται ότι, η πραγματική δοκιμασία είναι η εφαρμογή, όχι οι ανακοινώσεις.
Η Ελλάδα χρειάζεται συνέπεια και βάθος στρατηγικής. Όχι σπασμωδικές αντιδράσεις, αλλά διαρκή ετοιμότητα και πολυεπίπεδη διπλωματία. Τα εθνικά θέματα δεν είναι επικοινωνιακά εργαλεία, απαιτούν σχέδιο, ευρύ συντονισμό και πολιτικό ρεαλισμό. Με ισχυρή άμυνα, εθνική αυτοπεποίθηση, κοινωνική συνοχή, σοβαρότητα, πατριωτική ευθύνη και ψυχραιμία απέναντι σε κάθε πρόκληση και απειλή.
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ