Η αθωωτική απόφαση ελήφθη με ψήφους 5-2. Υπέρ της αθώωσης ψήφισαν μία δικαστής (με αμφιβολίες) και οι 4 ένορκοι (δύο εξ αυτών με αμφιβολίες), ενώ υπέρ της ενοχής τάχθηκαν η πρόεδρος του δικαστηρίου και μία εφέτης.
Η ΔΙΚΗ
Ολοκληρώθηκε χθες αργά το βράδυ στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Καλαμάτας η ακροαματική διαδικασία στην εκδίκαση της υπόθεσης ενός 33χρονου Αλβανού, για τη δολοφονία μιας 84χρονης γυναίκας τον Φεβρουάριο του 2008 στο Μοναστήρι Αετού. Ο κατηγορούμενος είχε καταδικαστεί πέρυσι το Δεκέμβριο από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε δις ισόβια για τη δολοφονία και τη ληστεία της ηλικιωμένης. Την ηλικιωμένη γυναίκα κατηγορούνται ότι την χτύπησαν άγρια και την άφησαν να πεθάνει από ασφυξία μέσα στο σπίτι της 3 Αλβανοί, στις 27 Φεβρουαρίου του 2008. Οι ληστές είχαν κλείσει το στόμα της άτυχης 84χρονης γυναίκας με ένα κομμάτι ύφασμα και είχαν τυλίξει ένα κασκόλ στο πρόσωπό της για να μην μπορεί να το φτύσει. Φεύγοντας την πέταξαν στο κρεβάτι και την κουκούλωσαν με ένα σωρό βαριά ρούχα και σκεπάσματα, αφήνοντάς την να πεθάνει από ασφυξία.
Η εισαγγελέας Νικ. Νικολοπούλου πρότεινε στην αγόρευσή της χθες την ενοχή του κατηγορούμενου για τη δολοφονία και τη ληστεία της άτυχης ηλικιωμένης. Μάλιστα προέτρεψε δικαστές και ενόρκους με την απόφασή τους να φροντίσουν για τον εξαγνισμό της ψυχής της ηλικιωμένης και την αποκατάσταση της νομικής και ηθικής τάξης των πραγμάτων.
Ο κατηγορούμενος πάντως αρνήθηκε οποιαδήποτε συμμετοχή -ανοίγοντας τα χέρια παρακάλεσε τους δικαστές και ενόρκους να τον πιστέψουν, γιατί όπως ισχυρίστηκε δεν είναι το παιδί που θα έκανε κακό σε έναν άνθρωπο για τα χρήματα. Ισχυρίστηκε δε ότι δεν έχει κάνει το παραμικρό και βρίσκεται τελείως άδικα στη φυλακή, επικαλούμενος ως μάρτυρα το Θεό: «Μάρτυς μου ο Θεός, να κάτσω όλη μου τη ζωή στη φυλακή για κάτι που δεν έχω κάνει;».
ΑΠΟΛΟΓΙΑ
"Κυρία πρόεδρε είμαι αθώος, πληρώνω για κάτι που δεν έχω κάνει, σας παρακαλώ δεν αντέχω άλλο!": Με τα λόγια αυτά και υψώνοντας τα χέρια προς την έδρα σε στάση επίκλησης, ο κατηγορούμενος παρακάλεσε το δικαστήριο να τον πιστέψει. Να πιστέψει το δικαστήριο ότι όλοι όσοι κατέθεσαν στη δίκη είπαν ψέματα για να τον ενοχοποιήσουν, και ειδικά για τη φίλη του -η οποία είχε αποκαλύψει ότι την επόμενη ημέρα της δολοφονίας και της ληστείας της ηλικιωμένης, της είχε αγοράσει ένα ακριβό κολιέ και είχε πάνω του ένα πάκο χαρτονομίσματα- επικαλέστηκε ότι το έκανε για να τον εκδικηθεί επειδή την χώρισε. Ο κατηγορούμενος στράφηκε ακόμα και κατά του ταξιτζή, ο οποίος μαζί με το γιο της δολοφονημένης γυναίκας είχαν βρει το πτώμα της. Ο ταξιτζής είχε αναφέρει σε μια κατάθεσή του ότι ο κατηγορούμενος είναι "κακό παιδί", ενώ ο κατηγορούμενος στην απολογία του τον αποκάλεσε "εμπρηστή, χρυσαυγίτη και πρεζάκια" και πως εσκεμμένα είχε προσπαθήσει να ενοχοποιήσει τον πατέρα του για τις φωτιές που εκείνος έβαζε.
"ΛΕΦΤΑ ΒΓΑΛΜΕΝΑ ΜΕ ΙΔΡΩΤΑ"
Ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι πάντα έβγαζε τα λεφτά του με ιδρώτα, δουλεύοντας από μικρό παιδί στην οικοδομή και τα χωράφια, αλλά δεν μπόρεσε να εξηγήσει με πειστικό τρόπο γιατί είχε καταδικαστεί όταν ακόμα ήταν 19 χρονών για την παράνομη μεταφορά λαθρομεταναστών στην Ηγουμενίτσα. Υποστήριξε πάντως ότι έχοντας ο ίδιος ζήσει την απώλεια του ενός αδελφού του, όταν τον σκότωσαν, γνωρίζει πώς είναι αυτός ο πόνος και δεν "θα σκότωνε μια γιαγιά που του έχει δώσει δουλειά και χρήματα". Επίσης αρνήθηκε ότι έμπαινε στο σπίτι της ηλικιωμένης και έπινε μαζί της καφέ, όπως είχαν αναφέρει τα παιδιά της στις καταθέσεις τους. Μάλιστα ο κατηγορούμενος αρνήθηκε ότι είχε μπει καν στην αυλή του σπιτιού και υποστήριξε ότι μια φορά της πήγε ξύλα και τα άφησε στο πεζοδρόμιο.
ΤΑ ΑΡΝΗΘΗΚΕ ΟΛΑ
Ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι το βράδυ που έγινε ο φόνος, στις 27 Φεβρουαρίου 2008, ήταν στο καφενείο στο Κοπανάκι, όπου έμενε μόνιμα. Στην παρατήρηση της έδρας ότι μάρτυρες έχουν καταθέσει πως δεν τον είδαν εκεί, αυτός επέμεινε πως εκείνο το βράδυ το καφενείο ήταν γεμάτο και ο ίδιος ένας από τους θαμώνες. Οσο για τη φίλη του, η οποία τον έψαχνε και δεν τον έβρισκε, ισχυρίστηκε ότι τον έπαιρνε τόσες φορές την ημέρα τηλέφωνο, που δεν της απαντούσε ή το έκλεινε για να μην τον ενοχλεί. Στις 28 του μήνα, την επομένη δηλαδή της δολοφονίας και της ληστείας, παραδέχτηκε ότι είχε έρθει για καφέ στην Καλαμάτα, όχι όμως ότι συνάντησε την φίλη του και της πήρε το ακριβό δώρο. Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε επίσης ότι έφυγε ξαφνικά, αφού η Αστυνομία του είχε ζητήσει το δείγμα DNA. Αντίθετα επικαλέστηκε ένα καβγά με τον πατέρα του και τον ξυλοδαρμό του, που έκαναν το ποτήρι να ξεχειλίσει και να φύγει αρχικά για την Αθήνα και μετά για την Αλβανία. Επίσης αρνήθηκε ότι γνώριζε και έκανε παρέα με τον ανήλικο ο οποίος έχει καταδικαστεί ερήμην για τη δολοφονία. Παραδέχτηκε ωστόσο ότι ήταν φίλος με τον κατηγορούμενο ο οποίος έχει αθωωθεί. Σε ερώτηση μάλιστα γιατί αφού υποστηρίζει πως είναι αθώος δεν ήρθε στην Ελλάδα να παραδοθεί, επέμεινε ότι δεν γνώριζε ότι διώκεται. Ισχυρίστηκε ότι ναι μεν έμαθε για τη δικαστική περιπέτεια του φίλου του και πως κατηγορούσαν και τον ίδιο, αλλά δεν τον πίστεψε. Ούτε αποδέχτηκε ότι οι γονείς του του το είχαν πει, επικαλούμενος ότι δεν μιλούσε με τον πατέρα του και με τη μάνα του ελάχιστα γιατί έκλαιγε στο τηλέφωνο.
ΑΓΟΡΕΥΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
Η εισαγγελέας στην αγόρευσή της χαρακτήρισε το έγκλημα ιδιαίτερα αποτρόπαιο και με σημάδια έντονης βιαιότητας, το οποίο τελέστηκε με πρωτόγνωρη σκληρότητα και ωμότητα. Είπε ακόμα ότι ο κατηγορούμενος μπορεί να φωνάζει ότι είναι αθώος, όμως υπάρχουν πολλά στοιχεία που τον τοποθετούν ως συμπρωταγωνιστή με τους άλλους δύο στο εγκληματικό προσκήνιο. Τόνισε δε πως είναι καταφανές ότι ο δράστης είναι από το περιβάλλον του θύματος και ήξερε ότι η ηλικιωμένη συνήθιζε να φυλάει χρήματα στο σπίτι της. Αλλωστε επεσήμανε δεν το έκρυβε ούτε η ίδια και μάλιστα παινευόταν σε όλο το χωριό γι' αυτό. Επιπλέον, περίμενε και κάποια αναδρομικά από τη σύνταξη του άνδρα της, ο οποίος είχε πεθάνει λίγους μήνες πριν. Και ο κατηγορούμενος -είπε η εισαγγελέας- ήταν ένας από τους εργάτες που πήγαινε στα κτήματα της θανούσας και γνώριζε ότι φύλασσε χρήματα σπίτι της.
«ΔΕΝ ΕΜΑΘΕ ΝΑ ΠΕΙΘΑΡΧΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ ΣΕ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥΣ»
Η εισαγγελέας σε άλλο σημείο της αγόρευσής της, μίλησε για μια οικογένεια δεμένη και αξιοπρεπή, που έχει ριζώσει στον τόπο μας, αλλά ο κατηγορούμενος δεν έμαθε να πειθαρχεί και να αντιστέκεται στους πειρασμούς. Καθώς όπως είπε, παρόλο που δούλευε, τα λεφτά δεν τον έφταναν και ενδεχομένως να αισθάνθηκε παραγκωνισμένος από την αφθονία γύρω του, έτσι συσχετίστηκε με παραβατικά άτομα και για να κερδίσει χρήματα έκανε τη μεταφορά λαθρομεταναστών. Και η ηλικιωμένη -είπε η εισαγγελέας- θανατώθηκε για τα χρήματα· ο κατηγορούμενος μπήκε σε πειρασμό να οικειοποιηθεί τα χρήματα της θανούσας και έκανε το έγκλημα. Πρόσθεσε μάλιστα ότι η ηλικιωμένη τους αναγνώρισε και δεν ήθελαν να τους κατονομάσει, γι' αυτό την φίμωσαν, της σφήνωσαν τα υφάσματα στο στόμα, της τύλιξαν το κασκόλ και μετά την σκέπασαν με κουβέρτες και ρούχα για να πεθάνει από ασφυξία.
ΤΑ ΕΝΟΧΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Συνεχίζοντας την αγόρευσή της η εισαγγελέας ανέπτυξε τα στοιχεία εκείνα που κατά το δικό της συλλογισμό ενοχοποιούν τον κατηγορούμενο, όσο και αν ο ίδιος το αρνείται. Κατ' αρχάς 27 προς 28 Φεβρουαρίου το τηλέφωνό του ενεργοποιεί την κεραία κινητής τηλεφωνίας του Μοναστηρίου, ενώ ο ίδιος ο κατηγορούμενος επικαλείται ότι είναι στο καφενείο και μετά πάει σπίτι του στο Κοπανάκι. Επίσης, οι αντιφάσεις του πατέρα του, στην προσπάθειά του να προσφέρει άλλοθι στο γιο του, επιβαρύνει τον κατηγορούμενο, σύμφωνα πάντα με την εισαγγελέα. Ενώ και η κατάθεση της φίλης του ότι προσπαθούσε όλο το βράδυ να τον βρει χωρίς αποτέλεσμα είναι ένα ακόμα επιβαρυντικό στοιχείο. Οπως και η συνάντηση την επομένη της δολοφονίας, 28 του μήνα στην Καλαμάτα, όπου της αγοράζει ένα κολιέ ακριβό για τις οικονομικές του δυνατότητες, καθώς και το χρηματικό ποσό που κουβαλάει μαζί του. Επιπλέον, επιβαρυντικό για την ενοχή του είναι σύμφωνα με την εισαγγελέα ότι εξαφανίζεται αφού η Αστυνομία στις 29 του μήνα του παίρνει γενετικό υλικό, και ο κατηγορούμενος φεύγει αιφνιδιαστικά χωρίς να το πει σε κανέναν. Η εισαγγελέας είπε ακόμα ότι σκόπιμα κρυβόταν στην Αλβανία, ενώ ήξερε ότι καταζητείται και αν δεν είχε συλληφθεί πέρυσι το Φεβρουάριο στο Μαυροβούνιο δεν θα είχε ποτέ έρθει στην Ελλάδα να ξεκαθαρίσει τη θέση του, επειδή είναι ένοχος.