Τετάρτη, 23 Ιουνίου 2021 10:11

Τι δείχνουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τη στέρηση βασικών αγαθών από συμπολίτες μας

Γράφτηκε από την
Τι δείχνουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τη στέρηση βασικών αγαθών από συμπολίτες μας

Τα στοιχεία της ΕΣΤΑΤ δείχνουν ότι πολλοί είναι οι συμπολίτες που αντιμετωπίζουν στο φάσμα της έντονης φτώχειας και της κοινωνικής περιθωριοποίησης έχοντας δυσκολία κάλυψης βασικών αναγκών.

Ένα στα δυο μη φτωχά νοικοκυριά (49,5%) δηλώνει οικονομική δυσκολία να καλύψει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους περίπου 395 ευρώ. Επίσης το 96,6% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει οικονομική δυσκολία να καλύψει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους περίπου 395 ευρώ.

Αυτό προκύπτει από την άκρως αποκαλυπτική έρευνα του Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών 2020 της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής.

Υπενθυμίζεται ότι το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 5.266 ευρώ ετησίως ανά μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 11.059 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών και ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 8.777 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της Χώρας εκτιμήθηκε σε 17.250 ευρώ.

Με βάση την έρευνα το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου ανέρχεται σε 29,1% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 25,8% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 44,6% για τον φτωχό πληθυσμό, όπως αναφέρει το news247.gr.

Το 45,5% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει ότι στερείται διατροφής που περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των μη φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται σε 5,3%.Να σημειωθεί, βέβαια, ότι με βάση στοιχεία της ΜΚΟ «Μπορούμε» στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες δυτικές κοινωνίες, καταγράφεται μια αντίφαση. Δηλαδή, η σπατάλη τροφίμων συνυπάρχει, δυστυχώς, με υψηλά επίπεδα επισιτιστικής ανασφάλειας (1,4 εκατ. άτομα, 12,9% του πληθυσμού της χώρας, 2015). Επίσης, στην Ευρωπαϊκή Ένωση περίπου 88 εκατομ. τόνοι τροφίμων σπαταλώνται ετησίως, με 173 κιλά σπατάλης τροφίμων να αντιστοιχούν σε ετήσια βάση –κατά μέσο όρο- σε κάθε Ευρωπαίο. Η αντιστοιχία για τη χώρα μας ανέρχεται στα 196 κιλά, κατατάσσοντας την Ελλάδα στην 4η χειρότερη θέση μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε. Η μείωσή της μάλιστα- κατά το ήμισυ έως το 2030- περιλαμβάνεται στους Στόχους του ΟΗΕ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (στόχος 12.3).

Στο κρύο

Επίσης με βάση την ΕΛΣΤΑΤ το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν οικονομική αδυναμία να έχουν ικανοποιητική θέρμανση το χειμώνα ανέρχεται σε 16,7%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα φτωχά νοικοκυριά είναι 38,8% και για τα μη φτωχά νοικοκυριά 12%.

Περιβαλλοντική υποβάθμιση

Περιβαλλοντικά προβλήματα από παρακείμενη βιομηχανία ή προβλήματα από την κυκλοφορία αυτοκινήτων δηλώνει ότι αντιμετωπίζει το 20,2% των νοικοκυριών, ενώ ποσοστό 18,1% των νοικοκυριών αναφέρει ως πρόβλημα τους βανδαλισμούς και την εγκληματικότητα στην περιοχή του.

Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν επιβάρυνση από το κόστος στέγασης ανέρχεται σε 32,6%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα φτωχά νοικοκυριά είναι 82,5% και για τα μη φτωχά νοικοκυριά 21,9%.

Το 44,6% των νοικοκυριών που έχουν λάβει καταναλωτικό δάνειο για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, δηλώνει ότι δυσκολεύεται πάρα πολύ στην αποπληρωμή αυτού ή των δόσεων.

Το 49% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή πάγιων λογαριασμών, όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου, κ.λπ.

Το 71% των φτωχών νοικοκυριών αναφέρει μεγάλη δυσκολία στην αντιμετώπιση των συνήθων αναγκών του με το συνολικό μηνιαίο ή εβδομαδιαίο εισόδημά του.

ΝΑ σημειωθεί ότι το ελάχιστο μέσο καθαρό μηνιαίο εισόδημα για την αντιμετώπιση των αναγκών των νοικοκυριών της χώρας ανέρχεται, κατά δήλωσή τους, σε 1.998 ευρώ. Τα φτωχά νοικοκυριά χρειάζονται 1.924 ευρώ, ενώ τα μη φτωχά νοικοκυριά 2.014 ευρώ.

Φτώχεια και κοινωνικότητα

Ως προς την υλική στέρηση που σχετίζεται με την οικονομική δυνατότητα κάλυψης βασικών αναγκών σχετικών με κοινωνικές δραστηριότητες- για άτομα ηλικίας 16 ετών και άνω- προέκυψαν τα ακόλουθα ευρήματα:

· Το 13,2% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συναντιέται (στο σπίτι ή κάπου αλλού) με φίλους ή συγγενείς για ένα γεύμα ή ένα ποτό τουλάχιστον μια φορά το μήνα. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 31,8% και 9,3%.

· Το 27% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συμμετέχει τακτικά σε δραστηριότητες αναψυχής, όπως αθλητισμό, σινεμά κ.λπ. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 48,8% και 22,5%.

· Το 37% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να ξοδεύει χρήματα για τον εαυτό του ή για κάποιο χόμπι χωρίς να συμβουλευτεί κάποιο άλλο μέλος του νοικοκυριού. Το ποσοστό εκτιμάται στο 65,1% για τον φτωχό πληθυσμό και στο 31,2% για τον μη φτωχό πληθυσμό.

· Το 4% του πληθυσμού δεν διαθέτει σύνδεση στο διαδίκτυο για οικιακή χρήση λόγω έλλειψης οικονομικής δυνατότητας. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 12,4% και 2,3%.

Υγεία

Σχετικά με τα θέματα υγείας για τα φτωχά κοινωνικά στρώματα η ΕΛΣΤΑΤ σημειώνει ότι:

· 25,4% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά την διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που πραγματικά χρειάστηκε ιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας και δεν υποβλήθηκε σε αυτήν. Τα ποσοστά για τον φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 50,8% και 20,7%, αντίστοιχα.

· Το 37,3% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που δεν υποβλήθηκε σε ιατρική εξέταση ή θεραπεία όταν πραγματικά την χρειάστηκε λόγω της πανδημίας. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 10,1% και 49,6% (Πίνακας 18).

· Το 30,4% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά την διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που πραγματικά χρειάστηκε οδοντιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας και δεν υποβλήθηκε σε αυτήν. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 55,3% και 26,3%. Το 22,4% του αντίστοιχου πληθυσμού δεν υποβλήθηκε στην εξέταση λόγω COVID-19.

 

 




NEWSLETTER