Κυριακή, 18 Νοεμβρίου 2018 12:00

Αθώωση Αλβανού για ληστεία ηλικιωμένων στο Νιοχώρι Αριστομένη

Αθώωση Αλβανού για ληστεία ηλικιωμένων στο Νιοχώρι Αριστομένη

 

Αθώος κρίθηκε ένας Αλβανός κατηγορούμενος ο οποίος κάθισε στο εδώλιο του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων ως υπαίτιος για τη ληστεία ενός ζευγαριού ηλικιωμένων, και της κόρης τους την οποία φιλοξενούσαν εκείνη την περίοδο, πριν από 3 χρόνια το Σεπτέμβριο, στο Νιοχώρι του Δήμου Μεσσήνης.

Οι διωκτικές αρχές είχαν στηρίξει την κατηγορία στην άρση απορρήτου των τηλεφωνικών κλήσεων του κατηγορουμένου - ωστόσο τα στοιχεία δεν ήταν αρκετά ισχυρά για την καταδίκη του. Η εισαγγελέας μάλιστα ζήτησε την αναβολή της υπόθεσης για κρείσσονες αποδείξεις, ώστε να αναζητηθούν πιο λεπτομερή στοιχεία από την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας.

Οι καταθέσεις των γονιών και της κόρης τους στο δικαστήριο ήταν συγκλονιστικές - ενώ η ηλικιωμένη γυναίκα είχε πιάσει την κουβέντα στον έναν από τους δύο άνδρες που εισέβαλαν ξημερώματα στο σπίτι τους, κι εκείνος της είπε ότι δούλευε στα χωράφια τους.

 

Ο ΕΝΑΣ ΕΙΧΕ ΤΑΤΟΥΑΖ ΣΤΟ ΧΕΡΙ

Οι δύο ληστές έμειναν κοντά μια ώρα στο σπίτι φέρνοντας τα πάνω κάτω για να βρουν χρήματα. Οπως κατέθεσαν τα θύματά τους, κοιμόντουσαν στα κρεβάτια τους όταν λίγο πριν τις 4 τα ξημερώματα άκουσε την κόρη της να φωνάζει "μαμά". Ανοιξε τα μάτια της και είδε πάνω από το κρεβάτι του παιδιού της έναν άντρα να της έχει κλείσει το στόμα. Ο ηλικιωμένος σύζυγός της κοιμόταν σε διπλανό δωμάτιο και ο άλλος ληστής τον απειλούσε με ένα κατσαβίδι για να μείνει ήσυχος.

Η 81χρονη σήμερα γυναίκα περιέγραψε στο δικαστήριο πώς παρακάλεσε να μην κλείσουν το δικό της στόμα και του συζύγου της με ταινία, γιατί ο ένας του πάσχει από την καρδιά του και ο άλλος έχει άσθμα, οπότε φοβήθηκε ότι θα πεθάνουν. Ο ένας ληστής, ο οποίος είχε ένα χαρακτηριστικό μαύρο τατουάζ στο χέρι, σεβάστηκε αυτό που του είπε η γυναίκα και αντί να τους δέσει και να τους φιμώσει, τους έβαλε σε ένα δωμάτιο και τους φύλαγε όσο ο άλλος έκανε άνω κάτω το σπίτι για να βρει χρήματα.

 

ΕΜΕΙΝΑΝ ΝΑ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΥΝ

Η ηλικιωμένη και η κόρη της μετέπειτα περιέγραψαν με ψυχραιμία στο δικαστήριο τι βίωσαν εκείνο το ξημέρωμα - ενώ λίγο νωρίτερα ο ηλικιωμένος άνδρας υπέθετε ότι πρέπει να ήταν τρεις, γιατί ο ένας ληστής ο οποίος τους φύλαγε στο δωμάτιο έπαιρνε τηλέφωνο και με κάποιον συνομιλούσε στα αλβανικά, επαναλαμβάνοντας ένα αλβανικό όνομα το οποίο είχαν ξανακούσει στα χωράφια τους όπου δούλευαν ξένοι εργάτες. Η σύζυγός του είπε μάλιστα πως όση ώρα έμειναν να κουβεντιάζουν με τον ένα ληστή (ο οποίος φορούσε μαύρη κουκούλα που έκρυβε το πρόσωπό του και πλεχτά γάντια), της εκμυστηρεύτηκε ότι δούλευε στα χωράφια τους. Οταν λοιπόν τον ρώτησε μήπως δεν τον τάισε ή δεν τον πλήρωσε καλά, εκείνος έμεινε βουβός. Ο άλλος (ο κατηγορούμενος σύμφωνα με το κατηγορητήριο) φορούσε και αυτός γάντια μιας χρήσης και είχε τυλίξει στο κεφάλι του την μπλούζα της κόρης του ζευγαριού, που βρήκε δίπλα στο κρεβάτι της. Εκεί στηρίχτηκε άλλωστε και η υπεράσπιση για να ζητήσει την αθώωσή του, επισημαίνοντας πως όταν συνελήφθη έδωσε σάλιο για να γίνει σύγκριση DNA με αυτό που βρέθηκε στην μπλούζα και ήταν αρνητικό.

 

ΤΟΥΣ ΚΛΕΙΔΩΣΑΝ ΣΤΟ ΜΠΑΝΙΟ

Οι ληστές αφού πήραν 200 ευρώ που τους έδωσε η κόρη του ζευγαριού από το πορτοφόλι της, άλλα 300 ευρώ από ένα σακάκι του ηλικιωμένου και το χρυσό σταυρό από το λαιμό της συζύγου του, έπιασαν και τους κλείδωσαν στο μπάνιο. Φεύγοντας άφησαν ανοιχτή την εξώπορτα ώστε κάποιος να τους βρει. Οι τρεις τους για να φωνάξουν βοήθεια έσπασαν το τζάμι, και αφού πια ξημέρωσε, ένα παιδί που περνούσε για να πάρει το λεωφορείο για το σχολείο άκουσε τις φωνές τους. Αυτό το παιδί ήταν που έτρεξε και χτύπησε την πόρτα ενός γειτονικού σπιτιού και οι γείτονες βρήκαν και άνοιξαν στο ζευγάρι και την κόρη τους.

Ν.Κ.