«Είναι μία δύσκολη περίοδος, γιατί όπως βλέπετε η μισή Ελλάδα, το δυτικό και βόρειο κομμάτι κατά κύριο λόγο, είχε τις τελευταίες εβδομάδες τα πρωτοβρόχια του φθινοπώρου που είναι πάντα επικίνδυνα και μπορούν να προκαλέσουν, όπως είδατε με την κακοκαιρία Boris στην Ευρώπη, πολύ ακραίες καταστάσεις… πάνω από 20 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Και στο άλλο κομμάτι της χώρας, στα νησιά του Αιγαίου, κυρίως στα Δωδεκάνησα, στην Κρήτη, αλλά και στην Αττική και πιο νότια εξακολουθούμε να έχουμε καθημερινά 25-30 πυρκαγιές. Οπότε το μισό Πυροσβεστικό Σώμα, η Πολιτική Προστασία και οι λοιπές δυνάμεις απασχολούνται με τα καιρικά φαινόμενα και οι άλλες μισές με τις φωτιές», ανέφερε ο κ. Κικίλιας.
Σχετικά με τη φετινή αντιπυρική περίοδο, τόνισε πως παρά το γεγονός ότι επικράτησαν, σύμφωνα με τους επιστήμονες, οι δυσκολότερες πυρομετεωρολογικές συνθήκες των τελευταίων 40 ετών και εκδηλώθηκαν 4.500 πυρκαγιές, τελικά κάηκαν 24% λιγότερα στρέμματα συγκριτικά με τον μέσο όρο 20ετίας.
«Είδατε τι έγινε σε άλλες χώρες, είδατε τις extreme καταστάσεις στην Πορτογαλία. Η Πορτογαλία από το 2017 έχει επενδύσει τεράστια κεφάλαια, δισεκατομμύρια ευρώ, μετά από μία τραυματική χρονιά που είχαν, εγκαθιδρύοντας ένα νέο σύστημα πρόληψης και δασοπροστασίας. Δυστυχώς, όμως, οι φετινές ανυπέρβλητες συνθήκες από τον Ατλαντικό, δηλαδή οι ισχυροί άνεμοι και η ξηρασία στα μέσα του Σεπτέμβρη, προκάλεσαν μία πυρκαγιά που εξαπλώθηκε σε πολύ μεγάλο της χώρας, με πολλαπλά μέτωπα και έκαψε 1.200.000 στρέμματα», σημείωσε ο υπουργός.
Σε ό,τι αφορά την πρόληψη με στόχο την καλύτερη δυνατή αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών που προκαλούν τα ακραία καιρικά φαινόμενα, ο κ. Κικίλιας επεσήμανε ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα θα συνεχιστεί η διάνοιξη αντιπυρικών ζωνών, τα έργα αντιπυρικής προστασίας από ΔΕΔΔΗΕ και ΑΔΜΗΕ, και θα ενισχυθεί η προσπάθεια που έγινε φέτος με τους καθαρισμούς των οικοπέδων. Επιπλέον, όπως υπογράμμισε, θα προχωρήσει και το σχέδιο της κυκλικής οικονομίας, σύμφωνα με το οποίο οι δήμοι θα διοχετεύουν στη βαριά βιομηχανία τα κλαδέματα και τα υπολείμματα καθαρισμών ως καύσιμη ύλη, έναντι ανταποδοτικού τέλους.