Που προσδιορίζονται από τα σοβαρά προβλήματα που δημιουργεί η κλιματική αλλαγή και που ενδεχομένως η έκτασή τους δεν έχει ακόμη συνειδητοποιηθεί, αλλά και από την υποχώρηση των τιμών ως αποτέλεσμα των αλλαγών στην παγκόσμια παραγωγή. Και ειδικότερα την ισπανική που πέφτει και η ίδια θύμα της υπερεπέκτασης της καλλιέργειας. Και επειδή η υπόθεση των τιμών είναι μια “επικίνδυνη” ιστορία από πολλές πλευρές την εποχή της παραγωγής, θα προτιμήσω ένα μικρό ταξίδι στην ιστορία. Και αυτό με τη βοήθεια του φυτολογικού λεξικού του Π. Γ. Γεννάδιου το οποίο έχει εκδοθεί το 1914 και περιλαμβάνει ένα πλήθος πληροφοριών για όλα τα φυτά.
Η χρησιμότητά του σήμερα είναι και συμβολική γιατί μετά από μια μεγάλη περίοδο επανάπαυσης γίνεται αντιληπτό ότι η καλλιέργεια της ελιάς απαιτεί πλέον διαρκή παρακολούθηση και παρουσία στο χωράφι αλλά και επιστημονική υποστήριξη στην αντιμετώπιση των εχθρών της καλλιέργειας. Και αυτό γιατί διαπιστώνω ότι παρά τα διαρκή “σήματα” που στέλνει η ίδια η παραγωγή και επισημαίνουν οι ειδικοί, δεν έχει συνειδητοποιηθεί η νέα πραγματικότητα. Πολύ περισσότερο σε μια εποχή κατά την οποία γίνεται όλο και περισσότερο φανερό ότι η ποιότητα του προϊόντος δεν είναι δεδομένη αλλά αποτέλεσμα συστηματικής καλλιέργειας. Και έχουν πολλά να μάθουν ακόμη εκείνοι που νομίζουν πως έχουμε “το καλύτερο λάδι” και πορεύονται με αυτό το μύθο. Χωρίς να συνειδητοποιούν τη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται ραγδαία τα τελευταία χρόνια τόσο στην καλλιέργεια όσο και την αγορά του προϊόντος.
Πανάρχαιος εχθρός της ελιάς ο δάκος «έντομο δίπτερο, έχει περίπου τη μορφή της κοινής μύγας, αλλά είναι σε μέγεθος μισό από αυτή [...] Το σκουλήκι του τρώει τη σάρκα της ελιάς. Οι ελιές που προσβάλλονται από αυτό είναι εκείνες που συναντιούνται σκουληκοφαγωμένες. Οι μεγάλες ζημιές που προκαλούνται από το έντομο αυτό στην ελαιοπαραγωγή, τράβηξαν την προσοχή του ελαιοκόμου από τα αρχαία χρόνια. Ο Θεόφραστος λέει ότι τα σκουλήκια αυτά “κωλύονται υπό τω δέρματι (του καρπού), είναι ύδατος επ’ αρκτούρω (περί τας αρχάς Σεπτεμβρίου) γενομένου. Καταψυχόμενοι γαρ φεύγουσι”. Πράγματι έχει παρατηρηθεί πως όταν βρέχει τον Σεπτέμβριο, και ιδίως στις αρχές του μήνα αυτού, ο καρπός ακόμη των περισσότερων επιρρεπών στις προσβολές του δάκου ελαιώνων έχει προσβληθεί λιγότερο από το συνηθισμένο. Το έντομο αυτό είναι κοινό για όλες τις ελαιοπαραγωγικές χώρες, σε μερικά μέρη δε αποβαίνει πραγματική μάστιγα αφού καταστρέφει τη μισή, τα τρία τέταρτα ή και ολόκληρη σχεδόν την ελαιοπαραγωγή. Οι ελιές που προσβάλλονται από αυτό αποδίδουν όχι μόνο λιγότερο, αλλά κατώτερης ποιότητας λάδι».
Δύσκολη η αντιμετώπιση που απαιτούσε προσπάθεια καταπολέμησης υποχρεωτικά σε όλα τα κτήματα με μεθόδους που συνδυάζουν ζάχαρη και δηλητήριο: «Πάρα πολλά είναι τα μέσα που προτάθηκαν και δοκιμάσθηκαν για την καταπολέμηση του δάκου. Ολα όμως αποδείχθηκαν άχρηστα ή γιατί είναι τέτοια ή γιατί για να γίνουν αποτελεσματικά θα πρέπει η εφαρμογή τους να είναι υποχρεωτική για όλα τα συνεχόμενα κτήματα της περιφέρειας η οποία έχει προσβληθεί. Ο δάκος στους ψυχρότερους ελαιοφόρους τόπους έχει συνήθως δύο γενιές το χρόνο, τρεις και μερικές φορές τέσσερεις στους θερμότερους. Στην τέλεια μορφή του (δηλαδή στην κατάσταση μύγας) τρέφεται με σακχαρώδεις και κομμώδεις ρευστές ή ημίρρευστες ουσίες, τις οποίες βρίσκει στα άνθη και τα άλλα μέρη της ελιάς. Η κλίση αυτή του εντόμου στις γλυκές ουσίες έδωσε την ιδέα στον Γάλλο Μποναφώ το 1859, να τοποθετεί δοχεία που περιέχουν διάλυση μελιού και μικράς δόσεις κοβαλτίου. Αργότερα επανέλαβε το πείραμα άλλος Γάλλος, ο Ντεκώ, που αντικατέστησε το κοβάλτιο με αρσενικό».
Ο Γεννάδιος εξηγεί τη διαδικασία ψεκασμού ανά δεκαπενθήμερο από τις αρχές Μαΐου μέχρι τέλος Ιουλίου και τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο, συνιστώντας ως φθηνή γλυκιά ύλη το... πετιμέζι για την παρασκευή του αρσενικούχου διαλύματος και προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην ωφέλεια και τη ζημιά: «Η ωφέλεια που προκύπτει είναι μεγάλη γιατί σώζεται η σοδειά. Η εφαρμογή του μέσου αυτού έχει το μειονέκτημα ότι από τη μια πλευρά κάνει επικίνδυνη τη βόσκηση των ζώων κάτω από τα δέντρα και από την άλλη γίνεται πολύ επιζήμια για τη μελισσοκομία γιατί οι μέλισσες και μακρυά ακόμη από τον ελαιώνα που ραντίζεται αν βρίσκονται, ανακαλύπτουν πολύ γρήγορα το μελιτώδες υγρό που παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα στις ελιές. Η ζημιά όμως που προκύπτει έτσι είναι ασήμαντη σε σύγκριση με την ωφέλεια που προκύπτει από την απαλλαγή της ελιάς από τη μάστιγα που αποδεκατίζει τον καρπό της».
Τότε όμως είχε αρχίσει να εφαρμόζεται μια άλλη μέθοδος... βιολογικής καταπολέμησης του Γάλλου Μπερλέζε με δοχείο που κρεμαζόταν από τα κλαδιά του δέντρου (στο κέντρο του κτήματος κάθε 5 στρέμματα) γεμάτο με 4 οκάδες από το γλυκό αρσενικούχο διάλυμα στο οποίο εμβαπτιζόταν κομμάτι υφάσματος για να φθάσουν οι δάκοι πιο εύκολα στο υγρό. Υπάρχουν πολλές και ενδιαφέρουσες πληροφορίες στο σύγγραμμα του Γεννάδιου που θυμίζουν σημερινά προβλήματα και πρακτικές αντιμετώπισης των εχθρών της ελιάς.
Ο δεύτερος εχθρός που αναφέρει ο Γεννάδιος είναι ο πυρηνοτρίτης έντομο μικρολεπιδόπτερο του οποίου η κάμπια είναι γνωστή από την αρχαιότητα. Σε αυτή αναφέρονται οι κάμπιες που μνημονεύονται από το Θεόφραστος και τρώνε “αι μεν τα φύλλα αι δε τα άνθη”, καθώς και τα σκουλήκια που τρώνε το εσωτερικό του πυρήνα. Ο συγγραφέας αφού περιγράφει όλη τη διαδικασία ανάπτυξης του εχθρού και προσβολής από αυτόν της ελιάς, θεωρεί ότι το αποτελεσματικότερο και ευρύτερα χρησιμοποιούμενο μέσο για την καταπολέμηση του εντόμου είναι η άμεση συλλογή και κατεργασία των ελιών που πέφτουν στο έδαφος μόνες τους ή με ελαφρά δόνηση των κλαδιών του δέντρου. Μέσο που συντελεί στην καταπολέμηση θεωρεί τη χρήση των φωτεινοπαγίδων. Τους μήνες Απρίλιο, Ιούνιο και Σεπτέμβριο και μια ώρα περίπου μετά τη δύση του ηλίου τοποθετούνται σε διάφορα σημεία του κτήματος ξύλινα κιβώτια ή τσίγκινα δοχεία (κενοί τενεκέδες πετρελαίου) που είναι χρησμένα στο εσωτερικό τους με κολλώδη ουσία (ρητίνη ή υγρόπισσα) και τα οποία έχουν αναμμένο φανάρι. Το φως τραβάει τις πεταλούδες, πολλές από τις οποίες καταστρέφονται είτε επειδή καίγονται, είτε επειδή κολλούν στα τοιχώματα των δοχείων. Ο Γεννάδιος σημειώνει ακόμη ότι αποδείχθηκαν άκαρποι οι ψεκασμοί με εντομοκτόνα που προτάθηκαν, γιατί δεν είναι ταυτόχρονη η εναπόθεση στον καρπό όλων των αυγών των πεταλούδων.
Σοβαρός εχθρός της ελιάς και η ψωρίαση από τα κοκκοειδή που ο Γεννάδιος αναφέρει πως έχει συναντήσει πέντε είδη σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και της Ανατολής, μεταξύ των οποίων και το λεκάνιο που το θεωρεί ως το περισσότερο συνηθισμένο τόσο στη χώρα μας όσο και αλλού. Και προσθέτει πως είναι ασθένεια που θεραπεύεται δύσκολα. Σημειώνει μάλιστα ότι δεν συμβουλεύει να γίνει καταπολέμηση της ασθένειας με υδροκυανικό οξύ όπως γίνεται στις Ηνωμένες Πολιτείες γιατί είναι επικίνδυνη για τους εργάτες που την εφαρμόζουν και λόγω της ειδικής συσκευής που χρειάζεται. Αλλά ούτε και ψεκασμούς συνιστά γιατί είναι ασύμφοροι σε τέτοιες καλλιέργειες. Και συνιστά γενναίο κλάδεμα το οποίο άλλωστε συντελεί και στη μελλοντική αύξηση της καρποφορίας. Σχετικά με άλλους εχθρούς αναφέρει ορισμένα ξυλοφάγα έντομα και προτείνει επίχριση του κορμού και των κυριότερων κλάδων του δέντρου με πυκνή διάλυση ασβεστίου που προλαμβάνει την προσβολή, Αναφέρει ακόμη την ψύλλα, που είναι γνωστή ως βαμβακίαση, συνιστώντας το κόψιμο και το κάψιμο των πρώτων κλαδιών που εμφανίζεται και έχουν προσβληθεί για να μην μεταδοθεί σε άλλα μέρη του δέντρου. Οταν είναι πολύ διαδομένη πρέπει να γίνεται ψεκασμός με διάλυση λυσόλης ή αποβρέγματος καπνού ή ράντισμα με νερό και ισχυρή αντλία έτσι ώστε να φύγουν και τα έντομα και η βαμβακώδης ουσία. Καταγράφεται επίσης ο φλοιοτρίβης για τον οποίο συνιστά την αφαίρεση όλων των ξηρών ή ασθενικών μερών της ελιάς.
Μεταξύ των άλλων αναφέρεται στο κυκλοκόνιο που το χαρακτηρίζει μικρομύκητα που αναπτύσσεται στα φύλλα και σπάνια στους ποδίσκους του καρπού οπότε και είναι επιζήμιος. Θεωρεί ότι σπάνια αναπτύσσεται στην Ελλάδα και όταν συμβαίνει αυτό θα πρέπει να γίνεται ψεκασμός με βορδιγάλλειο πολτό. Αναφέρεται ακόμη στην καρκίνωση και πως το ασφαλέστερο μέτρο για την πρόληψη της διάδοσης είναι η αφαίρεση και καύση των μερών που έχουν προσβληθεί. Και τέλος γράφει για τον κράδο που οφείλεται στο κακό κλάδεμα και οι γυμνές επιφάνειες είναι πρόσφορες για την ανάπτυξη ξυλοφθόρων μυκήτων. Κάτι που αποφεύγεται όταν το κλάδεμα γίνει χειμώνα με τσεκούρι ή κλαδευτήρι, ενώ όταν γίνεται με πριόνι πρέπει να “γλυκαίνονται” οι τομές με κοφτερό όργανο και μετά την κλάδευση να χρίζονται με μείγμα από ίσα μέρη αργίλου και κοπριάς βοδιών.
Κάπως έτσι είχαν τα πράγματα με τους εχθρούς και τις ασθένειες της ελιάς πριν από 100 περίπου χρόνια. Κανένας από αυτούς δεν... εξαφανίστηκε, αντιθέτως αναγνωρίστηκαν κι άλλοι. Και αν πριν από έναν αιώνα γινόταν προσπάθεια για να βρεθούν τρόποι αντιμετώπισης, στη σημερινή εποχή θα πρέπει να εφαρμοστούν όλα εκείνα που η επιστήμη ορίζει και πολλές φορές άλλοι αγνοούν και άλλοι αψηφούν...