Όταν οι Ναζί κατέλαβαν το Παρίσι, το 1940, μία απ’ τις πρώτες κινήσεις τους ήταν να απαγορεύσουν τη τζαζ. Η γαλλική πρωτεύουσα μέχρι τότε είχε συγκεντρώσει κάποιους απ’ τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της εποχής, όπως ο Άρθουρ Μπριγκς, ο Ντέξτερ Γκόρντον, ο Μπένι Κάρτερ και η ασυναγώνιστη χορεύτρια Τζόζεφιν Μπέικερ.
Μαγαζιά έκλεισαν, συγκροτήματα διαλύθηκαν και πολλοί Αμερικάνοι καλλιτέχνες της τζαζ έφυγαν τρέχοντας για την πατρίδα τους. Αλλά οι Παριζιάνοι δεν εγκατέλειψαν τόσο εύκολα την αγαπημένη τους μουσική.
Για κάθε νυχτερινό μαγαζί που έκλειναν οι κατακτητές, άλλα δέκα άνοιγαν κρυφά σε υπόγεια. Το να έχουν συγκροτήματα να παίζουν ζωντανά μουσική, ήταν πολύ ριψοκίνδυνο. Γι’ αυτό οι πανούργοι Γάλλοι έφερναν τζαζ δίσκους κατευθείαν από τις Η.Π.Α. και τους έπαιζαν στα παράνομα μαγαζιά τους. «Ντισκοτέκ» ήταν το πρώτο μαγαζί αυτού του είδους, που άνοιξε το 1941, στην οδό Huchette του Παρισίου. Το όνομά του προήλθε απ’ την ένωση δύο λέξεων: «disque», δηλαδή δίσκος και την κατάληκη της λέξης«bibliotheque», δηλαδή βιβλιο-θήκη. Ήταν κατά λέξη μία «δισκοθήκη», όπου μουσική δεν έπαιζαν οι καλλιτέχνες, αλλά οι dj, δηλαδή «Disc Jockeys», που άλλαζαν τους δίσκους.
Μετά το τέλος του πολέμου, η μόδα εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο. Βοήθησε κιόλας, το ότι οι δίσκοι ήταν πολύ φθηνότεροι από ένα κανονικό συγκρότημα. Μετά από λίγο καιρό, το κοινό συνήθισε στην ηχογραφημένη μουσική και προτιμούσε να ακούει πολλά στιλ από διαφορετικούς καλλιτέχνες. Το 1961, άνοιξε η πρώτη «ντίσκο» στη Νέα Υόρκη, η «Πέπερμιντ Λάουντζ». Μέχρι το 1965, πάνω από 5.000 ντισκοτέκ είχαν ανοίξει σε όλη την Αμερική
Πηγή: Μηχανή του Χρόνου