Μην ξέροντας λοιπόν με τι άλλο τρόπο να βοηθήσει η εκπαιδευτικός, ζήτησε τη νομική συμβουλή της δικηγόρου Εβελυν Μουτεβελή - Φιλιπποπούλου “προκειμένου να γνωρίζει αν προβλέπεται κάτι από το νόμο που να της δίνει το δικαίωμα να κινήσει κάποια διαδικασία”, εξηγεί η ίδια η Καλαματιανή δικηγόρος, η οποία μίλησε στην “Ε” για τη συμμετοχή της στο πανελλήνιο συνέδριο της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, που συνδιοργάνωσε το περασμένο Σάββατο στην Αθήνα με την Ενωση Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων. Χρησιμοποιώντας λοιπόν ως παράδειγμα ένα αληθινό περιστατικό, η δικηγόρος ανέλυσε με το θέμα “Συνεργασία σχολείου, οικογένειας και κράτους για την πρόληψη, διαχείριση και καταστολή περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας” τα θετικά αλλά και τα κωλύματα του σχετικού νόμου.
ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ
Το ζητούμενο για την εκπαιδευτικό φυσικά ήταν να ψάξει κάποιος το περιβάλλον στο σπίτι της μαθήτριας και να βρεθεί τρόπος να την προστατέψουν. Και “τις δυνατότητες αυτές τις προβλέπει ο νόμος 3500 του 2006”, αλλά και πάλι τίθεται ζήτημα αν “θα της έδειχνε τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να κινηθεί”, σημειώνει η κ. Μουτεβελή για να απαντήσει καταφατικά. Πώς; “Ο νόμος προβλέπει στο άρθρο 23 ότι «Εκπαιδευτικός της πρωτοβάθμιας ή της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ο οποίος, κατά την εκτέλεση του εκπαιδευτικού του έργου, με οποιονδήποτε τρόπο πληροφορείται ή διαπιστώνει ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος μαθητή έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας, ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση τον διευθυντή της σχολικής μονάδας. Ο διευθυντής της σχολικής μονάδας ανακοινώνει, αμέσως, την αξιόποινη πράξη στον αρμόδιο εισαγγελέα, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 37 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ή στην πλησιέστερη αστυνομική αρχή»”.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΑΠΛΟ
Είναι, όμως, στ’ αλήθεια τόσο απλό; Η Εβελυν Μουτεβελή απαντά πως “οι δυο - τρεις αρχικές ενέργειες που προβλέπονται από το νόμο είναι μεν σαφέστατες, χωλαίνουν όμως κατά τη γνώμη μου στο ρεαλισμό της εφαρμογής τους σε ένα προσωποκεντρικό εκπαιδευτικό σύστημα, όπως είναι το ελληνικό”. Ενα από τα ζητήματα που προκύπτουν είναι και η σχέση εμπιστοσύνης εκπαιδευτικού - μαθητή, καθώς “εάν το πρόβλημα της μαθήτριας δημοσιοποιηθεί, τότε το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα ξαναεμπιστευθεί την εκπαιδευτικό”. Κανείς επίσης δεν μπορεί να εγγυηθεί στη συνέχεια “τη σχέση εμπιστοσύνης των γονιών με το σχολείο και πιο συγκεκριμένα της συγκεκριμένης μητέρας με το σχολείο και τη συγκεκριμένη εκπαιδευτικό”, αλλά και με τους υπόλοιπους γονείς “που θα νιώθουν ότι απειλείται το οικογενειακό τους άβατο”, αναφέρει η δικηγόρος.
Εξίσου σημαντικό βέβαια είναι και το κατά “πόσο προετοιμασμένοι είναι οι εκπαιδευτικοί της χώρας μας, ώστε να μπορούν να διαχειριστούν τις πιθανές συνέπειες της καταγγελίας τους και από την άλλη αν η κοινωνία μας έχει την κατάλληλη κουλτούρα, ώστε να ενθαρρύνει τέτοιες πράξεις ή βρίσκεται ακόμα σε εκείνο το στάδιο, όπου μια τέτοια ενέργεια είναι εμπλοκή στο ιερό άβατο της οικογένειας και επομένως κατακριτέα”.
ΚΑΙ ΑΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ;
Επιπρόσθετα, “ενέχεται κι άλλος ένας υπαρκτός κίνδυνος σε τέτοια περιστατικά: Η πιθανότητα το παιδί να μην λέει την αλήθεια” και σε αυτή την περίπτωση “πώς προστατεύεται ο εκπαιδευτικός, αφού ο νόμος δεν προϋποθέτει -κι ορθώς δεν προϋποθέτει- την πρότερη ενημέρωση του γονιού αλλά την άμεση καταγγελία;”, επισημαίνει με ένα ρητορικό ερώτημα η ίδια. Και προσθέτει πως “στο σημείο αυτό υπάρχει κενό. Αρα τι θα γίνει; Θα αφήσουμε τα περιστατικά αυτά στην τύχη και στην προσωπική έμπνευση του εκπαιδευτικού;”, ερωτά. Η απάντηση στο ερώτημα είναι το Παρατηρητήριο για τη Βία στο Σχολείο, που η Πολιτεία θεσμοθέτησε το 2009. Το Παρατηρητήριο όμως, “συλλέγει, καταγράφει και αναλύει στοιχεία που αφορούν στην έκταση και τις μορφές βίας στο σχολείο -η βία δεν εξειδικεύεται, αλλά μελετάται ως φαινόμενο, πράγμα που σημαίνει ότι η εκδήλωσή της στο σχολείο είναι το προφανές και όχι το αίτιο”, επισημαίνει. Αλλά και οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν μια επαρκή κατάρτιση στα φαινόμενα βίας μέσα στο σχολείο και πώς αυτά αντιμετωπίζονται. “Η προσωπική μου έρευνα έδειξε ότι τα σχετικά σεμινάρια αφορούσαν 50 ώρες διαδικτυακής ασύγχρονης τηλεκπαίδευσης (έτσι αποδίδεται ο όρος e-learning), με εξετάσεις πιστοποίησης που δόθηκαν επίσης διαδικτυακά!”, σημειώνει.
ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ
Οσον αφορά το περιστατικό που λειτούργησε ως παράδειγμα, η εκπαιδευτικός ενημέρωσε το διευθυντή του σχολείου της και αυτός με τη σειρά του ζήτησε τη γνώμη του ψυχολόγου του Σταθμού Συμβουλευτικής Νέων. Την επόμενη ημέρα κατέφθασε κλιμάκιο του Σταθμού στη σχολική μονάδα, μίλησε με τη μαθήτρια και στη συνέχεια κλήθηκε η μητέρα να μιλήσει. Η εκτίμηση των ψυχολόγων ήταν ότι το παιδί δεν κινδύνευε, απλώς “συμβίωνε με μια ανώριμη μητέρα που είχε με τις κόρες της μια πιο εφηβική σχέση, προσπαθώντας να διαχειριστεί το διαζύγιο με το σύζυγο”.
ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΚΕΝΟ
Ο νόμος -λέει η Εβελυν Μουτεβελή- είναι “πραγματικά καινοτόμος με την αναζήτηση και προβολή των αιτίων της ενδοοικογενειακής βίας, αφήνει εντούτοις ένα κενό ανάμεσα στο τι πρέπει να κάνει το σχολείο και στον τρόπο με τον οποίο οι εμπλεκόμενοι φορείς μπορούν να δράσουν, ώστε να είναι νομικά καλυμμένοι και να μπορούν να επιτελούν απρόσκοπτα το έργο τους”. Γιατί “ορθώς το άρθρο 21 του νόμου προβλέπει λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο θα εκδηλωθεί στα θύματα ενδοοικογενειακής βίας η κοινωνική συμπαράσταση, που απαιτείται, προκειμένου ένα θύμα να ορθοποδήσει από τα τραύματα που του άφησε η ενδοοικογενειακή βία. Δεν παύει, όμως, να είναι μέτρο καταστολής. Και είναι επιτακτική η ανάγκη να εξειδικευθεί αυτή η συμπαράσταση σε ό,τι αφορά το σχολείο. Πρέπει να καταστεί σαφές το πώς το σχολείο θα βοηθήσει το παιδί ή και το γονιό να ορθοποδήσει”, τονίζει η ίδια. Θα είχε λοιπόν ενδιαφέρον “να δούμε νομικά εάν θα μπορούσε να προωθηθεί ένα μοντέλο αντιμετώπισης της ενδοοικογενειακής βίας, όπου το σχολείο θα βρισκόταν σε ρόλο διαμεσολαβητή και θα βοηθούσε έτσι τον εύθραυστο ψυχικό κόσμο του παιδιού να αντιμετωπίσει τις καταστάσεις που το αφορούν μακριά από μια δικαστική αίθουσα”.
Η ΠΡΟΛΗΨΗ
Η ουσία είναι όμως, ως κοινωνία, “να δούμε πώς θα προλαμβάνουμε. Κι αν θέλουμε αληθινά να μιλήσουμε για πρόληψη, θα πρέπει να ξαναθυμηθούμε το θρυλικό «δράξασθε παιδείας» του Αδαμάντιου Κοραή”, μας λέει η ίδια. Θα μπορούσαν λοιπόν να γίνουν μερικά πολύ απλά βήματα, όπως “να ενισχυθεί ο θεσμός της ανάδοχης οικογένειας, για να μπορούν να βρουν υγιές καταφύγιο παιδιά που κακοποιούνται. Να υπάρχει ένα πιο σαφές πλαίσιο, ώστε ο εκπαιδευτικός να μπορεί να ασκήσει το λειτούργημά του και να μην φοβάται τις όποιες συνέπειες αν καταγγείλει ένα περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας. Η στελέχωση με επαρκές εξειδικευμένο προσωπικό τουλάχιστον των σχολών γονέων των δήμων ή η περαιτέρω κατάρτιση των εκπαιδευτικών που λειτουργούν με ελλιπείς γνώσεις ως σύνδεσμος με το Παρατηρητήριο Σχολικής Βίας”.
Και η δυσκολία “δεν βρίσκεται στην έλλειψη πόρων ή νόμων ή θεσμών. Βρίσκεται στην ίδια την καρδιά της κοινωνίας, εκεί που χτυπούν οι παλμοί των στόχων της. Δεν στοχεύει στη δημιουργία πολιτών κι έτσι συμμαζεύει όσο, όποτε και όπως μπορεί τα κομμάτια της με μέτρα καταστολής. Αντί οικογένεια, σχολείο και κράτος να είναι συμμέτοχοι στο ιερό έργο διαμόρφωσης ολοκληρωμένων προσωπικοτήτων, κοιτούν αμέτοχοι όποιο περιστατικό βίας έλθει στο προσκήνιο”, τονίζει καταλήγοντας η Εβελυν Μουτεβελή - Φιλιπποπούλου.
ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
Το περασμένο Σάββατο διεξήχθη στην Αθήνα η ημερίδα με θέματα “Ενδοοικογενειακή βία” και “Κακοποιημένες γυναίκες και παιδιά”, που συνδιοργάνωσαν η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου και η Ενωση Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων, στην Αθήνα.
Το συνέδριο διεξήχθη σε 5 θεματικές ενότητες, ενώ μία εκ των 45 εισηγητών ήταν και η Καλαματιανή δικηγόρος Εβελυν Μουτεβελή - Φιλιπποπούλου, η οποία στην ενότητα “Ποινική διαμεσολάβηση στο νόμο περί ενδοοικογενειακής βίας” ανέπτυξε το θέμα “Συνεργασία σχολείου, οικογένειας και κράτους για την πρόληψη, διαχείριση και καταστολή περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας”.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ενωση Ποινικολόγων, ως ελάχιστη ένδειξη τιμής στον δολοφονηθέντα συνάδελφό τους Μιχάλη Ζαφειρόπουλο, αφιέρωσε στη μνήμη του το συνέδριο.