Καλαματιανοί δικηγόροι επισημαίνουν στην "Ε" τη διόγκωση φορολογικών δικών αλλά πιστεύουν πως η πρόσφατη τροποποίηση του σχετικού νόμου θα αποσυμφορήσει τα δικαστήρια. Επίσης μιλούν και για τους λόγους που οδήγησαν στην υπερπληθώρα τέτοιων υποθέσεων.
Ο Περικλής Ξηρογιάννης, αντιπρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Καλαμάτας, παρατηρεί πως έχει διογκωθεί τα τελευταία χρόνια ο αριθμός των φορολογικών υποθέσεων στα δικαστήρια της Καλαμάτας, μετά και την ίδρυση των ειδικών φορολογικών δικαστηρίων. Ομως μετά την τροποποίηση του φορολογικού νόμου αναμένει την εκτόνωσή τους. «Εχουν μεγαλώσει τα ποσά τόσο για βεβαιωμένα χρέη προς το Δημόσιο όσο και για τη μη απόδοση ΦΠΑ, που σημαίνει στην πράξη ότι οι περισσότερες από αυτές τις υποθέσεις θα πάψουν να διώκονται και θα μειωθεί η βαρύτητα του αδικήματος», αναφέρει. Το ίδιο έγινε και για τα χρέη προς ασφαλιστικά ταμεία και φορείς του Δημοσίου, οπότε προβλέπει πως «θα εκτονωθούν τα πινάκια των δικαστηρίων γιατί πολλές υποθέσεις θα είναι μη ποινικά τιμωρητέες». Οσο για το γιατί υπήρξε αυτή η διόγκωση, επισημαίνει ότι είναι «ένα σύμπτωμα της κακής οικονομικής πορείας και βέβαια γιατί δεν υπάρχει ρευστό στην αγορά».
Ο Χρήστος Χρυσός επισημαίνει πως «η συνέχιση επί μακρόν της οικονομικής ύφεσης, που πλήττει και εξαφανίζει τις επιχειρήσεις και καθημερινά βαθαίνει περισσότερο, σε συνδυασμό με την έλλειψη ουσιώδους και εκτεταμένου ελέγχου από το κράτος στα έσοδα των φορολογουμένων και της ακρίβειας και αλήθειας των φορολογικών στοιχείων, είναι ο κύριος παράγοντας που τα φορολογικά αδικήματα είναι πολλαπλά και ποικίλα, ενώ θα πληθαίνουν». Βέβαια, όπως λέει, αυτό οφείλεται και «στη συνήθη πρακτική του Ελληνα όλα τα προηγούμενα της κρίσης χρόνια, που από κοινού με την σκόπιμη και ηθελημένη ανοχή των κυβερνώντων, επιχειρούσε να αποκομίσει έσοδα παράνομα σε βάρος του κράτους».
Ο Σπύρος Λαπιώτης τονίζει πως «στη χώρα μας παρατηρείται το φαινόμενο της έντονης ποινικής καταστολής ως αντιστάθμισμα στην προβληματική δημόσια διοίκηση και στην αδυναμία είσπραξης φόρων, με αποτέλεσμα να διογκώνεται ο αριθμός των υποθέσεων στα ποινικά φορολογικά δικαστήρια». Ενώ, μόλις τον περασμένο μήνα «τροποποιήθηκαν διατάξεις σχετικά με τα εγκλήματα φοροδιαφυγής και τις ποινικές κυρώσεις και, μεταξύ των άλλων, αυξήθηκαν τα ποσά ώστε μία πράξη να διώκεται ποινικά». Για παράδειγμα, «στο αδίκημα της μη υποβολής ή της υποβολής ανακριβούς δήλωσης το ποσό πλέον είναι άνω των 100.000 ευρώ, για το αδίκημα της μη απόδοσης ΦΠΑ άνω των 50.000 ευρώ κ.λπ.». Με την υπάρχουσα όμως οικονομική κατάσταση «προκύπτουν διάφορα ζητήματα, όπως π.χ. για την μη απόδοση ΦΠΑ. Καθώς αν και είναι φόρος επί των πραγματικών πωλήσεων -και η υποχρέωση απόδοσης αφορά τον εισπραχθέντα ΦΠΑ-, στην πράξη οι επιχειρήσεις πωλούν επί πιστώσει και εκδίδουν τιμολόγια με ΦΠΑ, το οποίο όμως δεν το εισπράττουν και άρα δεν είναι παρακρατούμενος φόρος». Τέλος επισημαίνει πως ισχυρισμοί που επικαλείται ο κατηγορούμενος λόγω της κρίσης, όπως πτώχευση, κατάσταση ανάγκης κ.ά., «αν και ήδη υπάρχουν τολμηρές αποφάσεις, αντιμετωπίζονται με δυσπιστία από τα δικαστήρια, όπου αντί να άρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης ή να διαγνώσουν την έλλειψη δόλου με αποτέλεσμα την απαλλαγή του κατηγορουμένου, τους λαμβάνουν υπόψη μόνο ως ελαφρυντικές περιστάσεις».
Ο Χαράλαμπος Ανδριώτης εξηγεί πως οι πρόσφατες νομοθετικές αλλαγές κινούνται στη σωστή κατεύθυνση και «οδηγούν σε επιεικέστερη μεταχείριση των φορολογικών παραβάσεων με αύξηση των ορίων του αξιόποινου και μείωση των επιβαλλόμενων προστίμων». Πιστεύει δε ότι «είναι ικανές να επιφέρουν αποσυμφόρηση των ποινικών δικαστηρίων και συντελούν στην αποποινικοποίηση παραβατικών φορολογικών συμπεριφορών ήσσονος απαξίας». Επισημαίνει πως παρά τις πρόσφατες τροποποιήσεις, η νομοθεσία εξακολουθεί να χωλαίνει σε επίπεδο διοικητικής δικαιοσύνης και χρηματικών προστίμων, γι' αυτό και θεωρεί επιβεβλημένη «την επαναφορά του συστήματος βεβαίωσης μόνο ενός ποσοστού του προστίμου, με την άσκηση της προσφυγής, καθώς και τη λήψη ουσιαστικών μέτρων για την ταχεία εκδίκαση φορολογικών υποθέσεων, με άμεση προτεραιότητα τη νομοθετική κατάργηση της υποχρεωτικής άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της ΓΕΔΕ, διαδικασία τελείως αποτυχημένη που προσθέτει άσκοπα ένα επιπλέον πεντάμηνο στην ήδη υπερβολικά βραδεία εκδίκαση μίας φορολογικής διαφοράς». Επίσης θεωρεί απαραίτητη «την πρόβλεψη για αναδρομική ισχύ των ευμενέστερων χρηματικών προστίμων για κάθε υπόθεση, ανεξαρτήτως του χρόνου τέλεσής της». Διαφορετικά πιστεύει «θα συντηρηθεί το φαινόμενο ύπαρξης τεράστιων ποσών βεβαιωμένων υπέρ του Δημοσίου, που εξοντώνουν οικονομικά τους πολίτες αλλά και δεν έχουν καμία πιθανότητα ουσιαστικής είσπραξης».
Μερικές από τις ουσιώδεις μεταβολές στην τροποποίηση του φορολογικού νόμου ως προς τα ποσά και τις ποινικές διώξεις:
Ως μη αξιόποινη καθίσταται πλέον η μη έκδοση αποδείξεων. Αποκλείεται επίσης η τήρηση της αυτόφωρης διαδικασίας για τα αδικήματα φοροδιαφυγής που τελέστηκαν σε προγενέστερο χρόνο. Ακόμη με την τροποποίηση του ορίου του αξιόποινου για τη μη απόδοση ΦΠΑ κ.λπ. παρακρατούμενων φόρων, καθίστανται ανέγκλητες (μη αξιόποινες) οι εν λόγω πράξεις για ποσά μικρότερα των 50.000 ευρώ και 100.000 ευρώ αντίστοιχα (προϊσχύσαν όριο 1 ευρώ). Ενώ με την τροποποίηση του ορίου του αξιόποινου για τη μη υποβολή ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης, καθίστανται ανέγκλητες οι εν λόγω πράξεις για ποσά φόρων μικρότερα των 100.000 ευρώ ανά διαχειριστικό έτος (προϊσχύσαν όριο 15.000 ευρώ). Με την τροποποίηση του ορίου του αξιόποινου της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, καθίστανται ανέγκλητες οι εν λόγω πράξεις για ποσά φόρων μικρότερα των 100.000 ευρώ (προϊσχύσαν όριο 50.000 ευρώ).