Δύο ειδήσεις στις αρχές της εβδομάδας έχουν ιδιαίτερη αξία για τους παραγωγούς ελαιολάδου καθώς αφορούν την κατάσταση στην Τυνησία και τις σχέσεις της με την Ευρώπη.
Η πρώτη πληροφορία είναι ότι "η κυβέρνηση της Τυνησίας αποδέχθηκε το αίτημα των Τυνήσιων παραγωγών και ελαιοτριβέων και αποφάσισε να παρέμβει στην αγορά ελαιολάδου, αγοράζοντας μια μεγάλη ποσότητα από τους παραγωγούς σε τρέχουσες τιμές. Δεν ανακοινώθηκε η ποσότητα ελαιολάδου που θα αποσύρει το κράτος από την αγορά. Αυτή θα διατεθεί στο εσωτερικό της χώρας σε ευνοϊκή τιμή για τον καταναλωτή" (elies-ladikalamatiano.gr).
Η δεύτερη ότι "μεγάλη ζήτηση για έναν ακόμη μήνα είχαν οι Κοινοτικές ποσοστώσεις εισαγωγής ελαιολάδου από την Τυνησία στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ιδίως στην Ιταλία) χωρίς καταβολή δασμών. Γεγονός που ανάγκασε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να θέσει για τις αιτήσεις που υποβλήθηκαν το διήμερο 6 και 7 Φεβρουαρίου συντελεστή κατανομής και μάλιστα σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από εκείνα του προηγούμενου μήνα. Παράλληλα η Κομισιόν ανέστειλε την έκδοση πιστοποιητικών εισαγωγής τυνησιακού ελαιολάδου για όλες τις ποσότητες που ζητούνται από 13 Φεβρουαρίου και για ολόκληρο το μήνα".
Για να γίνει κατανοητή όλη αυτή η ιστορία θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση επιτρέπει την εισαγωγή αδασμολόγητου ελαιολάδου από την Τυνησία μέχρι μια ορισμένη ποσότητα κατανεμημένη ανά μήνα. Αυτή η διαδικασία συμπιέζει τις τιμές του ελαιολάδου στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά δεν λύνει ούτε το πρόβλημα στην Τυνησία. Γιατί προκειμένου να αγοραστούν τα ελαιόλαδα από τους Ιταλούς σε χαμηλότερες τιμές από τις ελαιοπαραγωγούς χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, συμπιέζονται οι τιμές και σε αυτή τη χώρα. Η οποία ενεργοποιεί έναν μηχανισμό προστασίας, την παρέμβαση, που έχει καταργηθεί στην Ευρωπαϊκή Ενωση εδώ και 20 περίπου χρόνια. Η διάλυση του συστήματος προστασίας του ελαιολάδου σε συνδυασμό με την εκρηκτική αύξηση της παραγωγής, διευκόλυνε τη δημιουργία μιας κερδοσκοπικής αγοράς δισεκατομμυρίων ευρώ και έφερε σε απόγνωση τους παραγωγούς. Τα τελευταία στοιχεία που δημοσιοποίησαν με τη διαμαρτυρία τους οι αγροτοσυνεταιριστικές οργανώσεις Copa-Cogeca είναι πολύ χαρακτηριστικά για τις διαπιστώσεις αυτές: Η αξία της παραγωγής μειώθηκε το 2011 κατά 3,4% σε σύγκριση με το 2010, ενώ το επίπεδο των τιμών του ελαιολάδου βρίσκεται στο μισό του επιπέδου που είχαν το 2002!
Το πρόβλημα αισθάνονται έντονα οι Ελληνες ελαιοπαραγωγοί για πολλούς λόγους, αλλά δεν είναι μόνον δικό μας. Πλήττει τους παραγωγούς όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης και ως εκ τούτου εκείνο που επείγει είναι να αναζητηθούν τρόποι συνεργασίας, διαμόρφωσης κοινών θέσεων και διεκδίκησης λύσεων από όλους τους ελαιοπαραγωγούς. Τα πράγματα δεν είναι εύκολα όσο δείχνουν από πρώτη ματιά, καθώς πέρα από το κοινό πρόβλημα που έχει να κάνει με τη διαμόρφωση των τιμών, υπάρχουν σοβαρές αποκλίσεις σε κρίσιμα ζητήματα ανάμεσα και σε ελαιοπαραγωγούς μέσα στην ίδια χώρα. Το φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται εντονότερα στην Ισπανία όπου υπάρχουν και παραδοσιακές καλλιέργειες σε ορεινές και φτωχές περιοχές, αλλά και καλλιέργειες με νέες φυτεύσεις και πλήρη εκμηχάνιση της διαδικασίας.
Αν διαβάσει κάποιος προσεκτικά την ανακοίνωση της Copa-Cogeca θα διαπιστώσει ότι ουσιαστικά στο μοναδικό μέτρο που αναφέρεται είναι η ιδιωτική αποθεματοποίηση. Ενα μέτρο το οποίο αφορά κατά βάση τους Ισπανούς όπου και ακόμη μεγαλύτερη πτώση τιμών και η εφαρμογή του ελάχιστα θα αλλάξει την κατάσταση στην αγορά. Αλλά και αυτό το μέτρο είναι απελπιστικά "λίγο" για να αντιμετωπίσει την κατάσταση που διαμορφώνεται. Είναι χαρακτηριστικά τα στοιχεία της Ομοσπονδίας Αγροτικών Συνεταιρισμών Ανδαλουσίας που υποστηρίζει σταθερά από πέρυσι την ανάγκη ενεργοποίησης της ιδιωτικής αποθεματοποίησης. Σύμφωνα με αυτά η εκκαθάριση που έδωσε για την περίοδο 2009/2010 για το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο ήταν 1,80 ευρώ το κιλό όταν υπολογίζει ότι το κόστος στο ελαιοτριβείο είναι 2,40 ευρώ το κιλό. Και η ιδιωτική αποθεματοποίηση ενεργοποιείται όταν η τιμή για αρκετές εβδομάδες διαμορφωθεί κάτω από τα 1,78 ευρώ το κιλό.
Από πέρυσι είχε τεθεί το θέμα της αύξησης του ορίου κάτω από το οποίο κινητοποιείται ο μηχανισμός της αποθεματοποίησης, έτσι ώστε αυτό να γίνεται όταν φθάνει στο κόστος παραγωγής που υπολογίζεται πως είναι αρκετά μεγαλύτερο από τα 1,78 ευρώ το κιλό. Το περίεργο της ιστορίας είναι ότι φέτος δεν ετέθη τέτοιου είδους ζήτημα ούτε στην ανακοίνωση των Copa-Cogeca.
Είναι φανερό ότι με δεδομένες τις δομές του συστήματος παραγωγής, τυποποίησης και διάθεσης του ελαιολάδου στην Ευρώπη αλλά και την οικονομική κρίση, θα έρθουν ακόμη πιο δύσκολες ημέρες. Η παράδοση των παραγωγών και της παραγωγής στις δυνάμεις της (κερδοσκοπικής) αγοράς χωρίς ουσιαστικά μέτρα προστασίας μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες για τον κλάδο σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ως εκ τούτου είναι μέγιστης σημασίας η ανάληψη κοινής δράσης στις 3 τουλάχιστον χώρες που συγκεντρώνουν τον όγκο της ευρωπαϊκής παραγωγής. Η συμφωνία σε ένα μίνιμουμ διεκδικήσεων θα πρέπει να οδηγήσει σε ένα μέτωπο που θα διαπερνάει τις αγροτοσυνεταιριστικές οργανώσεις και τους ευρωβουλευτές όλου του πολιτικού φάσματος από τις 3 χώρες που αντιμετωπίζουν σοβαρή οικονομική κρίση και στις οποίες η ελαιοκαλλιέργεια αποτελεί πυλώνα της αγροτικής οικονομίας.
Πολλοί βεβαίως θα σκεφτούν ότι αυτά είναι... δύσκολα και ότι... δεν γίνονται. Εκείνο που δεν μπορεί όμως να γίνει, είναι να εγκαταλειφθεί η ιδέα της δράσης. Και ο δρόμος του οργανωμένου αγώνα με συγκεκριμένα αιτήματα και στόχους.
Παρασκευή, 17 Φεβρουαρίου 2012 21:12
Το ελαιόλαδο και η ευρωπαϊκή πολιτική
Γράφτηκε από τον Ηλίας Μπιτσάνης
Κατηγορία
Καλημέρα Περιφέρεια