Προικισμένος αφηγητής, μυθιστοριογράφος με πλούσια φαντασία και δεινός ζωγράφος χαρακτήρων, ο Καραγάτσης, που έγραψε επίσης πολλά κείμενα για εφήβους ή παιδιά, διαβάζεται εδώ και πολλές δεκαετίες από διαδοχικές γενιές αναγνωστών, ενώ πολύχρονο είναι και το ενδιαφέρον της φιλολογίας και της κριτικής, οι οποίες κατ’ επανάληψη τον έχουν τιμήσει, μέχρι και τις ημέρες μας, σε μελέτες, αφιερώματα λογοτεχνικών περιοδικών και επιστημονικά συνέδρια. Ένας τόμος, ο οποίος κυκλοφόρησε πρόσφατα από την Εστία, με επιμέλεια της Χριστίνας Ντουνιά, υπό τον τίτλο «Ο αγαπών σε, Μίτιας», τον φέρνει τώρα στο επίκεντρο της προσοχής ως επιστολογράφο και ημερολογιογράφο, με ημερολογιακές εγγραφές και με επιστολές του, μεταξύ 1928 και 1933, προς τον Γιώργο Ρωμανό, που αργότερα θα γίνει γνωστός Αθηναίος δικηγόρος, και προς τον Νίκο Καλαμάρη ή Νικόλαο Κάλας, που θα διακριθεί στο μέλλον ως ποιητής και κριτικός της γενιάς του 1930, αλλά και ως θεωρητικός της τέχνης με διεθνή απήχηση.
Είναι όλοι τους πολύ νέοι, ψάχνουν και οι τρεις τον εαυτό τους και την ταυτότητά τους, το αίμα και το πνεύμα βρίσκονται σε αναβρασμό και τα πάντα γίνονται φανερά στις επιστολές του Μίτια, που εκφράζεται ήδη με αθυρόστομο, παιγνιώδη και συχνά σαρκαστικό και αυτοσαρκαστικό τρόπο, περιγελώντας φίλους και εχθρούς. Ο Καραγάτσης παροτρύνει τον Ρωμανό να ξεφύγει από τον νομικό του κόσμο και να απολαύσει τη λογοτεχνία και τις τέχνες στη Γερμανία, όπου και σπουδάζει, ενώ υπολήπτεται βαθιά τον Καλαμάρη, αν και εξαρχής κάτι τον κρατάει σε απόσταση από την προσωπικότητά του.
Επιστολές του Καραγάτση έχουν δημοσιευτεί από την Εστία το 1919, τις έχει επιμεληθεί η Λίζυ Τσιριμώκου, με τίτλο «Αλληλογραφία δύο ερωτευμένων. Τον καιρό του Γιούγκερμαν, 1935-1937», και από την Άγρα το 2010, σε επιμέλεια της Μαίρης Μικέ, υπό τον τίτλο «Αλληλογραφία Νίκου Καββαδία Μ. Καραγάτση». Στην «Αλληλογραφία δύο ερωτευμένων» ο Καραγάτσης επικοινωνεί με τη γυναίκα του και εικαστικό Νίκη Καραγάτση (Νίκη Καρυστινάκη τότε), την πρώτη περίοδο του γάμου τους, από το 1935 μέχρι το 1937, όταν είναι πολύ ερωτευμένοι, με την κόρη τους Μαρίνα νεογέννητη και με το πρόσωπο του πατέρα να λάμπει από χαρά πάνω από το πρόσωπο του μικρού κοριτσιού. Αυτά γίνονται τις παραμονές που θα αρχίσει να δημοσιεύεται ο «Γιούγκερμαν», εν έτει 1938, εκείνο, όμως, που πρωτίστως παρακολουθούμε είναι ο ιδιωτικός βίος του νιόπαντρου Καραγάτση. Η αλληλογραφία με τον Καββαδία ξεκινάει το 1939, όταν ο ίδιος υπηρετεί τη στρατιωτική του εκπαίδευση στην Ξάνθη, και σταματά το 1965, μία πενταετία αφότου έχει πεθάνει ο Καραγάτσης, με έναν απόηχο: ο φίλος του επικοινωνεί λίγες ημέρες μετά την Πρωτοχρονιά με τη Νίκη, για να της κοινοποιήσει τη θαλασσινή μελαγχολία του, αλλά και για να της αραδιάσει μερικά από τα λατρεμένα τους ζωγραφικά ονόματα. Αμφότεροι οι συγγραφείς γοητεύονται από το ζην επικινδύνως: ο Καραγάτσης πλάθοντας αυτοκαταστροφικούς μυθιστορηματικούς ήρωες, ο Καββαδίας ρίχνοντας επί ματαίω μποτίλιες στο θαλασσινό νερό. Το πλαίσιο, πάντως, των επιστολών παραμένει κι εδώ ιδιωτικό.
Τα γραπτά που περιέχονται στο «Ο αγαπών σε, Μίτιας» δεν είναι παιχνίδια με τις λέξεις ενός ερωτευμένου, ούτε υφολογικές ασκήσεις μεταξύ ομοτέχνων, όπως στους δυο παλαιότερους επιστολογραφικούς τόμους, αλλά ξεχωρίζουν για τις λογοτεχνικές τους αιχμές, σε συνάρτηση αυτήν τη φορά με το πρώτο μυθιστόρημα του Καραγάτση «Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν» (1933), αλλά και πάλι με τον «Γιούγκερμαν», τον οποίο ο συγγραφέας συλλαμβάνει εκείνη ακριβώς την εποχή. Η Ντουνιά δείχνει με απόλυτη σαφήνεια στο επίμετρό της ότι στη νιότη του ο Καραγάτσης υιοθετούσε με θέρμη τις ιδέες της Αριστεράς, όπως προκύπτει και από τα γράμματα, και πως υπερασπιζόταν αναλόγως τον «Συνταγματάρχη Λιάπκιν» ως κοινωνικοπολιτικό μυθιστόρημα για την οικονομική κατάσταση της Θεσσαλίας (τις αυτοβιογραφικές και δη ερωτικές αναφορές του Καραγάτση στον «Γιούγκερμαν» υποδεικνύει μια πικρή αισθηματική ιστορία των επιστολών). Η διαφωνία από ένα σημείο και μετά του Καραγάτση με τον Καλαμάρη, ορατή στις επιστολές και στις ημερολογιακές εγγραφές, που αργότερα εξελίχθηκαν σε διηγήματα, οφείλεται στο ότι ο Μίτιας θεωρεί τον αλλοτινό του φίλο δέσμιο της αφαιρετικής έκφρασης του μοντερνισμού, ενώ ο ίδιος δίνει μάχες υπέρ του ρεαλισμού και των δυνατοτήτων να απεικονίζει εις βάθος και με ακρίβεια την πραγματικότητα. Ο Καραγάτσης μπαίνει έτσι στα χωράφια και της λογοτεχνικής Αριστεράς και τα ομόλογα περιοδικά του καιρού, όπως οι «Νέοι πρωτοπόροι», δεν το αγνοούν κατά το παραμικρό. Στα ημερολόγιά του εξάλλου ο Καραγάτσης δεν διστάζει να τα βάλει με διακεκριμένες μορφές της γενιάς του ή και με κατά τι προγενέστερους: τον ενοχλεί ο βερμπαλισμός του Σικελιανού και η πόζα του Θεοτοκά πλην σέβεται το έργο του Μυριβήλη, ακόμα κι αν πιστεύει πως είναι κακότεχνο.
Ο βίος του συγγραφέα και τα εξωλογοτεχνικά τεκμήρια της ζωής του δεν πρέπει να σκιάζουν το έργο του, λέγαμε παλαιότερα. Η Ντουνιά, όμως, δείχνει με τη δουλειά της, και χάρη βεβαίως στον Καραγάτση, πως τα εξωλογοτεχνικά και τα βιογραφικά δεδομένα μάς βοηθούν ενίοτε στο να εμβαθύνουμε σε παραμελημένες ή παραμερισμένες πτυχές του συγγραφικού έργου. Και ο ψυχαναλυτικός Καραγάτσης των νεότερων χρόνων, μαζί με την εικόνα της κυριαρχίας των ερωτικών ενστίκτων της δύναμης της βιολογίας, δεν είναι ο Καραγάτσης της νεότητας όπως περίτρανα το αναδεικνύουν οι επιστολές και τα ημερολόγιά του.
ΑΠΕ