Ο όρος «ανοσιακό χρέος» («immunity debt ή immunity gap») αναφέρθηκε για πρώτη φορά στη βιβλιογραφία το 2021, και ορίζεται ως η ελλιπής διέγερση του ανοσοποιητικού είτε λόγω των μειωμένων κυκλοφορούντων αναπνευστικών ιών με τη χρήση μη φαρμακευτικών μέτρων πρόληψης, όπως η χρήση μάσκας, αντισηψίας κ.λπ., ή και λόγω της παράλληλης μείωσης του εμβολιασμού εναντίον άλλων λοιμώξεων κατά την πανδημία. Μάλιστα, είχε προβλεφθεί ότι αυτό το «χρέος» θα αποπληρωθεί μετά το πέρας της πανδημίας.
Σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, η παθολόγος καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου και ο ιατρός Παναγιώτης Μαλανδράκης συνοψίζουν τα πρόσφατα δεδομένα, που δημοσιεύθηκαν στις 10 Ιανουαρίου στο διεθνές περιοδικό «JAMA». Σύμφωνα με αυτή τη σύνοψη, οι κινεζικές αρχές ανακοίνωσαν τον Νοέμβριο του 2023 ότι μετά την άρση των προστατευτικών μέτρων παρατηρήθηκε αύξηση στις λοιμώξεις του αναπνευστικού. Το ίδιο έχει παρατηρηθεί και διεθνώς. Το όφελος των εμβολίων, πέρα από την προστασία από ένα ορισμένο παθογόνο, είναι και μία προστασία από άλλα διαφορετικά παθογόνα μέσω μίας διαδικασίας που λέγεται «ετερόλογη ανοσία» («heterologous immunity»).
Ένας επιπρόσθετος όρος που χρησιμοποιήθηκε στη βιβλιογραφία είναι η «ανοσιακή κλοπή» («immunity theft») που είναι η μείωση της ανοσίας που οφείλεται στον ίδιο τον ιό SARS-CoV-2, αφήνοντας κάποιον ασθενή -μετά τη λοίμωξη από κορονοϊό- πιο ευάλωτο σε μια επόμενη λοίμωξη. Η προσπάθεια τα προηγούμενα χρόνια να ελεγχθεί η πανδημία του κορονοϊού οδήγησε σε λιγότερες λοιμώξεις του αναπνευστικού εκείνες τις χρονιές και αυτό με τη σειρά του αύξησε τον αριθμό των λοιμώξεων τα επερχόμενα έτη, ακολουθώντας τις βασικές αρχές της επιδημιολογίας των λοιμώξεων. Η χαμηλή επίπτωση του RSV κατά την πανδημία οδήγησε στη μείωση των αντισωμάτων των ενηλίκων, που προστατεύουν από τη σοβαρή λοίμωξη. Τα νεογνά στηρίζονται στα αντισώματα της μητέρας για την προστασία τους. Ο ιός SARS-CoV-2 προκαλεί μία ανοσοκαταστολή μετά την οξεία λοίμωξη, κάτι που είναι γνωστό και με άλλες ιογενείς λοιμώξεις, καθώς το ανοσοποιητικό σύστημα χρειάζεται να «επιδιορθωθεί» μετά τη λοίμωξη. Σύμφωνα με μελέτη στις ΗΠΑ, ο κίνδυνος για την εμφάνιση RSV λοίμωξης στα παιδιά, που προηγουμένως είχαν νοσήσει με COVID-19, ήταν 6,4%, συγκριτικά με το 4,3% των παιδιών, που δεν είχαν νοσήσει.
Επιπρόσθετα, το ανοσοποιητικό σύστημα επηρεάζει και τη νόσο του μακροχρόνιου COVID-19 «long COVID», που απασχολεί αρκετά τη διεθνή βιβλιογραφία. Το μακροχρόνιο COVID έχει αποδοθεί και στη χρόνια διέγερση του ανοσοποιητικού από την παρουσία αντιγόνου του ιού. Αυτή η διέγερση του ανοσοποιητικού επιβεβαιώθηκε και σε άλλες μελέτες ασθενών, που ανάρρωσαν από σοβαρή νόσο COVID-19, στους οποίους μετρήθηκαν διαταραχές εκφράσεων γονιδίων των αιμοποιητικών κυττάρων, και αυξημένα μόρια φλεγμονής ακόμη και 1 έτος μετά τη νόσησή τους από τον ιό αυτό.