Δευτέρα, 18 Οκτωβρίου 2010 13:47

Εκκλησία του σήμερα, κοινωνία του αύριο

Γράφτηκε από την



Η ενασχόληση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (Οκτώβριος 2010) με ένα θέμα, το οποίο ξεφεύγει των ορίων της εκκλησιαστικής προβληματικής και δεοντολογίας, όπως αυτό της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, που προβληματίζει και δοκιμάζει ολόκληρη την ανθρώπινη κοινωνία, νομίζω ότι σκιαγραφεί μια στροφή όσον αφορά ό,τι επικρατούσε μέχρι σήμερα στην εκκλησιαστική πραγματικότητα. Η Ιεραρχία, ως το σώμα των Ιεραρχών και ποιμένων της Εκκλησίας, κατάφερε να υπερβεί τα όρια της εσωστρέφειας και να ασχοληθεί με θέματα τα οποία αγγίζουν την καθημερινότητα του πολίτη και την ανθρώπινη ύπαρξη.
Ξεκίνησε χωρίς φόβο και πάθος να προβληματίζεται εάν θα πρέπει να καταθέσει ή όχι τον λόγο της σε θέματα και ζητήματα, τα οποία απασχολούν ή και θα απασχολήσουν την ελληνική κοινωνία, και αυτό είναι ένα θετικό βήμα και ουσιαστικό σημείο εκκίνησης, αλλά και αφύπνισης. Και όλα αυτά, γιατί οι ίδιες οι κοινωνικές συνθήκες το απαιτούν ή θα το απαιτήσουν στο άμεσο μέλλον, επειδή η ίδια η κοινωνία του αύριο προκαλεί την Εκκλησία του σήμερα να εκφραστεί μέσα από την εξωστρέφειά της, σε θέματα τα οποία αγγίζουν τα όρια ζωής και θανάτου, επιβίωσης και συνύπαρξης, ανοχής και ενοχής, σύγκλισης και απόκλισης, κοινωνικής συνοχής, σταθερότητας και ενότητας.
Πιστεύω ότι πλέον δεν είναι δυνατόν η Εκκλησία να δρα ξεκομμένη από την ίδια την ανθρώπινη κοινωνία και πραγματικότητα. Η Εκκλησία του σήμερα καλείται να δώσει ένα νόημα ζωής και ελπίδας σε έναν κόσμο, ο οποίος κινείται προς το μέλλον, όχι με κριτήρια ηθικιστικών οδηγιών ή κατευθύνσεων, αλλά με όρους και προϋποθέσεις υπαρξιακών δεδομένων. Το νόημα για ζωή δεν σημαίνει απλώς συνταγογράφηση μεθόδων επιβίωσης, αλλά νοήματος ζωής και, κυρίως, τι σημαίνει να ζεις. Κάθε πρόβλημα το οποίο αγγίζει τον άνθρωπο και την κοινωνία είναι πλέον πρόβλημα και για την ίδια την Εκκλησία, και εκείνη καλείται σήμερα να συμβάλει με κάθε μέσο και τρόπο, ώστε να διαμορφωθεί στην κοινωνία του αύριο μια άλλη διαφορετική συνείδηση από αυτή του χθες. Υπερβαίνουσα η Εκκλησία την ξύλινη γλώσσα των επαναληπτικών οδηγιών προς τους νέους ή τους γέροντες και του καθωσπρεπισμού, πρέπει να ανοίξει τους ορίζοντες των ενδιαφερόντων της και με σύγχρονη γλώσσα και λεξιλόγιο καλείται να δώσει τα στοιχεία, με τα οποία θα νοηματοδοτήσει το περιεχόμενο και την αξία της ζωής του αύριο.
Χρειάζεται να συμβάλει, ώστε ο άνθρωπος του αύριο να μάθει να συν-κοινωνεί με τον άλλον, να συν-βιώνει με τη διαφορετικότητα, να συν-διαλέγεται με την ετερότητα.
Ζούμε σε μια κοινωνία πλέον, η οποία απαιτεί κάθε φορά να επιβεβαιώνουμε το αυτονόητο έμπρακτα, όχι μόνο μέσα από μια διαδικασία κοινωνικών παροχών, αλλά κυρίως μέσα από τη διακήρυξη έμπρακτου σεβασμού και αποδοχής του άλλου. Και ο έμπρακτος αυτός σεβασμός σημαίνει πως αποδέχομαι τον άλλον όπως είναι, με τα δικά του χαρακτηριστικά, και όχι όπως εγώ θα ήθελα να είναι ή θα με εξυπηρετούσε να είναι, κομμένο και ραμμένο, δηλαδή, στα δικά μου μέτρα. Σέβομαι τον άλλο, έμπρακτα σημαίνει ότι τον αποδέχομαι και ανταποκρίνομαι σε αυτόν, ως έναν ισότιμο και ισόκυρο συνομιλητή μου.
Αυτό το κριτήριο φαίνεται ότι αρχίζει να γίνεται αντιληπτό στην Εκκλησία του σήμερα, αφού έχει καταφέρει, παρά τις όποιες αντιδράσεις, να συμμετέχει σε αυτή τη διαλεκτική με τους άλλους, όχι μόνο μέσα από την υπέρβαση του ρατσισμού, του κοινωνικού αποκλεισμού και της ξενοφοβίας, αλλά κυρίως μέσα από μια διαδικασία διαλόγου με τις άλλες Εκκλησίες και Ομολογίες, προσφέροντας αυτό το οποίο κατέχει ως Αλήθεια και συμβάλλοντας, μέσα από την εξωστρεφή αυτή διαλεκτική της δράση, ώστε να προχωρήσουμε πέρα από την ανοχή και να φθάσουμε στην αποδοχή και στη συνύπαρξη. Τα φλέγοντα υπαρξιακά προβλήματα, κοντά σε όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από τα θρησκευτικά πιστεύματά τους, συνεχώς διογκώνονται και γίνονται περισσότερα πιεστικά. Κάτω από την πίεση αυτών των προβλημάτων, θεωρώ ότι η Εκκλησία του σήμερα θα αναγκαστεί να ανοίξει τον κλειστό της εαυτό και θα συνδέσει το παρελθόν της, την παράδοσή της, με το μέλλον, το αύριο, γεγονός που θα προκαλέσει και όλους τους άλλους, τους λεγόμενους «κοινωνικούς» φορείς, να την ακολουθήσουν. Θα το πετύχει, όμως, αυτό μόνον όταν διαχρονικά διατηρήσει την ενότητα της Ιεραρχίας της και επαναβεβαιώσει την αξιοπιστία της, αποφεύγουσα τα λάθη του παρελθόντος.
Του μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου
[Από την εφημερίδα ''Καθημερινή'']