Στην Καλαμάτα, μπορεί σε κάποια σημεία της πόλης να συναντά κάποιος τις επιχειρήσεις αυτές σε μια πιο σύγχρονη μορφή, ωστόσο ένα παλιό, παραδοσιακό τσαγκαράδικο αναβιώνει εποχές του χθες, μέσα από μια τέχνη που… στη δύσκολη στιγμή φαντάζει το δίχως άλλο αναγκαία, μιας και με ένα παπούτσι ποτέ κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος το επόμενο λεπτό για το τι μπορεί να του «επιφυλάσσει». Ο λόγος για το “Ντακούνι εξπρές” στη συμβολή της 23ης Μαρτίου και Χρυσοσπάθη με ιστορία από το μακρινό 1955.
Ο Χαράλαμπος Μπιζίμης (φωτό) είναι δεύτερη γενιά τσαγκάρης και φυσικά έμαθε την τέχνη δίπλα στον πατέρα του Θεόδωρο, καθώς, όπως λέει στην “Ε”, «το επάγγελμά αυτό δεν διδάσκεται, μαθαίνεται στην πράξη».
Αυτή τη στιγμή μετράει 35 χρόνια εμπειρίας πάνω στο αντικείμενο, τονίζοντας πως πρόκειται για μια ιδιαίτερη τέχνη που αντέχει παρά τις όποιες δυσκολίες στο χρόνο. «Μου άρεσε η τέχνη από όταν ήμουν μικρός. Είναι ωραίο πράγμα να δημιουργείς, να παίρνεις ένα χαλασμένο παπούτσι, να το κάνεις σαν καινούργιο και μετά να βλέπεις την ευχαρίστηση στο βλέμμα του πελάτη. Αυτή είναι η ανταμοιβή μας και μας δίνει ώθηση για να προχωρήσουμε και να συνεχίσουμε» σημείωσε, λέγοντας πως γίνεται κάθε τύπου επιδιόρθωση σε παπούτσια, τροποποίηση χρώματος και αλλαγή στο σχήμα του παπουτσιού όπως και σε φερμουάρ. «Οι υπηρεσίες μας αφορούν φυσικά το design, αλλά κυρίως την άνεση. Κεντρικός στόχος μας είναι να φτιάξουμε κάτι καλύτερο από ό,τι αγόρασε ο πελάτης, πάντα βέβαια με φινέτσα. Όλοι έχουμε άλλωστε στην ντουλάπα μας ένα ζευγάρι παπούτσια που δεν το φοράμε, είτε γιατί μας στενεύει, ή γιατί μας χτυπάει. Ακριβώς σε αυτό το κομμάτι “επεμβαίνει” το επάγγελμα μας» είπε, τονίζοντας πως η τέχνη αυτή, περιβάλλεται από πολλά τεχνικά χαρακτηριστικά. «Ιδίως για παπούτσια που στενεύουν, μπορεί κάποιος να τα φέρει για επιδιόρθωση και για δεύτερη φορά, μιας και για τους δικούς του λόγους μπορεί να μην θέλει να τα αποχωριστεί» υπογράμμισε, γνωστοποιώντας πως το “Ν” μπροστά από το τακούνι προέκυψε από τα παλιά χρόνια, για καλλιτεχνικούς λόγους.
Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ
Για το αν τα δύο τελευταία χρόνια της ακρίβειας έχουν στρέψει τον κόσμο στο να επισκευάσει ή να επιδιορθώσει τα υποδήματα του και να μην προχωρήσει στην αγορά νέου ζευγαριού ώστε να εξοικονομήσει ενδεχομένως χρήματα, ο ίδιος απάντησε αρνητικά, παρατηρώντας πως η πλειοψηφία πετάει τα παλιά παπούτσια, όταν προκύψει κάποια φθορά. Σχετικά με την καλύτερη δεκαετία από πλευράς ζήτησης και τζίρου στο επάγγελμα του, ο κ. Μπιζίμης πληροφόρησε πως ήταν αυτή του 2000, εξηγώντας πως εκείνη η γενιά των πιο μεγάλων ηλικιών συνέδεε με μεγαλύτερη ευκολία το επάγγελμα του τσαγκάρη όταν άνοιγε ένα παπούτσι ή έσπαγε ένα τακούνι. «Βλέποντας τα νεότερα παιδιά τους γονείς τους πλέον να μην μπαίνουν σε αυτή τη διαδικασία, είναι λογικό και εκείνα με τη σειρά τους να αγνοούν την εν λόγω τέχνη, παρότι μπορεί να τους λύσει τα χέρια μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, διαθέτοντας λιγότερα χρήματα» συνέχισε, λέγοντας πως ερχόμενοι στο σήμερα η πελατεία του τον προτιμά κυρίως για τοποθέτηση νέου τακουνιού ή σόλας, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που ζητούν αλλαγή χρώματος, ράψιμο σε ένα δερμάτινο παπούτσι ή γυάλισμα. «Πρόκειται ουσιαστικά για τα πιο καλά παπούτσια όπως τα λουστρίνια που φοριούνται σε πιο ιδιαίτερες περιστάσεις και όχι για τα καθημερινά» πρόσθεσε. Αναφορικά με την κατασκευή νέων παπουτσιών εξ ολοκλήρου από την αρχή, ο Χαράλαμπος Μπιζίμης πληροφόρησε πως πλέον δύσκολα κανείς προβαίνει σε κάποια παραγγελία, με εξαίρεση τους χορευτές όπου χρησιμοποιούν ειδικού τύπου παπούτσια για τις πρόβες και τις παραστάσεις τους.
ΔΥΣΟΙΩΝΟ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Σε ό,τι έχει να κάνει με τις ανατιμήσεις και αν αυτές δυσκολεύουν περαιτέρω τη λειτουργία της επιχείρησης, ως προς την προμήθεια των υλικών της, διευκρίνισε πως είναι κατά 20% πιο ακριβά, απορροφώντας το ποσοστό αυτό ώστε να μην περάσει στον πελάτη, μιας και όπως είπε, πρόκειται για μια φθηνή υπηρεσία που αν ανέβει ως προς το κόστος θα χάσει κι άλλο την δυναμική της. «Η βασική μας πελατεία αποτελείται περισσότερο πλέον από ηλικίες μεταξύ 40 και 50 ετών» πρόσθεσε, λέγοντας πως το επάγγελμα του τσαγκάρη δεν άφηνε ανέκαθεν καλά λεφτά, όντας καθαρά βιοποριστικό, κάτι που προφανώς ισχύει και σήμερα. Στο πλαίσιο αυτό, ο ίδιος δήλωσε απαισιόδοξος για το αν η εργασία αυτή θα διατηρηθεί στο διηνεκές, με την απουσία σταθερότητας στην πελατεία να συνηγορεί στην πρόβλεψη αυτή. Για το πιο συνηθισμένο απρόοπτο που μπορεί κανείς να μεταβεί σε έναν τσαγκάρη, αυτό είναι όπως είπε ο λεκές από λάδι, ο οποίος δύσκολα μπορεί να αφαιρεθεί από ένα υπόδημα αν κάποιος δεν γνωρίζει κάποια μυστικά του χώρου, μιας και ορισμένα καθαριστικά των σούπερ μάρκετ μπορεί να κάνουν την κατάσταση… χειρότερη.
ΓΝΩΣΤΑ ΚΑΙ ΑΓΝΩΣΤΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ
Ακόμα, ο κύριος Χαράλαμπος επισήμανε κάποια ιδιαίτερα εργαλεία που χρησιμοποιεί και τα οποία βρίσκονται ακόμα στο μαγαζί του. «Το σουβλί του τσαγκάρη, είναι το γνωστό σουβλί που ξέρουμε όλοι. Μπορεί να το είχαν παλιά και οι αγρότες σε ένα συρτάρι, αλλά οι τσαγκάρηδες το χρησιμοποιούν σε καθημερινή βάση, όπως και τη φαλτσέτα, την τανάλια, το σφυρί αλλά και… το λίπος φώκιας για το γυάλισμα» σημείωσε, λέγοντας πως πρόκειται για εργαλεία, κάποια εκ των οποίων δύσκολα μπορεί να βρει κανείς πλέον. «Ένα από αυτά είναι το λάστιχο για σφεντόνα το οποίο πλέον είναι δυσεύρετο, μιας και το εργοστάσιο που το παράγει βρίσκεται στην Ουκρανία, με τις εξαγωγές να έχουν “παγώσει” λόγω του πολέμου» παρατήρησε. Αναλύοντας και άλλα εργαλεία, μίλησε για τη σουβλόριζα η οποία είναι λίγο μεγαλύτερο σαν εργαλείο από το σουβλί, με τη διαφορά πως εκείνη έχει στραβή μύτη μπροστά, για τα καλαπόδια, τις ξύλινες φόρμες για το ανάλογο σχήμα στο παπούτσι και το τσιτρέτο, ένα γαμψό μαχαίρι, κατάλληλο για να κόβονται χονδρά δέρματα. «Ο τσαγκάρης ήταν και θα είναι πάντα αναγκαίος. Το ζήτημα είναι ο κόσμος να αγκαλιάσει τα παραδοσιακά επαγγέλματα, ούτως ώστε να μην σβήσουν, μιλώντας στα παιδιά του γι’ αυτά, για να ξέρουν να κινηθούν ανάλογα» κατέληξε.