Αρχικά ο κ. Χρυσόστομος είπε ότι «η ανακοίνωση την οποία εξέδωσε η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, είναι μια νηφάλια, αντικειμενική και μέσα στα πλαίσια του λόγου του Ευαγγελίου, θέση απέναντι σε αυτό που χαρακτηρίζεται ως αντιρατσιστικό νομοσχέδιο».
Σημείωσε πως «δεν μπορεί η Εκκλησία να είναι ούτε διχαστική, ούτε πολωτική, ούτε να υποκινεί καταστάσεις που θα οδηγήσουν στη διάσπαση της ενότητας ή θα διαταράξουν την κοινωνική συνοχή μιας κοινωνίας».
Απαντώντας σε ερωτήσεις των δημοσιογράφων, ανέφερε ότι «πολλές φορές οι τοποθετήσεις κάποιων ή εξυπηρετούν κάποιες σκοπιμότητες που ίσως να μη φαίνονται σε ένα πρώτο επίπεδο, ίσως όμως να θέλουν να εξυπηρετήσουν και τη δημιουργία μιας τεχνητής κρίσεως, χωρίς τίποτα άλλο από πίσω».
Εξήγησε ότι «δεν μπορώ να ξέρω τι γίνεται, αν υπάρχουν ή εξυπηρετούνται τέτοιες σκοπιμότητες. Το θέμα όμως είναι ότι δημιούργησε μια τεχνητή κρίση ως μη όφειλε και νομίζω ορθά η Ιερά Σύνοδος αποφάσισε να τοποθετηθεί για να σταματήσουν όλες αυτές οι παραφωνίες και οι εξτρίμ καταστάσεις».
ΑΔΙΑΒΑΣΤΟΙ ΙΕΡΑΡΧΕΣ
Επικρίνοντας τις τοποθετήσεις ιεραρχών, επεσήμανε ότι «ορισμένες από τις τοποθετήσεις ήταν μακράν του περιεχομένου και του νοήματος του νομοσχεδίου. Θεωρώ ότι κάποιοι οι οποίοι τοποθετήθηκαν με αυτόν τον αρνητικό τρόπο, δε διάβασαν καν το νομοσχέδιο. Ισως να γνώριζαν ένα παλαιότερο σχέδιο νόμου, του ’79, που εκείνο είχε πολύ ακραίες θέσεις».
Ο μητροπολίτης Μεσσηνίας έκανε λόγο για κοινή γραμμή ιεραρχών και για την αλήθεια της Εκκλησίας, παρατηρώντας: «Δεν είδατε ότι υπήρχε μια κοινή γραμμή σε όλες τις τοποθετήσεις; Η Εκκλησία δε λέει απλά σε ανέχομαι, αλλά θυσιάζομαι για σένα. Και επιπλέον λέει ότι ελεύθερος δεν είναι αυτός ο οποίος μπορεί να ασκεί οποιαδήποτε μορφή καταπίεσης ή βίας στον άλλον, για να διεκδικήσει την ελευθερία του. Αλλά ελευθερία είναι να σέβομαι τον άλλον όπως είναι και επιπλέον να παραιτούμαι από τη διεκδίκηση οποιουδήποτε δικαιώματός μου από αυτό. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για μια κοινωνία, αλλιώς δεν μπορεί να διατηρηθεί ούτε η κοινωνική συνοχή ούτε η ενότητα, αν δε μάθουμε ο ένας να θυσιάζεται για τον άλλον. Το λάθος σήμερα είναι ότι κινούμεθα σε κάποια όρια κοσμίκευσης και λαϊκισμού και θεωρούμε το ότι να αγωνίζομαι να πείσω τον άλλον και να του αλλάξω τον τρόπο ζωής -έτσι όπως εγώ το θέλω- αυτό είναι μια θετική αντιμετώπιση του άλλου. Διότι τον κάνω καλύτερο ή πιο ηθικό. Το πρόβλημα, όμως, στο Ευαγγέλιο ακριβώς αντίθετο. Θυσιάζομαι εγώ για να πείσω τον άλλον ότι πρέπει να γίνει καλύτερος».
ΑΠΟΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΜΠΑΛΤΑΚΟΥ
Αποδοκιμάζοντας την άποψη Μπαλτάκου, είπε: «Ποινικοποίηση της γνώμης; Τι σημαίνει αυτό; Καταρχήν ο κ. Μπαλτάκος αυτή τη στιγμή δεν ξέρω ποιον εκπροσωπεί, αλλά δεν εκπροσωπεί την Εκκλησία. Τι πάει να πει ποινικοποίηση της γνώμης; Στην Εκκλησία δεν υπάρχει ποινικοποίηση κανενός πράγματος».
Στο ερώτημα αν είχαν πολιτική καθοδήγηση οι ιεράρχες, απάντησε: «Δεν το ξέρω αυτό. Ισως, μπορεί να διαφανεί στο μέλλον, αλλά δεν το ξέρω αυτό. Είναι λίγο οξύμωρο να υπάρχουν εκκλησιαστικά πρόσωπα τα οποία εμφανίζονται ως porte parole του κ. Μπαλτάκου. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό και πρέπει να μας προβληματίσει όλους».
Ο κ. Χρυσόστομος ξεκαθάρισε ότι η Εκκλησία δε μιλάει για ποινικοποίηση της γνώμης, σημειώνοντας: «Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί, τα πρόσωπα που εμφανιζόμαστε ότι εκπροσωπούμε ένα θεσμό και εκφράζουμε μια συνείδηση όπως είναι η Εκκλησία ενός λαού. Δεν μπορούμε να μιλάμε για ποινικοποίηση της γνώμης στην Εκκλησία. Η Εκκλησία δε φιμώθηκε όταν υπήρχε αμφισβήτηση της δημοκρατίας στη χώρα μας και όταν υπονομεύτηκε ο ρόλος της. Σε ένα κράτος πλέον δημοκρατικό μπορούμε να μιλάμε για ποινικοποίηση της γνώμης της Εκκλησίας ή των εκκλησιαστικών προσώπων; Νομίζω ότι κινδυνολογούμε, φτιάχνοντας ψεύτικες καταστάσεις, που δεν μπορώ ή δε θέλω αυτή τη στιγμή να αφήσω τον εαυτό μου να σκεφθεί τι μπορούν να εξυπηρετούν αυτές οι καταστάσεις».
Ακόμα, ο μητροπολίτης Μεσσηνίας είπε: «Η Εκκλησία πάντα όταν αποφαίνεται επισήμως και διά του συνοδικού της οργάνου, ποτέ δε φθάνει στα άκρα και ποτέ δεν έφθασε στα άκρα και στην ιστορία ακόμα, αλλά διατήρησε μια γραμμή αυτήν την οποία υπαγορεύει το Ευαγγέλιο και οι πατέρες της Εκκλησίας και που είναι επ’ ωφελεία του ποιμνίου της.
Συμπεριφορές διχαστικές, συμπεριφορές πολωτικές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υιοθετώ κάποια κριτική, ένα λόγο κριτικό ή ελεγκτικό που πρέπει να υπάρχει και υπάρχει, δε σημαίνει ότι αποτελεί τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η Εκκλησία ως σώμα».
Γ.Σ.