Με ιδιαίτερη χαρά και τιμή συμμετέχω στο 1ο Διεθνές Φόρουμ Διπλωματίας Καλαμάτας, το οποίο πραγματοποιείται στο πλαίσιο του εορτασμού των 200 χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 και εύχομαι να γίνει σταθερός και μόνιμος θεσμός για την ιστορία της πόλης μας.
Ευχαριστώ επίσης εκ μέρους των πολιτών, για τη συμμετοχή, τους πανεπιστημιακούς καθηγητές και τους ομιλητές ερευνητές, οι οποίοι με τις συμβολές τους και την κατάθεση των επιστημονικών γνώσεων τους τιμούν και το Φόρουμ και τους διοργανωτές και την πόλη της ελευθερίας και της δημοκρατίας.
Εκφράζω τα συγχαρητήριά μου στον κύριο δήμαρχο και στα μέλη της οργανωτικής επιτροπής για τον τρόπο οργάνωσης και την υιοθέτηση της προτάσεως για αυτό το Φόρουμ της διπλωματίας στην Καλαμάτα. Και επίσης τους ευχαριστώ για την επιλογή του προσώπου μου να αποτελέσει με την ομιλία του την εναρκτήρια τελετή στο πρόγραμμα.
Όπως ακούσατε η ομιλία έχει ως θέμα "Η ιδιοπροσωπία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Μια επανάσταση χωρίς προηγούμενο".
Το 2021 αποτελεί ένα επετειακό έτος για την πατρίδα μας, καθώς συμπληρώνονται 200 χρόνια από την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821. Φρονούμε ότι η επετειακές εκδηλώσεις όλου του έτους δεν θα πρέπει να περιοριστούν αποκλειστικά και μόνο σε κάποιες αναφορές ιστορικών γεγονότων και σε προσωπογραφίες των αγωνιστών και των πρωτεργατών της επανάστασης. Θα πρέπει να προβάλλουν ισχυρά και το επιχείρημα ότι για κάθε λαό η μνήμη της Ιστορίας και η ορθή ανάγνωσή της διδάσκει πάντοτε το παρόν και δίνει προοπτική στο μέλλον. Εξάλλου, είναι παγκοίνως αποδεκτό ότι ο λαός ο οποίος ξεχνά την ιστορία του δεν έχει μέλλον, κυρίως στην παρούσα ιστορική συγκυρία της μετανεωτερικότητας και της ιδεολογικοποίησης των πολιτισμικών αξιών.
Εξαρχής οφείλουμε να επισημάνουμε ότι δεν υφίσταται κανένας παραλληλισμός της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 τόσο προς τη Γαλλική Επανάσταση όσο και προς την προγενέστερη της Γαλλικής, Αμερικανική Επανάσταση, όπως εσφαλμένα διατείνονται σύγχρονοι διαφωτιστές. Η Γαλλική Επανάσταση υπήρξε μια επανάσταση με σαφώς ταξικό πρόσημο. Και η Αμερικανική Επανάσταση αναγνωρίζεται ως μια πολεμική κίνηση ανεξαρτησίας από τους κατακτητές, των αποικιοκρατών της αμερικανικής γης.
Η παρούσα διπλή διαφοροποίηση δεν σημαίνει ότι η Ελληνική Επανάσταση δεν υιοθέτησε, απέρριψε ή διαφοροποιήθηκε από τις αξίες της Γαλλικής και Αμερικανικής Επανάστασης, οι οποίες ήταν η ελευθερία, η δημοκρατία, η ισότητα, η αλληλεγγύη, η αυτοδιάθεση, αλλά και ο σεβασμός στην πίστη και στη θρησκευτική ελευθερία.
Όμως, η Ελληνική Επανάσταση είχε κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά με τα οποία προσδιορίζεται και η ιδιοπροσωπία της. Απετέλεσε μια εξέγερση του γένους των Ελλήνων απέναντι στον Τούρκο κατακτητή. Ήταν μια εξέγερση σύσσωμου του Ελληνισμού, αρχόντων, κλήρου και αρχομένων, με μόνη διεκδίκηση την αποτίναξη του ζυγού των 400 χρόνων και την απόκτηση της ελευθερίας του για αυτοδιάθεση και αυτονομία. Γι' αυτό και δεν είχε κανένα έκδηλο ταξικού υπόβαθρου ή αναφοράς.
Η Ελληνική Επανάσταση συσπείρωσε διαφορετικές και αποκλίνουσες κοινωνικές ομάδες σε μια ενωτική και ενιαία προσπάθεια. Ήταν ενωτική εξέγερση για απελευθέρωση, γι’ αυτό και οι αγωνιστές του 1821 δεν εμπνεύστηκαν από τις αρχές του Διαφωτισμού περί κράτους, τάξεων κοινωνικών και οτιδήποτε άλλο. Η Ελληνική Επανάσταση δεν είχε κανέναν κατακτητικό χαρακτήρα, με σκοπό δηλαδή την αύξηση της οικονομικής και πολιτικής ευημερίας των πολιτών και του κράτους. Ούτε βέβαια επέκτασης των γεωπολιτικών ορίων της πατρίδας. Δεν ήταν επανάσταση ιδεολογική, γιατί στους ιδεολογικούς αγώνες θυσιάζονται ανθρώπινες σχέσεις στον βωμό των ιδεών, οι άνθρωποι χωρίζονται ιδεολογικά και δεν καλλιεργείται η ενότητα και η συνοχή του λαού.
Οι αγωνιστές του 1821 δεν θυσιάστηκαν για απρόσωπες αξίες και αρχές, ούτε για επικράτηση ιδεών, αλλά μόνο για την ελευθερία τους. Για τους απλούς αγωνιστές εθνεγέρτες, η δεξαμενή των θυσιών ήταν το είδος που καλλιέργησε επί αιώνες η Εκκλησία στους πιστούς της με την εμπειρική σχέση στη λατρεία της. Η παρατήρηση αυτή εκφράζει μια ακόμα αυταπόδεικτη αλήθεια. Ότι ο Ελληνισμός και η Εκκλησία συμπορεύθηκαν σε αυτόν τον απελευθερωτικό αγώνα και οδηγήθηκαν μαζί στην αναγέννηση του γένους. Κράτησαν καθ’ όλη την προεπαναστατική περίοδο ζωντανή την ελπίδα για ελευθερία, η οποία μέσα από τον αγώνα έλαβε ιστορική σάρκα και μορφή και προσέδωσε δυναμικότητα σε αυτόν τον ίδιον τον αγώνα.
Με την Επανάσταση του 1821 ο ελληνικός λαός υπηρέτησε έναν εθνικό και ιερό σκοπό. Αγωνίστηκε για του Χριστού την πίστη, την αγία και της πατρίδος την ελευθερία. Αυτός ο κοινός εθνικός σκοπός απετέλεσε και θα συνεχίσει να αποτελεί την απάντηση σε όλους εκείνους οι οποίοι διερωτώνται: Τι έμεινε στον λαό από τον αγώνα του αυτό;
Μια ανάγνωση του Συμφώνου των Κιτριών της 1ης Οκτωβρίου του 1919 μας παρουσιάζει τη σημασία αυτού του εθνικού και ιερού σκοπού, ενώ τα κείμενα της Μεσσηνιακής Γερουσίας προς τας Ευρωπαϊκάς Αυλάς, την Αμερικανική Κοινοπολιτεία και ελληνική διασπορά απηχούν τις αξίες του αγώνος αυτού, αλλά και της μελλοντικής ευρωπαϊκής ενοποίησης. Και στα τέσσερα αυτά διπλωματικά κείμενα αποτυπώνονται οι αρχές του σεβασμού στη δημοκρατία, στην αλληλεγγύη, στη συνεργασία, στη θρησκευτική ελευθερία.
Οι ίδιες αξίες και αρχές αποτυπώθηκαν και στα πρώτα μετεπαναστατικά συνταγματικά κείμενα και περιβλήθηκαν τη δυναμικότητα και περιεκτικότητα της συνταγματικής παράδοσης μέχρι και σήμερα.
Χαρακτηριστικό επίσης της ιδιοπροσωπίας της Επαναστάσεως του ‘21 ήταν και ο πρωταρχικός και ουσιαστικός ρόλος της χριστιανικής ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία δεν συμμετείχε απλά και επιστηρικτικά στον αγώνα αυτό, αλλά καθοριστικά. Εμψύχωνε, στήριζε και συνέβαλλε στον αγώνα του λαού. Σε καμία άλλη επανάσταση η Εκκλησία δεν πρωτοστάτησε σύσσωμη, συμβάλλοντας θετικά στην αίσια έκβαση του όλου εγχειρήματος, όπως συνέβη στην Επανάσταση του ‘21, γι’ αυτό και αποτελεί την τροφό του γένους και ολοκλήρου του αγώνα.
Η Εκκλησία ως πρωτεργάτης της εθνικής Επαναστάσεως, προσέφερε αγωνιστές κληρικούς όλων των βαθμών, αρχιερείς, πρεσβυτέρους, διακόνους και μοναχούς. Εδωσε χρήματα, κτήματα και κάθε πολύτιμο είδος και αγαθό για την οικονομική στήριξη και ενίσχυση του αγώνα. Πρωταγωνίστησε ώστε να διασωθεί η ελληνική γλώσσα και η παιδεία των Νεοελλήνων και διατήρησε αναλλοίωτα τα ήθη, τα έθιμα και τις τοπικές παραδόσεις, επειδή θεωρούσε και συνεχίζει να θεωρεί ότι αυτά αποτελούν δομικά στοιχεία της ιδιοπροσωπίας του Έλληνα σε κάθε εποχή.
Η Εκκλησία με τη συμμετοχή της στην Επανάσταση, επιβεβαιώνει ότι η αξία του γνήσιου, ανόθευτου και απαραχάρακτου πατριωτισμού εκφράζεται ως αγάπη και θυσία για την πατρίδα και ως σεβασμός στα δικαιώματα των άλλων. Η Εκκλησία μεταλαμπαδεύει αυτό το γνήσιο πατριωτικό είδος, δηλαδή, ως αγάπη προς όλους τους άλλους – αφού λαοί που αγαπούν και σέβονται όλους τους άλλους λαούς και τα έθνη ξέρουν να αγαπούν και να πεθαίνουν και για την πατρίδα τους. Η θυσία για τους άλλους δεν είναι παραλογισμός, αλλά έχει τη δική της λογική, τη λογική του Ευαγγελίου, του χριστιανικού δηλαδή τρόπου ζωής, την καταξίωση της ελευθερίας ως συλλογικής έκφρασης και όχι ως ατομικού επιτεύγματος. Αυτό σημαίνει γνήσιος πατριώτης. Όχι μίσος, ούτε αντιπαράθεση ή διεκδίκηση δικαιωμάτων άλλων, αλλά σεβασμός, αποδοχή και ανεκτικότητα προς τους άλλους.
Ο γνήσιος αυτός πατριωτισμός εκφράστηκε στο γένος των Ελλήνων αγωνιστών ως εθνικό φιλότιμο και λεβεντιά. Δύο έννοιες ελληνικές, οι οποίες παραμένουν δυσμετάφραστες στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Για τους λόγους αυτούς, η έννοια της πατρίδας στους Έλληνες διαχρονικά δεν εκφράζει τίποτα το εθνικιστικό, αλλά το εθνοτικό, και αποτελεί το κατεξοχήν λαϊκό γνώρισμα, το οποίο διαμορφώθηκε μέσα σε ένα πνευματικό και πολιτισμικό περιβάλλον, το εκκλησιαστικό, όπου οι αγώνες για ελευθερία και αξιοπρέπεια του λαού αποτελούν καθοριστικό στοιχείο του εθνικού ήθους και της ταυτότητας των Ελλήνων.
Η προκήρυξη προς τας Ευρωπαϊκάς Αυλάς αυτό ακριβώς το ήθος των επαναστατημένων Ελλήνων διακήρυξε. Υπό αυτή την έννοια, η πατρίδα για τον Έλληνα αποκτά όχι μόνο εθνικό περιεχόμενο, αλλά και θρησκευτικό χαρακτήρα, και γίνεται ιερή γιατί είναι συνυφασμένη με την ίδια την υπόστασή του και την πίστη του.
Οι αγωνιστές του 1821, κλήρος και λαός, δεν θυσιάστηκαν για την απόκτηση κάποιων αγαθών ατομικών ή για τη δημιουργία ενός κράτους δικαίου, δυτικού τύπου του 19ου αιώνος. Προσέβλεπαν μόνο στην απελευθέρωση από τον κατακτητή, αλλά και στην αποτίναξη κάθε ζυγού που προσέβαλλε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τη μοναδικότητα του κάθε πολίτη πατριώτου ως ανθρώπινου προσώπου, όπως αυτή διατηρήθηκε και βιώθηκε εμπειρικά μέσα στον κοινοτικό τρόπο ζωής και το σύστημα με κέντρο την ενορία και την κοινότητα, ως το κύτταρο της ανθρώπινης κοινωνίας. Την ελευθερία αυτή εξέφρασε πρώτιστα η ορθόδοξη ταυτότητα των αγωνιστών και ο αγώνας τους για την επίτευξή της ως το αυθεντικό και τίμιο, το οποίο ανεδείχθη εξαιτίας των ανυπέρβλητων ορίων τα οποία έθεταν οι κατακτητές στους υπόδουλους, αλλά και εξαιτίας της καταπίεσης. Αυτός ήταν ο λόγος που έκανε τους εθνεγέρτες να συστρατευθούν σε μια απελευθερωτική κίνηση με σκοπό την επίτευξη του υπέρτατου αγαθού της ελευθερίας. Όπως αυτή κατανοεί και τον ευαγγελικό λόγο και εκφράστηκε ως πρόσταγμα και ως πάλη απέναντι σε κάθε έκφραση και συνθήκη θανάτου, και όχι απλά ως εθνική οριοθέτηση απέναντι στον άλλον ή ως αγώνας ατομικής δυνατότητος απεριόριστων επιλογών, δηλαδή ασυδοσίας.
Οι αγωνιστές του 1821 ήξεραν ότι πολεμούν ως μικροί και λίγοι έναντι των πολλών και ισχυρών. Πολέμησαν όμως ενωμένοι με αυτοθυσία και ηρωισμό. Διεκδίκησαν το δίκαιο και υπερασπίστηκαν την αξιοπρέπεια και την ελληνικότητά τους – συνυφασμένη πάντοτε με την ελπίδα για προσωπική ελευθερία και για ελευθερία της πατρίδας τους, με τη βεβαιότητα της αλήθειας της πίστης στο Χριστό. Γι’ αυτό και η Επανάσταση του 1821 είναι μια επανάσταση χωρίς προηγούμενο.
Η πατρίδα μας σήμερα είναι μέλος της μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας και καλείται μαζί με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη να συμβάλει ώστε η Ευρώπη, εν μέσω πολιτισμικών κυρίως και άλλων παγκόσμιων περιδινήσεων, να προσδιορίσει τελικά τη δική της ευρωπαϊκή ταυτότητα, προβάλλοντας της αξίες της δικαιοσύνης, της ισότητας, της ισονομίας, της αλληλεγγύης, της εθνικής αξιοπρέπειας, του έμπρακτου σεβασμού στη διαφορετικότητα και της αποδοχής στην ετερότητα. Αλλά και του δικαιώματος της ελευθερίας, της αυτοδιάθεσης, της διατήρησης της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας και ταυτότητος κάθε κράτους-μέλους. Αυτό το οποίο μάς κληροδότησε το ‘21 ήταν η πολιτιστική μας ταυτότητα, η οποία ως στάση ζωής κληρονομείται και ως ιδιαιτερότητα προβάλλεται. Είναι οι αιώνιες πνευματικές αρχές τις οποίες ενσάρκωσε η ορθόδοξη χριστιανική Εκκλησία, η οποία διαμορφώνει και το αντίστοιχο ήθος. Όχι με αυτά που λέει κυρίως, αλλά με αυτό που είναι, δηλαδή ως πολιτική και πολιτιστική κατηγορία.
Ο Ελληνισμός πάντοτε θα έχει ανάγκη την Ορθοδοξία και την Εκκλησία του, γιατί προβάλλει και δημιουργεί ήθος ελεύθερων ατόμων, έτοιμων να θυσιαστούν για τους άλλους. Η εμφωλεύουσα τάση διαχωρισμού του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας με βεβαιότητα θα οδηγήσει σε ένα άλλο ήθος, διαφορετικό από αυτό που υπέδειξαν οι αγωνιστές του 1821, γεγονός το οποίο θα επιβεβαιώσει και μια αλλοιωμένη ελληνική ταυτότητα.
Στη σημερινή κρίσιμη εποχή, ο εορτασμός των 200 χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 υπενθυμίζει στον ελληνικό λαό με τη μεγάλη ιστορική δόξα και εμπειρία, την πολιτισμική αξία, το χρέος του και την αποστολή του. Τον καλεί να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις του για να φέρει στο προσκήνιο τις αληθινά πολιτιστικές του αξίες. Με αυτές ως πνευματικό εφόδιο μπορεί να αντιμετωπίσει τις δοκιμασίες της εποχής, όχι μόνο τις οικονομικές-τεχνολογικές, αλλά κυρίως τις κοινωνικές, ανθρωπιστικές και γεωπολιτικές. Με αυτές μπορεί να ανταποκριθεί και στα αδυσώπητα προβλήματα της εποχής, που αποδεικνύεται τελικά ότι είναι προβλήματα κυρίως πολιτισμού. Ο Ελληνισμός ως ήθος και στάση ζωής, ως πολιτισμός και γλώσσα, αλλά και ως Ορθοδοξία, πρέπει να επιβιώσει και να προβάλει την πολιτιστική του ταυτότητα. Γιατί ο αγώνας σήμερα γίνεται στο επίπεδο του πολιτισμού. Μόνο δε με τον τρόπο αυτό θα δικαιωθεί η θυσία των αγωνιστών του ‘21.
Η εποχή την οποία διερχόμεθα δεν είναι απλά εποχή μεταβατική. Αλλά εποχή επαναστατική. Σε κάθε διάσταση της ζωής και για να επιβιώσουμε είναι ανάγκη να διδαχθούμε από την Ιστορία μας. Πώς δει και υπέρ ων δει να αγωνιζόμαστε.
Παραδειγματιζόμενοι από τον υγιή πατριωτισμό των αγωνιστών της παλιγγενεσίας του ‘21 πρέπει να διαφυλάξουμε τα πρωτοτόκια της ιδιοπροσωπίας μας και της εθνικής μας ταυτότητας. Και συγχρόνως να μεταλαμπαδεύουμε τα πολύτιμα αγαθά του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού μας στην Ευρώπη των λαών, ώστε τελικά να αποτελέσουν αυτά την ψυχή της Ευρώπης, αλλά και της οικουμένης.
* Ομιλία στο 1ο Διεθνές Φόρουμ Διπλωματίας Καλαμάτας