Οι μοδίστρες, ένα επάγγελμα που άκμασε τα παλαιότερα χρόνια, θα περίμενε κανείς εύλογα την περίοδο των περιορισμών και του δεύτερου παρατεταμένου lockdown να πάρει μια οικονομική ανάσα, συνυπολογίζοντας το γεγονός πως το λιανεμπόριο ήταν για ένα μεγάλο διάστημα κλειστό και ο κόσμος θα μπορούσε να στραφεί στη λύση της επιδιόρθωσης κάποιων ενδυμάτων.
Η λογική ωστόσο αυτή, όπως ανέφεραν στην «Ε» γυναίκες επαγγελματίες του κλάδου, δεν επαληθεύτηκε, καθώς οι μεγαλύτερες κυρίως ηλικίες που επισκέπτονται παραδοσιακά τους χώρους τους περιόρισαν κατά ένα μεγάλο βαθμό την καθημερινότητά τους στο σπίτι τους, με αποτέλεσμα να μην προκύψει κάποια φθορά στα ρούχα τους, ενώ η κλειστή εστίαση και η ενδεχόμενη δημιουργία ενός φορέματος για μια επίσημη έξοδο συνετέλεσε στην καθίζηση του τζίρου. Επιπροσθέτως, η κατασκευή μασκών ουσιαστικά δεν βοήθησε, καθώς η μαζική πώληση από διάφορες αλυσίδες ώθησε το καταναλωτικό κοινό σε αυτές, επιλέγοντας την οικονομική, αλλά όχι σε ορισμένες περιπτώσεις την ποιοτική, οδό.
Γωγώ Σπυροπούλου: «Με το άνοιγμα του λιανεμπορίου στην Καλαμάτα άρχισε να κινείται εκ νέου και η δική μας δουλειά. Το ίδιο ισχύει και για τα καταστήματα με λευκά είδη, καθώς σε πολλές περιπτώσεις αυτά έρχονται σε εμάς για να γίνει η μεταποίηση, όπως για παράδειγμα στις κουρτίνες. Μπορεί σε νεαρές ηλικίες να υπάρχει η τακτική της αλλαγής ενός ρούχου με κάποιο καινούργιο, ωστόσο οι μεγαλύτεροι επιλέγουν τις επιχειρήσεις μας για να ανανεώσουν κάποιο ένδυμά τους, χωρίς να το πετάξουν ή να το δώσουν κάπου αλλού. Αυτό όμως δεν συνέβη κατά τη διάρκεια των περιορισμών, μιας και σε εκείνη την περίοδο ο κόσμος φορούσε περισσότερο φόρμες ή πιτζάμες, μη μπαίνοντας στη διαδικασία να ελέγξει την γκαρνταρόμπα του για το αν χρειάζεται κάποια επιδιόρθωση. Στις περισσότερες περιπτώσεις επιδιορθώνουμε παντελόνια, κάνοντάς τα ουσιαστικά να φαίνονται σαν καινούργια. Σε ό,τι έχει να κάνει με τις υφασμάτινες μάσκες, η πώλησή τους χαλάρωσε πολύ. Στην αρχή του δεύτερου lockdown η ζήτησή τους ήταν μεγάλη, ωστόσο από τη στιγμή που άρχισαν να πωλούνται παντού και σε χαμηλές τιμές αρκετοί προτίμησαν να τις αγοράσουν από εκεί παρότι μπορεί να μην είναι τόσο ποιοτικές όσο οι δικές μας».
Κατερίνα Αθανασοπούλου: «Ο κόσμος την περισσότερη ώρα της καθημερινότητάς του το περασμένο διάστημα ήταν μέσα, οπότε δεν είχε στο μυαλό του τόσο τι θα κάνει με τα ρούχα του και αν θέλει να ανανεώσει κάποια από αυτά. Από τη στιγμή που κάποιος πρέπει να στείλει μήνυμα για να βγει δεν νιώθει ελεύθερος, γεγονός που δεν τον ωθεί να γυρίσει στις καθημερινές του συνήθειες. Παράλληλα, με την εστίαση και κατ' επέκταση τη διασκέδαση κλειστή για τόσους μήνες, η οποία συνδέεται κατά πολύ με το ντύσιμο, δύσκολα κάποια κυρία για παράδειγμα θα έμπαινε στη διαδικασία να φτιάξει ένα νέο φόρεμα. Κρίνοντας από την πελατεία μου τα ρούχα συνήθως που έρχονται για επιδιόρθωση είναι παλιά και όχι κάποιο καινούργιο που ενδεχομένως να χρειάζεται μάζεμα».
Μαρία Μανούσου: «Η κίνηση μέχρι τις αρχές Απριλίου ήταν πολύ υποτονική στο χώρο μας. Μπορεί τα καταστήματα να ήταν κλειστά, αλλά ο κόσμος δεν μπήκε στη διαδικασία να φτιάξει κάτι από τα παλιά του ρούχα, που προφανώς να χρειάζονταν φρεσκάρισμα. Γενικότερα, αν εξαιρέσουμε την περίοδο της πανδημίας τα ενδύματα που μας φέρνουν οι πελάτες μας για επιδιόρθωση είναι τα παντελόνια που έχουν πιο πολλή φθορά, κυρίως από άνδρες που τα χρησιμοποιούν στην εργασία τους. Κινούμενοι στο κλίμα και τις ανάγκες της εποχής μπήκαμε στη διαδικασία να φτιάξουμε μάσκες, αλλά όπως αποδείχθηκε δεν μας συνέφερε. Ο χρόνος που απαιτείται για να φτιαχτούν είναι μεγάλος, ενώ λόγω του γεγονότος πως χρησιμοποιούμε καλά υφάσματα για να γίνουν, ο κόσμος προτιμάει πιο πολύ αυτές του εμπορίου, όντας πιο οικονομικές».
Τ.Αν.