Όπως είπε, το μέτρο ξεκίνησε επί υπουργίας Κωστή Χατζηδάκη, συνεχίστηκε επί υπουργίας Άδωνι Γεωργιάδη και Δόμνας Μιχαηλίδου και σχεδιάστηκε προκειμένου να καταγράφει τον πραγματικό χρόνο εργασίας. Υπενθύμισε, δε, ότι το μέτρο το είχε ζητήσει η ίδια η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ).
«Να ξέρουμε πραγματικά πόσο χρόνο δουλεύει ο εργαζόμενος και να αμείβεται για τον χρόνο αυτό», ανέφερε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε: «Το μέτρο είχε ξεκινήσει, πριν από δύο χρόνια, στις τράπεζες, τα μεγάλα σούπερ μάρκετ και σε άλλες επιχειρήσεις, με την εισαγωγή 150.000 εργαζομένων στο μέτρο αυτό, ενώ, από την 1η Ιανουαρίου 2024 ξεκίνησε η εφαρμογή του πιλοτικά σε βιομηχανία και λιανεμπόριο και, από την 1η Ιουλίου η πλήρης εφαρμογή της κάρτας σε βιομηχανία και λιανεμπόριο, που αφορά περίπου 600.000 επιπλέον εργαζόμενους. Άρα, προστίθενται περίπου 600.000 εργαζόμενοι στο προστατευτικό αυτό μέτρο της Ψηφιακής Κάρτας Εργασίας».
Απαντώντας στις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης ότι με αυτό το μέτρο χαρίζεται μία ώρα εργασίας στη βιομηχανία, η κ. Κεραμέως διευκρίνισε ότι, σύμφωνα με νομολογία του Αρείου Πάγου από το 1965, ο χρόνος προετοιμασίας δεν λογίζεται ως χρόνος εργασίας και τη συγκεκριμένη νομολογία εφαρμόζει και η Επιθεώρηση Εργασίας. Συνεπώς, δεν αλλάζει απολύτως τίποτα σε σχέση με την υφιστάμενη κατάσταση.
Αναφορικά με την επέκταση του μέτρου στον τουρισμό και την εστίαση, η υπουργός Εργασίας σημείωσε ότι θα προηγηθεί ένας πολύ αναλυτικός διάλογος με όλους τους φορείς των συγκεκριμένων κλάδων, ενώ, σχετικά με την τήρηση της εργατικής νομοθεσίας, τόνισε πως εισπράττονται πλέον πρόστιμα άνω των 40 εκατ. ευρώ ετησίως από τους ελέγχους που γίνονται από την Επιθεώρηση Εργασίας.
Επιπλέον, η κ. Κεραμέως χαρακτήρισε ψευδείς τις αναφορές για 6ήμερη εργασία, καθώς, όπως είπε, δεν αλλάζει επ' ουδενί ο κανόνας της πενθήμερης εργασίας, απλώς δίνεται κατ’ εξαίρεση η δυνατότητα σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις για μία ημέρα έκτακτης εργασίας. Μάλιστα, υπενθύμισε ότι παραμένει σε ισχύ η δυνατότητα και για τετραήμερη εργασία, που έχει θεσπιστεί, καθώς και για άλλες ευέλικτες -για τους εργαζόμενους- μορφές εργασίας. Σε αυτό το σημείο, αποσαφήνισε ότι το μέτρο αφορά μόνο επιχειρήσεις συνεχούς λειτουργίας, όπως, για παράδειγμα, εργοστάσια που έχουν συνεχή λειτουργία, συνεχή παραγωγή, κυλιόμενες βάρδιες και στα οποία παρατηρείτο έλλειψη του απαραίτητου ανθρώπινου δυναμικού για κάποιες από αυτές, για την 4η βάρδια συνήθως και ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο προβλέφθηκε αυτή η δυνατότητα με αδρές αμοιβές υπέρ των εργαζομένων.
«Εξαήμερη τι θα σήμαινε; Ότι ο κάθε εργαζόμενος, αντί να έχει πενθήμερο, έχει 6ήμερο. Δεν ισχύει αυτό», τόνισε η υπουργός Εργασίας και ανέφερε πως όλες οι ασφαλιστικές δικλείδες ισχύουν στο ακέραιο.
«Προβλέπεται αναγκαστικά και η ημερήσια ανάπαυση και η υποχρεωτική εβδομαδιαία ανάπαυση και πόσες ώρες συνολικά μπορεί να εργαστεί ο εργαζόμενος σε περίοδο αναφοράς τεσσάρων μηνών. Άρα, όλες οι δικλείδες ασφαλείας είναι εκεί», επεσήμανε και συμπλήρωσε ότι στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης «υπάρχει η δυνατότητα για έκτακτη μέρα εργασίας. Επομένως, η Ελλάδα δεν κάνει εδώ κάτι διαφορετικό και πόσω μάλλον έχει ήδη προσαρμοστεί και σε ένα πιο ευέλικτο σχήμα, αν θέλετε».
Απαντώντας στην κριτική που έχει ασκηθεί κατά καιρούς για τη δυνατότητα να εργάζονται οι συνταξιούχοι, χωρίς να περικόπτεται η σύνταξή τους, σχολίασε ότι τη συγκεκριμένη ρύθμιση είχε υπερασπιστεί ο κ. Γεωργιάδης με σθένος.
«Και πολύ σωστά έκανε και δικαιώνεται πλήρως σήμερα και γιατί λέω ότι δικαιώνεται; Διότι από εκεί που στα συστήματα του κράτους εμφανίζονταν 35.000 εργαζόμενοι συνταξιούχοι, σήμερα εμφανίζονται πάνω από 170.000. Αυτό δείχνει ότι έχουμε βάλει τα σωστά κίνητρα για να δουλεύουν οι συνταξιούχοι, αλλά όλα αυτά δηλωμένα, δηλωμένη εργασία», υπογράμμισε.
Τέλος, αναφερόμενη στον κοινωνικό διάλογο, που έχει ξεκινήσει με όλους τους εθνικούς κοινωνικούς εταίρους, η κ. Κεραμέως έκανε λόγο για την ανάγκη σύναψης ενός νέου κοινωνικού συμφώνου εργασίας και τόνισε ότι, πλέον, υπάρχει πρόσφορο έδαφος για να τεθούν οι βάσεις για κάτι τέτοιο.
«Έχουν γίνει πάρα πολλά στον εργασιακό χώρο, έχουν προχωρήσει πάρα πολλά πράγματα, οι φορείς, οι εταίροι έχουν προτάσεις να καταθέσουν και εμείς είμαστε απολύτως δεκτικοί στο να τις ακούσουμε, να τις καταγράψουμε και, αν μπορούμε, να βρούμε ένα κοινό πεδίο συνεννόησης από κοινού εργαζόμενοι και εργοδότες και κράτος, όλοι μαζί», κατέληξε η υπουργός Εργασίας.