Ο εισαγγελέας, στη σύντομη εισήγησή του προς το δικαστήριο, πρότεινε ειδικότερα την ενοχή των δύο κατηγορουμένων για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συρροή, υποστηρίζοντας ότι το έγκλημα διαπράχθηκε προμελετημένα -και, σύμφωνα με την ποινική δίωξη, κατά συναυτουργία- από τους δύο νέους, καταλογίζοντας μάλιστα στον Π.Μ. ηθική αυτουργία όπως επίσης και απλή και άμεση συνέργεια στην πράξη.
Οπως είπε ο εισαγγελέας, οι περισσότερες ανθρωποκτονίες γίνονται για ασήμαντες αφορμές και στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως εκτίμησε, αφορούσε τα 800 ευρώ που ο Π.Μ. κατέβαλε στον Κ. Σγούρο για την προμήθεια σκευασμάτων αύξησης μυϊκής μάζας, τα οποία το θύμα δεν παρέδωσε στο νεαρό και -με αφορμή φακελάκι με ποσότητα 6,5 γραμμαρίων ινδικής κάνναβης που βρέθηκε στο σπίτι του Ν.Μ.- πιθανολόγησε ότι θα μπορούσε η συναλλαγή να αφορά και άλλα πράγματα εκτός από τα σκευάσματα.
Αναφέρθηκε, επίσης, ο εισαγγελέας στο ψυχολογικό υπόβαθρο των δύο 19χρονων και επικαλούμενος την ακροαματική διαδικασία και τη δικογραφία αναφέρθηκε στον Π.Μ. ως άτομο με ναρκισσισμό και επιθυμία να επιδεικνύεται, ενώ για τον Ν.Μ. είπε ότι ως παιδί χωρισμένων γονιών είχε αφεθεί στην τύχη του, εθισμένος στο Διαδίκτυο και τα παιχνίδια βίας στον ηλεκτρονικό υπολογιστή.
ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΣΕ ΑΜΥΝΑ
Σύμφωνα με το σκεπτικό του εισαγγελέα, ο Π.Μ. θεωρώντας ότι ο Σγούρος τον κοροϊδεύει σχετικά με τα σκευάσματα, κάλεσε τον Ν.Μ. και ξεκίνησαν “έτοιμοι για όλα” για τη συνάντηση με τους Σγούρο και Κομμάτη. Καταλήγοντας ο εισαγγελέας εκτίμησε ότι τα δύο θύματα έπεσαν θύματα ενέδρας στον δρόμο των Αλτομιρών και πρότεινε να απορριφθεί ο ισχυρισμός των δύο νεαρών για άμυνα.
Μιλώντας στη συνέχεια ο συνήγορος της πολιτικής αγωγής Ζαχαρίας Κεσσές -εκπρόσωπος της οικογένειας του Γ. Κομμάτη- υποστήριξε ότι στην ακροαματική διαδικασία “δεν ακούστηκαν αλήθειες παρά μόνο ψέματα” από τους δύο 19χρονους, προσθέτοντας ότι κατά την ίδια διαδικασία “καταρρίφθηκαν οι ισχυρισμοί περί φόβου” των δύο νέων, εκτιμώντας ότι η πράξη ήταν προσχεδιασμένη, δηλαδή “κοινός ανθρωποκτόνος δόλος”, όπως είπε.
Από την πλευρά του, ο Πέτρος Μαντούβαλος -που εκπροσωπούσε ως πολιτικώς ενάγων την οικογένεια του Κ. Σγούρου- επικρότησε την πρόταση του εισαγγελέα, “μαζί το σκέφτηκαν, μαζί το έκαναν” είπε χαρακτηριστικά για τους δύο 19χρονους, υποστηρίζοντας ότι οι πράξεις τους μετά το έγκλημα δείχνουν ανθρώπους που ήθελαν να κρύψουν την πράξη τους, στην οποία -όπως τόνισε- “τους δόθηκε πολλές φορές η ευκαιρία να εξηγήσουν γιατί προέβησαν, αλλά δεν το έκαναν”.
Ο τρίτος συνήγορος της πολιτικής αγωγής Δημήτρης Πετρούσκας -που κι αυτός εκπροσώπησε την οικογένεια του Γ. Κομμάτη- απέρριψε ότι η πράξη αυτή ήταν στιγμιαία απόρροια μιας ενδεχομένως προβληματικής ψυχοσυναισθηματικής κατάστασης του Ν.Μ. και εστίασε στο γεγονός ότι ο εν λόγω νέος πυροβόλησε επανειλημμένα τα δύο θύματα πισώπλατα, αναφέροντας ωστόσο ότι ο Κομμάτης είχε τραύμα και στο μπροστινό μέρος του σώματός του. Ο ίδιος εκτίμησε ότι κίνητρο αποτέλεσε η ληστεία και μόνο.
Ο εκ των συνηγόρων υπεράσπισης Αλέξης Κούγιας -που εκπροσωπούσε τον Π.Μ.- αντέδρασε έντονα με την πρόταση του εισαγγελέα αφήνοντας αιχμές ότι αυτός “παραγνώρισε στοιχεία από τη δικογραφία”. Επικαλούμενος δε, αλλά και διαβάζοντας, καταθέσεις από την προανακριτική διαδικασία, ο Αλ. Κούγιας εστίασε στην αναφορά για “κλεμμένο αυτοκίνητο” που ο Σγούρος θα παρέδιδε στον Κομμάτη, προσθέτοντας ότι η παρέα του πρώτου, στην καφετέρια του λιμανιού της Καλαμάτας, εκείνο το μοιραίο βράδυ, αποτελούνταν από ανθρώπους σχετικούς με αυτοκίνητα. Καταλήγοντας ζήτησε την απαλλαγή του Π.Μ. από τις κατηγορίες που του απέδωσε ο εισαγγελέας “επειδή δεν υπάρχουν στοιχεία”, λέγοντας ότι αν είναι να καταδικαστεί για κάτι ο Π.Μ. αυτό είναι η απλή συνέργεια.
Ο συνήγορος υπεράσπισης Θανάσης Αναγνωστόπουλος -εκπροσωπώντας τον Ν.Μ.- ανέφερε ότι επί της ουσίας ελλείπει το κίνητρο από τους δύο νεαρούς, οι οποίοι -όπως είπε- μίλησαν για χρήση του όπλου μόνο φθάνοντας στον χωματόδρομο προς Αλτομιρά και νιώθοντας ότι κινδυνεύουν από τους εξαγριωμένους πλέον Σγούρο και Κομμάτη. Μίλησε κι αυτός για το θέμα του “κλεμμένου αυτοκινήτου” το οποίο, όπως υποστήριξε, φαίνεται ότι είχε υποσχεθεί ο Κ. Σγούρος στον Γ. Κομμάτη, προς τον οποίον ένιωθε εκτεθειμένος. Ο συνήγορος δέχθηκε ότι είχε γίνει αναφορά από τον Π.Μ. στον Σγούρο για ένα τέτοιο αυτοκίνητο, εκτιμώντας ωστόσο ότι αυτή η αναφορά έγινε για να “δειχτεί” ο νεαρός στον Κ. Σγούρο κι όχι ότι υπήρχε πραγματικά ένα τέτοιο όχημα.
Τέλος, ο Γιώργος Ράλλης -συνήγορος υπεράσπισης επίσης του Ν.Μ.- σημειώνοντας ότι κατανοεί τον πόνο των οικογενειών των δύο θυμάτων, εστίασε στη μικρή ηλικία και τον διαφορετικό τρόπο που σκέπτονται οι έφηβοι, ενώ τόνισε ότι ο νεαρός -που, όπως είπε ο συνήγορος, τυχαία βρέθηκε στη συνάντηση- αυτοβούλως παραδόθηκε και ομολόγησε την πράξη του, ενώ απέρριψε ότι από την ακροαματική διαδικασία προέκυψε προσχεδιασμός καλώντας δικαστές και ενόρκους “να βασανίσουν τα στοιχεία με τη λογική σας”.