Δευτέρα, 16 Σεπτεμβρίου 2024 19:33

«Βραχνάς» για την κυβέρνηση ο οίκος Moody’s

«Βραχνάς» για την κυβέρνηση ο οίκος Moody’s

Μπορεί ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης να χαρακτήρισε τη μη αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου από τον οίκο αξιολόγησης Moody’s «απάντηση στη μηδενιστική κριτική» και ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Νίκος Παπαθανάσης «επιβεβαίωση της σκληρής δουλειάς των κυβερνήσεων του Κυριάκου Μητσοτάκη, της προόδου και των προοπτικών της χώρας», αλλά η «διατεταγμένη ικανοποίηση» δεν μπορεί να διασκεδάσει το γεγονός ότι επρόκειτο για πραγματική ψυχρολουσία.

Οχι μόνο γιατί ο Moody’s παραμένει ο μοναδικός οίκος που δεν έχει ακόμη δώσει στο ελληνικό αξιόχρεο επενδυτική βαθμίδα, αλλά και για πολλούς ακόμη σημαντικούς λόγους, που αναπόφευκτα θα αφήσουν το αποτύπωμά τους τόσο στην κυβερνητική πολιτική όσο και στην οικονομία.

«Θρίαμβος» που δεν ήρθε

Το ειδικό βάρος του Moody’s είναι σημαντικό, σημαντικότερο και από της Standard & Poor’s, που την «ακούνε» σοβαρά οι αγορές. Η αρθρογραφία που υποστήριζε ότι μια αναβάθμιση από τον Moody’s θα ήταν το «σήμα» για την είσοδο στην ελληνική αγορά κεφαλαίων ύψους 20 δισ. ευρώ, δεν ήταν υπερβολική. Οι αναβαθμίσεις του ελληνικού αξιόχρεου στην επενδυτική βαθμίδα από όλους μαζί τους υπόλοιπους οίκους αξιολόγησης δεν ήταν αρκετές να «ξεκλειδώσουν» αυτά τα 20 δισ. Το ελληνικό Χρηματιστήριο και οι εταιρείες που «αρδεύονται» απ’ αυτό, θα τα υποδέχονταν με ανυπόκριτους πανηγυρισμούς…

Πέρα από αυτό όμως, η κυβέρνηση υπολόγιζε σε μια αλληλουχία οικονομικών επιτυχιών, που για τις ανάγκες της κυβερνητικής προπαγάνδας θα παρουσιάζονταν σαν θρίαμβοι: αναβάθμιση από τον Moody’s, δημιουργία ευνοϊκού κλίματος στο Χ.Α. και είσοδο νέων επενδυτικών κεφαλαίων, στο πλαίσιο αυτό μεγάλη επιτυχία του placement της Εθνικής Τράπεζας και, τέλος, σειρά νέων αναβαθμίσεων του ελληνικού αξιόχρεου από τους οίκους αξιολόγησης που έχουν ήδη δώσει την επενδυτική βαθμίδα. Τώρα η εμβέλεια όλων αυτών μειώνεται – μένει να φανεί σε ποια έκταση.

Ανεκπλήρωτοι όροι

Οσον αφορά το δημόσιο χρέος και τη διαχείρισή του, τίποτε «καταστροφικό» δεν πρόκειται να συμβεί. Τα οφέλη από τις αναβαθμίσεις των υπόλοιπων οίκων θα παραμείνουν και θα είναι αρκετά για την αναχρηματοδότηση του χρέους χωρίς απρόοπτα. Το σημείο ανησυχίας βρίσκεται αλλού: τα προβλήματα που ανέδειξε η έκθεση του Moody’s και στα οποία στήριξε τη μη αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου στην επενδυτική βαθμίδα είναι πολύ «σκληρά καρύδια» ώστε να επιλυθούν και να υπάρξει αναβάθμιση στην επόμενη αξιολόγηση του οίκου. Ετσι, η έκθεση ανακινεί και φέρνει σε πρώτο πλάνο, με τρόπο που θα είναι δύσκολο να αγνοούν οι υπόλοιποι οίκοι αξιολόγησης και οι αγορές, τα μεγάλα, «στρατηγικής» εμβέλειας και δυσεπίλυτα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας:

● Το πρόβλημα της δημογραφικής παρακμής: Η αντιμετώπισή του εξαρτάται από σύνθετους και δομικούς παράγοντες, οπότε κάθε ρεαλιστική εκτίμηση καταλήγει στο ότι θα επιδεινωθεί.

● Το πρόβλημα της παραγωγικότητας και του υψηλού ελλείμματος στο ισοζύγιο πληρωμών: Ο Moody’s διαπιστώνει ότι το ελληνικό οικονομικό μοντέλο βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην κατανάλωση και τις υπηρεσίες κι όχι σε έναν μεταποιητικό τομέα υψηλότερης τεχνολογίας και στις εξαγωγές. Οταν γνωρίζουμε τον τρόπο που μοιράστηκαν και επενδύονται οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, η αισιοδοξία ότι το έλλειμμα παραγωγικότητας θα καλυφθεί, δεν περισσεύει…

Τούτου δοθέντος, πάντως, δεν υπάρχει επίσης αισιοδοξία ότι θα λυθεί και το πρόβλημα του υψηλού ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (πληρωμών). Ο Moody’s προβλέπει ότι θα κινηθεί σε επίπεδα 4%-5% του ΑΕΠ για την επόμενη πενταετία. Ωστόσο, για το 2024 η δυναμική το οδηγεί προς το 6,5%.

● Το πρόβλημα του… απέραντου χρόνου που απαιτείται για την έκδοση των δικαστικών αποφάσεων: Ο χρόνος για να τελεσιδικήσει η εκδίκαση μιας υπόθεσης στο ελληνικό δικαστικό σύστημα είναι παροιμιώδης. Για να λυθεί αυτό το πρόβλημα, θα απαιτούνταν μια μεγάλη (και επώδυνη για τη σχέση με τους δικαστές…) διαρθρωτική μεταρρύθμιση. Κάτι τέτοιο θα έχει πολύ υψηλό πολιτικό κόστος και δεν πρέπει να αναμένεται…

● Το πρόβλημα του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ: Μπορεί αυτό να μειώθηκε θεαματικά την τελευταία τριετία (βοηθούντος και του υψηλού πληθωρισμού) και να προβλέπεται περαιτέρω μείωσή του, αλλά θα παραμείνει πάνω από το 120% του ΑΕΠ μέχρι και το 2030, ποσοστό που ο οίκος θεωρεί πολύ υψηλό σε σχέση με τα διεθνή δεδομένα.

Η μόνη διαφυγή

Παρά τη διαπίστωση αυτών των διαρθρωτικών προβλημάτων, ο Moody’s αναβάθμισε τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας από ουδέτερες σε θετικές, «επιβραβεύοντας» δύο πράγματα: Πρώτον, τη συνέπεια της ελληνικής κυβέρνησης στη δημοσιονομική πειθαρχία και δεύτερον τη μεγάλη βελτίωση των διαρθρωτικών δεδομένων στο τραπεζικό σύστημα (κυρίως τη μείωση του ποσοστού των NPLs, που η έκθεση εκτιμά ότι την επόμενη διετία θα προσεγγίσουν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο πέφτοντας στο 1,9%).

Πιθανή αναβάθμιση ο Moody’s τη συναρτά ουσιαστικά είτε με καλύτερες των αναμενομένων επιδόσεις στα δημοσιονομικά (υπερ-πλεονάσματα και άρα ταχύτερη αποκλιμάκωση του χρέους) είτε με ταχύτερη απομείωση των NPLs των τραπεζών, σε σχέση με τις σημερινές προβλέψεις. Αυτό το δεύτερο θα εξαρτηθεί προφανώς από τη γενικότερη πορεία της οικονομίας, από την πορεία των τραπεζικών κερδών, αλλά και από το κατά πόσον οι τραπεζίτες θα τα αξιοποιήσουν για τη μείωση των NPLs κι όχι για υψηλά μερίσματα και προκλητικές αυξήσεις στις απολαβές των διευθυντικών τους στελεχών. Αυτό που φαντάζει ότι περνά από το χέρι της κυβέρνησης είναι πιθανότατα μόνο ένα: η μονοκαλλιέργεια της πολιτικής των πρωτογενών υπερπλεονασμάτων, ώστε με τη «διπλωματία των υπερπλεονασμάτων» να δελεάσει τον Moody’s και τους υπόλοιπους οίκους αξιολόγησης.

Ετσι, η ψυχρολουσία της μη αναβάθμισης οδηγεί αναπόφευκτα σε ένταση της δημοσιονομικής λιτότητας, επί τη βάσει του γνωστού συνδυασμού: φορολογικά υπερέσοδα-μεγάλες περικοπές δαπανών.

Πηγή: www.efsyn.gr