Οι επεμβάσεις στους νομικούς Κώδικες, στο μεγαλύτερο μέρος τους, έχουν μια τιμωρητική προσέγγιση. Δηλαδή, προβλέπουν αυστηρότερες ποινές, με την ελπίδα ότι έτσι θα προληφθεί το έγκλημα.
Η προσέγγιση αυτή θεωρείται λανθασμένη, αφού έρευνες έχουν αποδείξει ότι αυτό που δρα αποτρεπτικά δεν είναι το ύψος της ποινής -δηλαδή όσο αυστηρότερη η ποινή τόσο λιγότερα τα εγκλήματα- αλλά η βεβαιότητα και η ταχύτητα της επιβολής της. Με διαφορετικά λόγια, αν κάποιος σκέφτεται να τελέσει ένα έγκλημα δεν πρόκειται να τον αποτρέψει το ότι απειλείται με 20 και όχι 15 χρόνια. Ο παραβάτης ελπίζει ότι δεν θα συλληφθεί κι επομένως η αναλογία αυτών που συλλαμβάνονται -που δεν είναι έργο του Ποινικού Κώδικα αλλά της Αστυνομίας- και η ταχύτητα στην επιβολή των ποινών αποτελούν τους δύο αποφασιστικούς παράγοντες αποτροπής του εγκλήματος.
Επίσης, στην Ελλάδα παρατηρείται ελλιπής επιτήρηση των καταδικασθέντων προσώπων που αποφυλακίζονται. Αυτός που αποφυλακίζεται με όρους πρέπει να επιτηρείται, αλλά το σύστημα επιτήρησης στη χώρα μας είναι άκρως ελαττωματικό και την κατάσταση αυτή δεν την διορθώνει το νομοθέτημα του υπουργείου Δικαιοσύνης.
Στο κομμάτι δε που αφορά την επιτάχυνση απονομής της δικαιοσύνης, η συνταγή που δοκιμάζεται για να φτάνουν γρήγορα οι υποθέσεις στο ακροατήριο, έχει αποτύχει στο παρελθόν, καθώς είναι θεμελιακά εσφαλμένη και μεταφέρει το… μποτιλιάρισμα από την προδικασία στο ακροατήριο. Περικόπτοντας την προδικασία και στέλνοντας τις υποθέσεις απευθείας στο ακροατήριο δεν περιορίζεται ο αριθμός των υποθέσεων προς εκδίκαση. Έτσι, αντί για την ενίσχυση της προδικασίας, όπως συμβαίνει σε όλες τις άλλες χώρες, το νομοσχέδιο κάνει το ακριβώς αντίθετο καταργώντας το δικαστικό συμβούλιο που παρεμβαίνει μεταξύ ανάκρισης και ακροατηρίου και ξεκαθαρίζει ποιοι κατηγορούμενοι θα παραπεμφθούν. Η απευθείας παραπομπή στο ακροατήριο με το κλητήριο θέσπισμα του εισαγγελέα θα οδηγεί στο εδώλιο 25 ανθρώπους σε μία υπόθεση και τελικά θα καταδικάζονται δύο ή ένας ή… κανένας.