Αύξηση του ΑΕΠ με ρυθμό 2,7% προβλέπει για το 2021 το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής. Η εκτίμηση είναι πιο απαισιόδοξη σε σχέση με την αντίστοιχη του υπουργείου Οικονομικών, όπως αποτυπώθηκε στον κρατικό προϋπολογισμό. Υπενθυμίζεται ότι το ΥΠΟΙΚ αναμένει ότι η ανάπτυξη θα φθάσει στο 4,8% ενώ μέχρι τώρα δεν έχει προβεί σε κάποιας μορφής αναθεώρηση. Επίσης η Κομισιόν στις χειμερινές της προβλέψεις για την ελληνική οικονομία τον Φεβρουάριο, έκανε λόγο για ρυθμό ανάπτυξης 3,5%.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση για το δ΄ τρίμηνο του 2020, η πρόβλεψη αυτή υπόκειται σε σημαντικό βαθμό αβεβαιότητας, που προέρχεται τόσο από την εξέλιξη της ίδιας της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων, όσο και από ενδεχόμενες δημοσιονομικές παρεμβάσεις και την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Όπως τονίζεται η διατήρηση των περιοριστικών μέτρων για ολόκληρο το α΄ τρίμηνο του 2021 και τα προβλήματα στο πρόγραμμα εμβολιασμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο αποτελούν τον σημαντικότερο κίνδυνο για την εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας το τρέχον έτος. Από την άλλη πλευρά, ενδεχόμενη επιτάχυνση των εμβολιασμών και σταδιακή χαλάρωση των περιορισμών και των μετακινήσεων μέχρι το καλοκαίρι μπορούν να συνεισφέρουν θετικά στην οικονομική δραστηριότητα, κυρίως μέσω του τουρισμού.
Στο πρώτο τρίμηνο ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να είναι αρνητικός και να τρέξει με θετικό πρόσημο από το β΄ τρίμηνο και μετά. Οι βασικές συνιστώσες που θα διαμορφώσουν την εξέλιξη του συνολικού ΑΕΠ είναι η κατανάλωση (δημόσια και ιδιωτική) και οι καθαρές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (διαφορά εξαγωγών από εισαγωγές). Η συνολική κατανάλωση κατέγραψε μεγάλη πτώση το β΄ τρίμηνο του 2020 και, παρά τη σημαντική αύξησή της στο γ΄ τρίμηνο, παρουσίασε ξανά πτωτική τάση στο δ΄ τρίμηνο που αναμένεται να συνεχιστεί και στο α΄ τρίμηνο του 2021.
Από το τρίτο τρίμηνο του 2021 θα αρχίσει να ανακάμπτει, παραμένοντας ωστόσο σε χαμηλότερο επίπεδο από εκείνο που βρίσκονταν πριν την πανδημία. Η πορεία αυτή καθοδηγείται κυρίως από τις επιπτώσεις των περιοριστικών μέτρων και την προληπτική αποταμίευση, αν και η αύξηση της δημόσιας κατανάλωσης στο β΄και γ΄τρίμηνο του 2020 έπαιξε κάποιον μικρό θετικό ρόλο.
Οι εξαγωγές, από την άλλη, ήταν η συνιστώσα που κατέγραψε τις μεγαλύτερες απώλειες το 2020 και στην οποία οφείλεται κατά κύριο λόγο η ένταση της ύφεσης. Η σημαντική τους ανάκαμψη στο δ΄ τρίμηνο βελτιώνει το σημείο εκκίνησης στο 2021 και σε συνδυασμό με την αναμενόμενη μείωση των εισαγωγών, αναμένεται να έχει σημαντική θετική επίπτωση στο συνολικό ΑΕΠ του τρέχοντος έτους.
Σύμφωνα με την έκθεση επιπρόσθετα, οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας μπορούν να συνεισφέρουν εξίσου σημαντικά στη βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη μεγέθυνση, χωρίς μεγάλη δημοσιονομική επιβάρυνση.
Επίσης οι συντάκτες της Έκθεσης σημειώνουν, ότι προϋπόθεση ώστε οι πόροι αυτοί να συμβάλλουν στους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης είναι να αυξήσουν τις δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις πάνω από τα σημερινά τους επίπεδα, κάτι που αποτελεί μείζονα πρόκληση για τη χώρα μας. Ειδικά για τις δημόσιες επενδύσεις, θα ήταν σημαντική η ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας σε υλικοτεχνικές υποδομές και ανθρώπινο δυναμικό. Τα παραπάνω δεδομένα διαμορφώνουν ένα λιγότερο περιοριστικό θεσμικό πλαίσιο για την άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής, το οποίο θα πρέπει να αξιοποιηθεί προκειμένου να επιταχυνθεί η ανάκαμψη της οικονομίας.
Παρόλα αυτά, θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι παραπάνω παρεμβάσεις σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο δεν δημιουργούν πραγματικά δημοσιονομικά περιθώρια. «Όπως είχαμε αναφέρει και παλαιότερα, οι διευκολύνεις που προσφέρονται για τη βραχυπρόθεσμη διαχείριση της κρίσης δεν δικαιολογούν κανενός είδους δημοσιονομικό εφησυχασμό. Το χρέος που συσσωρεύεται στη διάρκεια της πανδημίας θα παραμείνει εκεί και μετά το τέλος της και η εξυπηρέτησή του θα ασκήσει πιέσεις στον κρατικό προϋπολογισμό, ιδιαίτερα αφού αρθούν τα έκτακτα μέτρα μαζικών αγορών κρατικών ομολόγων της ΕΚΤ (μέσω του προγράμματος PEPP)» σημειώνεται σχετικά.
Αξίζει, τέλος, να επισημανθεί ο κίνδυνος από την αύξηση του ιδιωτικού χρέους που αναμένεται να προκύψει λόγω της οικονομικής ύφεσης. Το μη εξυπηρετούμενο ιδιωτικό χρέος στο τέλος του 2020 έφτασε τα 242,6 δις (108,1 δις στην εφορία, 37,5 δις στα ασφαλιστικά ταμεία, 58,1 δις στις τράπεζες και 38,9 δις στις εγχώριες Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ). Το συνολικό μέγεθος δεν είναι αυξημένο σε σχέση με το 2019, αναμένουμε ωστόσο να καταγράψει σημαντική επιδείνωση όταν θα ξεκινήσει η υλοποίηση των αποπληρωμών. Σε αυτό το στάδιο ενδέχεται να χρειαστούν επιπρόσθετες παρεμβάσεις και ειδικές ρυθμίσεις αποπληρωμής που ουσιαστικά θα ισοδυναμούν με ανάληψη μέρους του ιδιωτικού χρέους από τον δημόσιο τομέα. Τέτοιες παρεμβάσεις που αφορούν ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο θα πρέπει να έχουν διαφανείς κανόνες και κριτήρια και να αποφασιστούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Πηγή: news247.gr