Δευτέρα, 23 Ιουνίου 2025 20:45

Είχαμε… αστικό πριν 140 χρόνια;

Γράφτηκε από τον

Είχαμε… αστικό πριν 140 χρόνια;

Με τον Ηλία Μπιτσάνη

Είχαμε αστική συγκοινωνία πριν από 140 χρόνια; Βεβαίως και είχαμε παρά το γεγονός ότι η πόλη ήταν περιορισμένη στο λόφο γύρω από το Κάστρο και τη λοφοσειρά που συνέχιζε νότια μέχρι τους Ταξιάρχες (στρατώνων). Και υπήρχε τέτοια ανάγκη γιατί ο μόνος δρόμος για να φτάσει κανένας στην πόλη ή να ταξιδέψει από αυτή για άλλους τόπους, ήταν ο θαλάσσιος. Θα αναρωτηθείτε πως θα μπορούσε να γίνει αυτό χωρίς να υπάρχει λιμάνι. Λύσεις πάντα υπήρχαν και εν προκειμένω στηνόταν μια πρόχειρη ξύλινη προβλήτα μέχρι να την… πάρουν τα κύματα.

Ο πρώτος που κατανόησε την αναγκαιότητα της προβλήτας ήταν ένας μεταξοβιομήχανος. Ο Γάλλος Φουρνέρ που κατά τον θρύλο είχε φτάσει μαζί με το εκστρατευτικό σώμα του Μαιζώνα, έμεινε και έστησε μια μεταξοβιομηχανία στο σημείο ακριβώς που βρίσκεται η «Ηλέκτρα». Ιχνη του κτιρίου βρέθηκαν κατά τη διάρκεια εκπόνησης μελέτης ανακατασκευής από τον αρχιτέκτονα Γ. Κυριακόπουλο πριν λίγα χρόνια. Εμπόριο γινόταν τότε μόνο από το θαλάσσιο δρόμο και έτσι γεννήθηκε η ιδέα της προβλήτας η οποία όμως το 1865 είχε καταστραφεί και οι ντόπιοι παράγοντες αδιαφορούσαν. Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Μεσσήνη» (11/9/1865): «Τη επιμελεία και επιστασία αγαθού ξένου του κυρίου Φουρνέρ κατεσκευάσθη άλλοτε αποβάθρα, ήτις μεγάλως διευκόλυνε και το εμπόριον και τους πολίτας, ο χρόνος την κατέστρεψεν, αλλ’ ουδεμία εγένετο σκέψις περί κατασκευής νέας και διαθέσεως των φόρων δι όν επεβλήθησαν και εισί προωρισμένοι σκοπόν […] Ουδέν δύναται να δικαιολογήση την τοιαύτην αδιαφορίαν και την χρήσιν των φόρων εις αλλοτρίους σκοπούς». Ένα χρόνο αργότερα το θέμα της προβλήτας-προκυμαίας ήταν αντικείμενο του προγράμματος που παρουσίασε ο υποψήφιος δήμαρχος Λυμπέρης Μπενάκης («Μεσσήνη» 5/3/1866) που ανέφερε μεταξύ άλλων: «Ο Δήμος ημών έχει την ανάγκην πραγματώσεως πολλών αγαθών και κοινωφελών έργων ήτοι της εν τη παραλία Καλαμών ανεγέρσεως προκυμαίας δια την έλλειψιν της οποίας δεινώς πάσχει το εμπόριον».

Εκτός από την προβλήτα όμως χρειαζόταν και… δρόμος για να φτάνει κανένας από την ερημία (αυτό ήταν τότε η Παραλία) και αφού περιόρισαν το Νέδοντα με ένα τοίχο στη δυτική του πλευρά, άρχισαν να τον φτιάχνουν όπως διαβάζουμε μετά από λίγα χρόνια («Πελοπόννησος» 18/5/1871): «Ηρξατο η κατασκευή της από της πόλεώς μας μέχρι της παραλίας αναγκαιοτάτης και ωφελιμοτάτης δημοσίας οδού, δια τοίχου στερεού και ευρέως μέτρων γαλλικών 5.500 εν τη δυτική πλευρά καθ’ όλον το μήκος της».

Οπότε κάτι η προβλήτα που φτιαχνόταν και γκρεμιζόταν κάθε τόσο, κάτι ο δρόμος που είχε διαμορφωθεί, άρχισε ο… τουρισμός και άνθισε η… αστική συγκοινωνία. Από τους πρώτους επισκέπτες της πόλης ο Γεώργιος Δροσίνης, ο οποίος περιέγραψε την… αστική συγκοινωνία και την πόλη με εξόχως γλαφυρό τρόπο καθώς είχε κάτι ώρες που το πλοίο έκανε στάση για να συνεχίσει. Εγραψε τις εντυπώσεις του το 1884 στη «Νέα Εστία» (γιαυτό και ο… τίτλος του κειμένου). Πρώτη εντύπωση η… αποβίβαση με τη βοήθεια των λεμβούχων που ενεργούν ως «σχινοβάται και πειραταί»: «Πολύ πριν αγκυροβολήσομεν εν τω όρμω των Καλαμών, το ατμόπλοιον είχεν ήδη αλωθεί εξ εφόδου υπό των λεμβούχων, οίτινες ως σχινοβάται και πειραταί συγχρόνως κατορθώνουσι με κίνδυνον καταποντισμού να προσδέσωσι εις τα πλευρά αυτούς τας λέμβους, και δια των κάβων αναρριχώμενοι και υψούμενοι ο μεν επί της ράχεως του δε, εισπηδώσιν εντός του σκάφους μετ’ απαραμμίλου τέχνης και γοργότητος. Περιερχόμενοι δε τότε από της πρώρας μέχρι της πρύμνης, κάθιδροι εκ του αγώνος και ερυθροί την μορφήν, προσκαλούσι τους βουλόμενους να εξέλθωσι και εις το πρώτον κατανευτικόν νεύμα αυτών, αναρπάζουσι τας αποσκευάς των εν ριπή οφθαλμού και ρίπτουσι αυτάς αναμίξ εν τη προσδεδεμένη λέμβω ουδόλως προσέχοντες εις τας παρατηρήσεις των ιδιοκτητών, ότι πιθανόν να συντριβώσιν ούτω κρημνιζόμενα τα κιβώτιά των ή να πέσουν εις την θάλασσαν […] Ανέμενα έως να παρέλθη η μεγάλη σύγχυσις της αποβιβάσεως και τότε κατήλθον εν λέμβω ήτις με έφερε προς την κιγκλιδωτήν προκυμαίαν […]».

Μικρή περιγραφή του τόπου αποβίβασης που δεν είναι κατοικημένος αλλά διαθέτει υπηρεσίες υποστήριξης των επιβατών: «Αι Καλάμαι απέχουσι της θαλάσσης μόλις 4-5 στάδια. Παρά την ακτήν υπάρχουσιν ολίγα οικήματα κατά το πλείστον καφεπωλεία ή μαγειρεία, εξέχει δε κατά τον όγκο μεταξύ αυτών το δημόσιον ζυγιστήριον σύκων, άτινα ως γνωστόν είναι το κυριώτερον προϊόν της Μεσσηνίας, εξαγόμενα κατά μυριάδας όλας στατήρων». Και ακολουθεί ξεκαρδιστική περιγραφή της αστικής συγκοινωνίας που γινόταν με… άμαξες: «Η μεταξύ του επινείου και της κυρίως πόλεως συγκοινωνία εκτελείται δι’ αμαξών, ών αι πλείσται είναι πενιχραί και γεγηρακυίαι επί τοσούτον, ώστε ενώ κυλινδρούνται επί της οδού, οι εν αυταίς επιβάται ακούουσι τρίζοντα μέχρι συντριβής τα ξύλα και τα σίδερα, αναγκάζονται δε να συγκρατώνται στερεώς επί των αχυρένιων προσκεφάλων, ίνα μη εκσφενδωνισθώσιν εις τον αλευρώδη κονιορτόν της οδού και τηρώσι δ’ έτι συνεσφιγμένας τας σιαγόνας καιυπομονητικώς σιγαλά τα χείλη αν δεν θέλωσι να κατακόψωσι δια δηγμάτων την γλώσσα αυτών κατά τους αλλεπαλλήλους της αμάξης κλονισμούς. Η οδός αύτη ουδέν έχει το αξιοθέατον εκτός κοινών τινών κήπων και αγρών. Εκπλήττεται τις μόνον προς στιγμήν επί τη θέα σιδηροδρομικής γραμμής παραλλήλω τη οδώ εστρωμένης. Σιδηρόδρομος εν Καλάμαις; Τότε και πως έγινε αυτό χωρίς να έχη κανείς είδηση; Αλλ’ η ευάρεστος έκπληξις παύει ευθέως ως ερωτήση τινά, όστις θα τω απαντήση ότι η γραμμή εστρώθη ίνα διευκολύνη την μεταφοράν υλικού προς κατασκευήν της προκυμαίας».

Ο Δροσίνης περιφέρεται στην πόλη για λίγες ώρες και μεταφέρει τις εντυπώσεις του. Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα: «Αι Καλάμαι ανεπιφυλάκτως δύναται τις να είπη ότι είναι μια από τας καλλίστας πόλεις της Ελλάδος. Και η χλοερά και γραφική θέσις εν ή κείται, και ο ποταμός Νέδων, ο νυν Δαφνών, ρέων παρ΄αυτή, και αυτό το σχέδιο των οδών εις την χάραξιν των οποίων ειργάσθησαν πρώτοι οι Γάλλοι, και η αρχιτεκτονική έτι των οικιών κομψή και φιλόκαλος, πάντα ταύτα συντείνουν προς τον ωραιασμόν της Μεσσηνιακής πρωτευούσης. Η δια της αγοράς διάβασις είναι μοναδική ως προς την θέαν ήν παρέχουσι τα εγχώρια μεταξωτά υφάσματα ατελευτήτως ποικιλόχρωμα και πολυειδή, υπό την πνοήν του ανέμου κυματίζοντα ανά τας θύρας και τα παράθυρα των καταστημάτων ως τόσαι φανταστικαί σημαίαι ανυπάρκτων εθνικοτήτων. Μετά δυσαρεσκείας όμως ενιαχού βλέπει τις παραπλεύρως των ευθύμων της μετάξης χρωμάτων ολόκληρα υαλόφρακτα ερμάρια περέχοντας συλλογάς αγγεμάχων όπλων, από κάμας μέχρι σουγιά και από χατζαρίου μέχρι λάζου. Η βιομηχανία, η πρόοδος, η εργασία, η παραγωγή, η ζωή – και παρ΄αυτή η οπισθοδρόμιση, η επιβουλή, το έγκλημα: Ω είθε είθε να μην είναι μακράν ο χρόνος καθ’ όν και εκεί που αποστίλβουσι νυν λεπίδες μαχαιριών, θ’ αναρτηθώσι διαφανή μανδήλια και ζώναι σηρικαί». Είναι η εποχή κατά την οποία ανθεί στην Καλαμάτα η μεταξουργία. Με βάση τα στοιχεία εκείνης της εποχής («Αριστόδημος» 19/3/1879) υπήρχαν 5 μεταξουργεία και σε αυτά απασχολούνταν 563 άτομα, εκ των οποίων 453 «γυναίκες και κοράσια» και 85 «παίδες» (οι άντρες 25 όλοι και όλοι, οι οποίοι έπαιζαν ρόλο επιστάτη κυρίως). Και δεν υπολογίζεται ούτε η οικοτεχνία αλλά ούτε και η μεγάλη επιχείρηση του μοναστηριού. Ο γνωστός λογοτέχνης ανεβαίνει στο Κάστρο όπου βρίσκει μόνον ερείπια, σαν χωράφι χέρσο ήταν ο τόπος του. Ενώ δοκιμάζοντας να πιεί τη δροσερή λεμονάδα του πέφτει πάνω σε έναν καλοντυμένο τύπο με γυαλιά και εφημερίδα ο οποίος αγόρευε για τις δημοτικές εκλογές και σχημάτισε τη γνώμη ότι είναι κάποιος γιατρός ή δικηγόρος. Και… πέφτει από το σύννεφα όταν προθυμοποιείται να του ράψει ένα κουμπί και ο άγνωστος του αποκαλύπτει ότι είναι… φραγκοράφτης.

Κάπως έτσι πέρασε τις ώρες του ο Δροσίνης και το τέλος της περιγραφής είναι το αυτό κωμικοτραγικό και αφορά πάλι στην… αστική συγκοινωνία: «Εις εκ των ολίγων κινδύνων ούς διέτρεξα εν τη ζωή μου είναι αναμφιβόλως και η εν τη αμάξη κατά την προς παραλίαν κάθοδον. Ο αμαξηλάτης δεν ηρκέσθη σε τόσους επιβάτας όσους θα ηδύνατο να φέρωσι η άμαξα και οι ίπποι του και αυτός - εξ ίσου σκελετώδεις και οι τέσσαρες – ήθελαν ο ασυνείδητος οκτώ. Αγνοώ υπό την προστασίαν τίνος αγίου εφθάσαμεν μετά τρία όλα τέταρτα της ώρας σωθέντες εκ πιθανοτάτου ναυαγίου εν τη ξηρά ακέραιοι ευτυχώς και μόνον μωλωπισμένοι το σώμα εκ της προς αλλήλοις συνθλίψεως". Και χρειάστηκαν κάπου 25 χρόνια μέχρι να γίνει βατός ο δρόμος και να δρομολογηθεί σε αυτόν το πρώτο τραμ που ένωσε την Καλαμάτα με την Παραλία («Νέαι Καλάμαι» το επίσημο όνομα για δεκαετίες).

Μετά από 140 χρόνια μπορεί να μην έχουμε άμαξες και καρόδρομους, έχουμε όμως αμάξια και δρόμους με μπαλώματα, λακούβες και συνεχείς ανασκαφές. Και ζητούμενο την αστική συγκοινωνία, σε μια εποχή που το αυτοκίνητο πνίγει το ανθρωπογενές περιβάλλον και πρέπει να αναζητηθούν λύσεις καθώς η κατάσταση που διαμορφώνεται είναι αφόρητη…

[Στη φωτογραφία το λιμάνι υπό διαμόρφωση 10 χρόνια μετά την επίσκεψη Δροσίνη]