Η έρευνα επεδίωξε να συγκεντρώσει πληροφορίες σχετικά με τη σχέση των Καλαματιανών με το Μνημείο και το βαθμό εξοικείωσης μαζί του. Σύμφωνα με τις απαντήσεις που ελήφθησαν, το 80,2%, το μεγαλύτερο ποσοστό δηλαδή των ερωτηθέντων, απάντησε πως δεν γνωρίζει καθόλου ή γνωρίζει ελάχιστα για τα ιστορικά γεγονότα της απεργίας των λιμενεργατών, στα οποία αναφέρεται το μνημείο. Ομως ακόμα και ένα μέρος των ερωτηθέντων που απάντησαν πως γνωρίζουν κάποια πράγματα σχετικά με τα ιστορικά γεγονότα δεν είχαν καν γνώση του κεντρικού τραυματικού γεγονότος, δηλαδή των 7 δολοφονημένων (5 λιμενεργάτες και 2 πολίτες). Το 57,8% απαντά πως δεν γνωρίζει την ύπαρξη του μνημείου ενώ το 61,4% απαντά πως δεν το έχει επισκεφθεί. Το 82,5% απαντά πως δεν έχει συμμετάσχει σε καμία εκδήλωση μνήμης σχετική με το μνημείο. Προκαλεί έντονο ενδιαφέρον πως το 92,2% των ερωτηθέντων απαντά θετικά στην ερώτηση αν σκοπεύει να επισκεφθεί το μνημείο μελλοντικά. Ενδεχομένως σε κάποιους από τους ερωτηθέντες, η ίδια η διαδικασία συμπλήρωσης του ερωτηματολογίου της έρευνας να τους δημιούργησε κάποιου είδους περιέργεια για το μνημείο.
Το 99,4% απαντά πως ενδιαφέρεται για τα ζητήματα συλλογικής μνήμης ενώ το 75,9% απαντά θετικά στην κριτική ερώτηση εάν πιστεύει πως οι μνήμες του παρελθόντος μπορούν να επηρεάσουν το σήμερα.
Οπως σχολιάζει ο ερευνητής: “Τι μπορούμε να εξάγουμε από την έρευνα; Η πόλη, μέσω των αρχόντων της και των διαδικασιών της, μπορεί να θεσμοθετεί τις μνήμες της και την ιστορία στο δημόσιο χώρο, αλλά η σχέση που αναπτύσσεται στο χώρο και στο χρόνο με το μνημείο και το κοινό, δεν έχει να κάνει μόνον με τις αποφάσεις, οι οποίες λαμβάνονται εντός των αιθουσών. Η μνήμη και η ιστορία είναι μάχες που δίνονται καθημερινά και αυτό συμβαίνει κυρίως στη δημόσια σφαίρα. Ενα μνημείο επιτελεί διάφορους ρόλους, να μνημονεύει, να τιμά, να εξωραΐζει, να συμβολίζει, να νοηματοδοτεί το χώρο, ακόμα και να αποσβένει χρέη. Η σχέση όμως που αναπτύσσει το κοινό με τα μνημεία, εντάσσεται στα εκάστοτε κοινωνικά πλαίσια που περιβάλλουν την κάθε εποχή. Είναι μια δυναμική σχέση, που αναδιαμορφώνει τα χαρακτηριστικά της συν τω χρόνω. Αν το κοινό απωλέσει τη σχέση του με το εκάστοτε μνημείο, ιδιαίτερα κατά τη βιωμένη αστική εμπειρία, τότε θα πρέπει να εκλάβουμε και τη λήθη ως μέρος της μνημονικής λειτουργίας. Ακόμα και η λήθη είναι μέρος της μνήμης. Ενίοτε, η λήθη κάνει χώρο για νέα δεδομένα. Αλλες φορές λειτουργεί ως αποφυγή του ιστορικού τραύματος. Συχνά όμως η λήθη αφορά την έλλειψη νοήματος στο παρόν, δηλαδή επιλέγουμε να μη θυμόμαστε πράγματα του παρελθόντος αν δεν έχουν νόημα στο παρόν, όσο νόημα και αν είχαν κάποτε. Ετσι, πολλές φορές η ιστορία ξαναγράφεται ή ξεγράφεται αν δεν ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος. Τα μνημεία δημόσιας γλυπτικής, όπως αυτό των πεσόντων λιμενεργατών, είναι ζωντανές διαδικασίες μνήμης. Μόνον, όμως, εάν ενταχθούν στα γενικότερα κοινωνικά πλαίσια μπορούν να μαρτυρήσουν το νόημα που αποπέμπουν. Το γεγονός ότι η χρήση του συγκεκριμένου μνημείου έχει να κάνει ως επί το πλείστον, με εκδηλώσεις φορέων και κομμάτων που κινούνται στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς μας φανερώνει δυο πράγματα. Αφενός πως αυτό το κομμάτι του πολιτικού τόξου ενδιαφέρεται άμεσα για τις συγκεκριμένες μνήμες και τους αποδίδει νόημα στο παρόν, αφετέρου δε το «κοινό» είναι ένας αρκούντως υποκειμενικός όρος, πολυδιάστατο και πολυκερματισμένο. Δεν θα έπρεπε να έχουμε τις ίδιες προσμονές από όλα τα είδη κοινού και δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως όπως και το μνημείο, έτσι και το κοινό του παράγεται και αυτό κοινωνικά. Εν κατακλείδι, συμπεραίνουμε πως μόνο ένα μικρό μέρος των Καλαματιανών είναι εξοικειωμένο με το μνημείο, η σχέση όμως κοινού - μνήμης - ιστορίας είναι εξαρτημένη από τα κοινωνικά πλαίσια και μεταβλητή στο χρόνο”.