Τρίτη, 16 Φεβρουαρίου 2016 12:31

Ηταν αξία ανεκτίμητη | Γ. Μασσαβέτας

Γράφτηκε από τον

Συγχωρέστε με, αλλά είναι αδύνατο να μην γράψω σήμερα για τον αληθώς μεγάλο που έφυγε. Οχι μόνο επειδή ήταν παιδικός μου φίλος, αλλά γιατί ο Γιάννης Καλαϊτζής ήταν από τις σημαντικότερες μορφές, όχι μόνον της δημοσιογραφίας, αλλά και του πολιτισμού γενικότερα. Και αληθινός κοινωνικός αγωνιστής, σε αγώνες που έδινε πάντα με συνέπεια, χωρίς φανφάρες.

Βρεθήκαμε στο ίδιο σχολείο, στη δευτέρα δημοτικού. Οπου ο Γιάννης τσακωνόταν συνεχώς με τα άλλα προσφυγόπουλα της γειτονιάς του, επειδή με αποκαλούσαν «βλάχο», ένεκεν του ότι αντί σχολικής σάκας είχα μια «μαρούδα», δηλαδή ένα μικρό ταγάρι. Και έτσι στάθηκε δίπλα μου σε όλη του τη ζωή. Ηταν ο κορυφαίος υπερασπιστής μου, όταν δέχθηκα την άτιμη επίθεση του διδύμου Κουτσόγιωργα-Τόμπρα. 

Ηταν αυτός που έφτιαξε το εξώφυλλο και στην «Κατάθεση ψυχής» και στην «Κόκκινη δράκαινα». Αυτός που μαζί με τον Μίμη Ανδρουλάκη έκαναν την παρουσίαση στην πρώτη έκδοση των διηγημάτων μου «Γυναικείες ιστορίες». Οπου έκανε όλους να σπαρταράμε από τα γέλια με την αμίμητη περιγραφή του για τη ζωή μου: «Ο Μασσαβέτας έτρωγε το πρωί τραχανά από ευχαρίστηση, το μεσημέρι τραχανά από ανάγκη και το βράδυ πάλι τραχανά από… ιδεολογία».

Η ευκολία με την οποία ζωγράφιζε, δεν περιγράφεται. Δεν άφηνε χαρτί αζωγράφιστο. Και όχι μόνο χαρτί. «Λέρωνε» πιάτα, τραπεζομάντηλα, τραπέζια, κάθε επιφάνεια. Το ίδιο όμως ανελέητος ήταν και στο διάβασμα. Είναι απίστευτο το εύρος των γνώσεων που είχε αυτός ο άνθρωπος και ο όγκος των βιβλίων που είχε μελετήσει -όχι απλώς διαβάσει. Πλούτος που αναδείχθηκε με τα θαλερά χρονογραφήματά του στην «Εφημερίδα των Συντακτών», μια εφημερίδα που κτίστηκε από το δικό του πείσμα, ως μετεξέλιξη του εκπληκτικού περιοδικού που είχε στήσει, συνεγείροντάς μας, τόσους δημοσιογράφους και σκιτσογράφους, σε εθελοντική συμμετοχή, της «Γαλέρας».

Παρά το ότι είχε κτυπηθεί από τον καρκίνο, έστελνε σκίτσα στην εφημερίδα ως λίγες μέρες πριν φύγει για τα μαρμαρένια αλώνια. Ακόμη και την παραμονή του θανάτου του, είχε ζητήσει το πρωί «χαρτόνι να σκιτσάρω». Οταν του πήγα, το απόγευμα, είχε πια βυθιστεί σε λήθαργο. 

Είμαι σίγουρος ότι θα πάρει φωτιά ο κάτω κόσμος. Γιατί στο σπίτι του Γιάννη στην Κοκκινιά, ζήσαμε, όλοι της παρέας, τα ωραιότερα γλέντια της ζωής μας. 

Ανάθεμά σε θεριστή. Τέσσερις φίλους, μέσα σε ένα χρόνο. Αρχίζω να σπάω. 

Γ.Π. Μασσαβέτας

giorgis@massavetas.gr