Κατά τη διάρκεια της ανασκαφής αποκαλύφθηκε τμήμα του κτιρίου και κατέστη φανερό ότι οι διαστάσεις του είναι μεγαλύτερες από την αρχική εκτίμηση που βασιζόταν στη γεωφυσική έρευνα. Το συνολικό μήκος του οικοδομήματος εκτιμάται σε περίπου 28 μέτρα, το δε πλάτος του υπερβαίνει τα 9 μέτρα. Πρόκειται για ναό του 6ου αιώνα π.Χ. με δύο οικοδομικές φάσεις.
Σύμφωνα και με τα νεότερα στοιχεία, φαίνεται ότι ο ναός αυτός ήταν λατρευτικό κτίριο εντός του περίφημου ιερού του Ποσειδώνα, το οποίο αποτελούσε σημαντικό θρησκευτικό κέντρο της Αμφικτυονίας των πόλεων της Τριφυλίας (Στράβων, Γεωγραφικά, 8o βιβλίο).
Κτίστηκε στην αρχαϊκή εποχή, αλλά φαίνεται ότι ανακατασκευάστηκε κατά το β΄ μισό του 4ου - αρχές του 3ου αι. π.Χ. και αποτελείται από δύο κύριες αίθουσες, καθώς και μία μικρότερη στο βορειοδυτικό (πίσω) τμήμα.
Ο χώρος, που αρχικά είχε ερμηνευτεί ως πρόναος, αποδείχθηκε ότι ήταν η μία αίθουσα του σηκού, στην οποία εντοπίστηκαν βάσεις δύο κιόνων κιονοστοιχίας στον άξονα του κτιρίου, που ανήκει στην αρχαϊκή φάση. Μπορούμε να υποθέσουμε, προσθέτει η ανακοίνωση, ότι υπήρχαν όμοιοι κίονες και στη δεύτερη αίθουσα. Σε κάθε περίπτωση, η κάτοψη του ναού είναι ασυνήθιστη, χωρίς ακριβή παράλληλα.
Η λειτουργία των δύο κύριων χώρων είναι ακόμη ασαφής. Ίσως λατρεύονταν δύο θεότητες, ή η δεύτερη αίθουσα θα μπορούσε να χρησιμεύει ως έδρα της αμφικτυονίας. Κατά την ανακατασκευή του ναού, τα κεραμίδια της παλαιάς στέγης επαναχρησιμοποιήθηκαν, καθώς τοποθετήθηκαν ομοιόμορφα ως υπόστρωμα για το νέο δάπεδο.
Το ερευνητικό πρόγραμμα που αποσκοπεί στη διερεύνηση της τοπογραφίας της περιοχής και στον εντοπισμό του ιερού του Ποσειδώνα και του λιμανιού του Σαμικού, αποτελεί συνεργασία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ηλείας με το Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών, υπό την διεύθυνση των Δρ. Birgitta Eder και Δρ. Ερωφίλης Κόλλια.
Η αρχαιολογική έρευνα χρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Gerda Henkel και το Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών και οι γεωφυσικές έρευνες υλοποιούνται από ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου του Kιέλου, ενώ η γεωαρχαιολογική διερεύνηση από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Mάιντς. Τα επόμενα χρόνια, η ομάδα σκοπεύει να συνεχίσει την έρευνα στη θέση, ώστε να εντοπίσει περισσότερα στοιχεία για την έκταση και τη μορφή του ιερού.