Για λόγους που έχουν να κάνουν με την όσο γίνεται περισσότερο ολοκληρωμένη παρουσίαση, θα ήθελα σήμερα να αναφερθώ στις εναλλακτικές σκέψεις που μπορεί να υπάρχουν ή να κατατεθούν. Με φόντο το εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα, αυτό της “κλιματικής αλλαγής” και των αναγκών που προκύπτουν.
Η αφετηρία της σκέψης είναι ότι το νερό… δεν περισσεύει. Αντιθέτως υπάρχει πολύ μεγάλο πρόβλημα και ο κίνδυνος της λειψυδρίας και της ξηρασίας είναι ορατός. Για ολόκληρες περιοχές πλέον αυτά δεν είναι “κίνδυνος” αλλά μια οδυνηρή πραγματικότητα. Οπότε η πρώτη σκέψη που έρχεται στο μυαλό όταν επιχειρείς να δεις ολοκληρωμένα ένα τέτοιο θέμα, είναι να σκεφτείς πώς γίνεται το νερό το οποίο σε μεγάλες ποσότητες καταλήγει στη θάλασσα, να αποθηκευτεί και να είναι χρήσιμο. Η μεγαλύτερη “αποθήκη” που θα μπορούσε να υπάρχει είναι ο υδροφόρος ορίζοντας. Σε αυτόν μπορούν και πρέπει να καταλήγουν ποσότητες νερού, από αυτές που καταλήγουν στη θάλασσα και “αχρηστεύονται”. Εδώ η φύση έχει πάρει… τα μέτρα της, αν οι πληροφορίες που έχουν δοθεί παλαιότερα είναι σωστές: Μετά το σεισμό καταγράφηκε ρήγμα στη συνοχή του εδάφους και δημιουργήθηκαν (επιπλέον) καταβόθρες. Σε αυτές καταλήγει ένα μέρος των νερών που τρέχουν το χειμώνα στον Νέδοντα και δεν φτάνουν ποτέ στο… τσιμεντένιο όρυγμα που έχει αντικαταστήσει την κοίτη του χειμάρρου. Με τον τρόπο αυτό εμπλουτίζεται ο υδροφόρος ορίζοντας στην ευρύτερη περιοχή, γεγονός που έχει ιδιαίτερη σημασία στη σημερινή εποχή. Δεν χρειάζεται να καταγράψουμε το προφανές: Οταν τσιμεντάρεται η κοίτη χειμάρρων και ρεμάτων, χάνεται όλο το νερό που φτάνει σε αυτά τα τμήματα. Αντιθέτως, εκεί που διατηρείται η φυσική του κοίτη, μέρος των βρόχινων νερών ή των νερών που τρέχουν από κεφαλάρια, περνά τα στρώματα του εδάφους και φτάνει στον υδροφόρο. Πολύ μεγαλύτερη είναι η απορρόφηση εκεί που με τεχνητό τρόπο συγκεντρώνεται το νερό και δεν κυλάει προς τη θάλασσα. Και αυτή τη δουλειά κάνουν τα φράγματα που υπάρχουν κατά μήκος της κοίτης του Νέδοντα μέχρι τη γέφυρα της Σπάρτης, όπου αρχίζει το τσιμέντο.
Αυτό είναι μια έμμεση ωφέλεια από την κατασκευή των φραγμάτων που έγιναν κυρίως στο διάστημα του Μεσοπολέμου και είχαν προφανή αντιπλημμυρικό σκοπό: Τα φράγματα αποθήκευαν ποσότητες νερού και μείωναν την ταχύτητα ροής τους, ενώ συγκρατούσαν φερτά υλικά. Στοιχεία που μειώνουν εξαιρετικά τον πλημμυρικό κίνδυνο. Μια ομάδα φοιτητών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου είχε μια άλλη εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιδέα: “Οι πλημμυρικές ποσότητες του Νέδοντα για την Καλαμάτα να γίνουν υδρευτικές για τη διψασμένη Δυτική Μάνη”. Για την ιστορία αυτή με ενημέρωσε ο γιατρός Χρήστος Μπελογιαννέας, ο οποίος έφερε σε επαφή το Δήμο Δυτικής Μάνης και το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο για την επιστημονική προσέγγιση του θέματος που ταλαιπωρεί την περιοχή. Ετσι μια ομάδα καθηγητών και φοιτητών επισκέφθηκε την περιοχή και εξέτασε επιτόπου και προκαταρκτικά το θέμα. Συντάχθηκε λοιπόν μία διερευνητική μελέτη υπό τη μορφή τεχνικής έκθεσης. Μία από τις λύσεις οι οποίες κατατέθηκαν ήταν η κατασκευή φράγματος στον Νέδοντα και σε σημεία που προσδιορίζει, μέσω της οποίας θα συγκεντρώνεται το νερό και θα διοχετεύεται προς τη Δυτική Μάνη. Σημείωσα ήδη ότι αυτή είναι “μία” από τις λύσεις στο υπό εξέταση θέμα, ενώ εξετάζονται και άλλες λύσεις (μερική εκτροπή, αγωγοί, λιμνοδεξαμενές), έτσι ώστε το πλεονάζον (και εν δυνάμει πλημμυρικό) νερό να διοχετευτεί στη Δυτική Μάνη. Τα συμπεράσματα της έρευνας και της τεχνικής έκθεσης παρουσιάστηκαν πρόσφατα σε διεθνή συνέδρια στη Βιέννη και το Μονπελιέ. Ενώ έχουν ενημερωθεί για το περιεχόμενό της η Περιφέρεια Πελοποννήσου, ο Δήμος Δυτικής Μάνης και άλλοι φορείς και παράγοντες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε σημείο της τεχνικής έκθεσης αναφέρονται τα εξής: “Ενας από τους λόγους που μελετήθηκε η κατασκευή φράγματος στον Νέδοντα είναι το γεγονός πως έχει διττή συνεισφορά, καθώς αντιμετωπίζει το πρόβλημα λειψυδρίας στη Δυτική Μάνη μεν, παρέχει αντιπλημμυρική προστασία στην Καλαμάτα δε. Η Καλαμάτα είναι πόλη που βρίσκεται κατάντη του προτεινόμενου φράγματος. Μεγάλο ποσοστό της πόλης παρουσιάζει υψηλό πλημμυρικό κίνδυνο. Κύριος λόγος αυτού του κινδύνου είναι η παρουσία υποδομών διπλά από κανάλι διόδευσης του ποταμού, το οποίο είναι τέτοιας διατομής που η παροχέτευση μιας μεγάλης πλημμύρας θα ήταν αδύνατη. Είναι βέβαιο ότι η κατασκευή ενός φράγματος που συλλέγει νερό από ένα σημαντικό κομμάτι της λεκάνης θα μειώσει τον όγκο των πλημμυρικών παροχών”.
Δεν είμαι αρμόδιος για να κρίνω την εν λόγω τεχνική έκθεση ή να δώσω… λύση στο πρόβλημα ύδρευσης της Δυτικής Μάνης. Καταθέτω όμως δημόσια ότι υπάρχει τέτοιου είδους μελέτη, την έχουν επιβλέψει καθηγητές του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και επί της ουσίας δείχνει ότι απαιτείται ευρύτερος προβληματισμός για το θέμα της διαχείρισης του υδάτινου δυναμικού τόσο του Νέδοντα όσο και των ρεμάτων τα οποία περιβάλλουν την πόλη. Και ακόμη ότι η μελετητική εμπλοκή περισσότερων εξειδικευμένων επιστημόνων και ιδρυμάτων μπορεί να δώσει τη βέλτιστη λύση για ένα τόσο σοβαρό πρόβλημα. Πρόκειται για κάτι το οποίο θα έπρεπε να έχει γίνει από καιρό, αλλά κατά τη λαϊκή σοφία “ποτέ δεν είναι αργά”. Αυτό θεωρητικά βεβαίως, γιατί θα πρέπει να υπάρχουν και παράγοντες οι οποίοι είναι πρόθυμοι να συζητήσουν λύσεις και όχι να μεταφέρουν τα διλήμματα που θέτουν “Μορέας” και κυβέρνηση που έχουν συμφωνήσει ουσιαστικά. Τα υπόλοιπα στην κρίση σας.
Η εκτροπή και το τσιμεντάρισμα όλων των υδάτινων αγωγών προκειμένου να “στείλουν” όλα τα νερά της περιοχής, στερεί ακόμη περισσότερο το νερό της βροχής από τον υδροφόρο ορίζοντα. Και θα έπρεπε να εξεταστούν ένας - ένας οι φυσικοί υδάτινοι αγωγοί και η κατάστασή τους, έτσι ώστε για τον καθένα να βρεθεί η βέλτιστη λύση. Με κλειδί τη λογική να εκτρέπονται προς τον Νέδοντα μόνο οι ποσότητες νερού που “περισσεύουν” και ενδεχομένως δώσουν πλημμυρικό φαινόμενο κατά περιοχές. Και ακόμη θα έπρεπε να εξετασθεί αν θα μπορούσαν να βρεθούν τεχνικές λύσεις έτσι ώστε να εμπλουτίζεται ο υδροφόρος ορίζοντας με έργα που θα “αποθήκευαν” νερό κάτω από τις τσιμενταρισμένες κοίτες, όπως κάνουν και στα υπόγεια κατοικιών για την “απορρόφηση” των νερών που πλεονάζουν με “σκάρες” οι οποίες οδηγούν το νερό σε σκάμματα απορρόφησης.
Σε τελευταία ανάλυση θα έπρεπε να αναζητηθούν λύσεις που θα περιόριζαν την έκταση των επεμβάσεων στον Νέδοντα, οι οποίες πέραν των άλλων θα έχουν τεράστιο περιβαλλοντικό και οικονομικό κόστος. Το κόστος ενός έργου δεν κρίνεται από το ποσό που θα χρειαστεί για να κατασκευαστεί. Σε αυτό θα πρέπει να συνυπολογιστεί και η αξία εκείνου που θα πρέπει να καταστραφεί ώστε να κατασκευαστεί το καινούργιο. Αλλά και το περιβαλλοντικό κόστος που θα έχει η απομάκρυνση τεράστιων ποσοτήτων υλικών που θα προκύψουν από το “ξήλωμα” του υπάρχοντος έργου (καθαίρεση σκεπασμένου τμήματος, ανασκαφή σε βάθος του τσιμεντένιου πυθμένα, διαπλάτυνση και καταστροφή εγκαταστάσεων στο νότιο τμήμα της τσιμεντένιας κοίτης του Νέδοντα). Και ιδέες υπάρχουν και λύσεις μπορεί να προκύψουν. Αρκεί να πρυτανεύσει η λογική στη διαχείριση του θέματος.