Μια γειτονιά με τις... παραξενιές της, τις ιδιαιτερότητές της, με τους κάθε λογής ανθρώπους της, που έζησαν φτωχά, όμως όμορφα, σε μια άλλη εποχή, όταν οι σεισμοί δεν είχαν γκρεμίσει τα πλίθινα σπίτια και το "ξελόγιασμα" της μετέπειτα σύγχρονης εποχής δεν είχε αφανίσει την ανθρωπιά, τις φιλίες και το παιχνίδι στην αλάνα της γειτονιάς.
Μικρά καφενεδάκια, τσιγάρα σε κασελάκια, βασιλικοί και μπουκαμβίλιες στις αυλές στην κάτω και την πάνω συνοικία, μικροί μπαξέδες και πολλά μα πάρα πολλά παιδιά στους χωματόδρομους, με τα στρωσίδια του ύπνου απλωμένα έξω από τις εισόδους των σπιτιών για δροσιά το καλοκαίρι.
Η Φυτειά παραμένει και σήμερα στη μεγαλύτερή της έκταση ένα... χωριό μέσα στην πόλη και πολλά από τα τότε χαρακτηριστικά της παραπέμπουν σε εκείνη την εποχή.
Οσα σπίτια άντεξαν το σεισμό ή όσα κατασκευάστηκαν εκ νέου διατηρώντας τις αυλές τους, δεν έχουν να ζηλέψουν πολλά από τα χωριατόσπιτα που στέκουν επί δεκαετίες: Γλάστρες με τα λουλουδάκια της... γιαγιάς, με το μυρωδάτο βασιλικό και λίγο δυόσμο ή βασιλικό, ανάμεσα στα σκυλάκια και τα κρινάκια. Αυλίτσες και παρτέρια με χρώμα και άρωμα από το παρελθόν και με πολλή αγάπη από τις γερόντισσες που μεγάλωσαν εκεί τα παιδιά και τα εγγόνια τους.
Η Σταυρούλα Τσιλιβαράκη, στο μπαλκονάκι του σπιτιού της διαβάζει Γιώργο Θεοτοκά. Με την "Αργώ" περνάει τα απογεύματά της αυτό το διάστημα στο μπαλκονάκι πάνω από το δρομάκι που μεγάλωσε τα παιδιά της σε δύσκολες εποχές. "Με βρήκες με ολοζώντανες τις αναμνήσεις" σχολίασε καθώς τη ρώτησα για τη γειτονιά και μου έδειξε το βιβλίο. "Εδώ ήταν η Μεγάλη Μόσχα. Ολοι οι καταδιωκόμενοι ήταν τότε εδώ, στην Κατοχή. Απέναντι ήταν η μεγάλη καμπάνα που χτύπαγε και κυνηγάγανε τους χίτες. Δε μπορούσαν να πλησιάσουν εδώ. Η γειτονιά ήταν πολύ δεμένη". Μιλά με περηφάνια για τον άντρα της και για τα παιδιά της που μεγάλωσαν σε εκείνη τη γειτονιά κι έγιναν επιστήμονες. Ο άντρας της με το κασελάκι του πούλαγε τσιγάρα και αργότερα είχε το καφενεδάκι που του γκρέμισε ο σεισμός. "Μεγαλώσαμε 4 παιδιά και γίνανε επιστήμονες, με τη φτώχεια μας. Τώρα έχω συχνά εδώ τα εγγόνια μου και παίζουν ακόμα στον ίδιο δρόμο. Μόνο που τους έχω και μια μπασκέτα για να είναι κοντά και να τα βλέπω, γιατί τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ" λέει με παράπονο.
Ο Θανάσης Δάρας ζει τα τελευταία χρόνια στην περιοχή κι έχει χορτάσει και ο ίδιος παιχνίδι στα σοκάκια της συνοικίας. Ομως, θεωρεί πως και αυτή η περιοχή, όπως όλη η Καλαμάτα έχει ανάγκη από περισσότερες αλάνες για τα παιδιά.
Καλύτερα πεζοδρόμια, περισσότερη καθαριότητα είναι τα αιτήματα των κατοίκων που ζουν σήμερα στην περιοχή. Αλλοι παλαιοί, μιλάνε για τους αριστερούς της κάτω συνοικίας, άλλοι κάνουν λόγο για κακόφημη τότε γειτονιά και πολλοί λένε γι' ανθρώπους δεμένους σα μια γροθιά.
Η Ελένη Λειβαδίτη γεννήθηκε το 1937 κι έχει ζήσει όλη της τη ζωή σ΄ αυτή την περιοχή. Σήμερα θυμάται τα χαμηλά πλίθινα σπιτάκια, τη φτώχεια, το παιχνίδια στους χωματόδρομους της γειτονιάς. Θυμάται τον πατέρα της με το κάρο να κουβαλάει σύκα και σταφίδες τέτοια εποχή. Να μεταφέρει αλεύρι και κάθε λογής εμπόρευμα για να βγάλει το ψωμί για τα παιδιά του. "Εξω κοιμόμασταν. Ηταν άλλες εποχές. Φτωχές αλλά όμορφες. Ολη η γειτονιά ήταν το σπίτι μας. Από το ένα στο άλλο πηγαίναμε όλα τα παιδιά. Και σχολείο εδώ, στο 3ο της γειτονιάς", όπου η ίδια πήγε μέχρι την Γ΄ τάξη. "Τώρα έχουμε όλη την πολυτέλεια, αλλά δεν έχουμε ησυχία. Μηχανάκια, φασαρία, αυτοκίνητα... χαμός. Εδώ που σήμερα είναι το πεζοδρόμιο τότε κοιμόμασταν. Δε φοβόμασταν τίποτα. Τώρα, ούτε το παράθυρο δεν τολμάμε ν΄ αφήσουμε ανοιχτό. Αλλαξαν όλα", λέει και θυμάται πως μετά τους σεισμούς όλα τα σπίτια άλλαξαν στην περιοχή και από χαμηλά και πλίθινα έγιναν τεράστια και τσιμεντένια.
Η Δέσποινα Λειβαδίτη και ο αδερφός της Αλέξανδρος επίσης μεγάλωσαν σε αυτή τη γειτονιά. Θυμούνται πως κοιμόντουσαν έξω τα βράδια του καλοκαιριού, ξεθεωμένοι από το παιχνίδι στους χωματόδρομους μέχρι τη 1 - 2 τη νύχτα. "Πολύ ωραία παιδικά χρόνια περάσαμε. Ξέγνοιαστα" λένε και θυμούνται πως όλη η γειτονιά ήταν ένα σπίτι, ενώ με τα ποδήλατα πήγαιναν με παρέα στην Παραλία και άλλοτε με τη μάνα τους απολάμβαναν τα κυριακάτικα μπάνια τους στρώνοντας το μεσημεριανό τραπέζι σ' ένα τραπεζομάντιλο απλωμένο στην αμμουδιά. "Ενα ταψί με γεμιστά κι ένα καρπούζι παραμάσχαλα που το χώναμε στην ακροθαλασσιά για να 'ναι παγωμένο" θυμούνται μαζί με άλλα πολλά, υπογραμμίζοντας ο Αλέξανδρος πως ήταν "φτωχικά, αλλά καλά". Και ο ίδιος χαμογελά καθώς θυμάται το μοναδικό μηχανοκίνητο όχημα που περνούσε κάθε απόγευμα από τη γειτονιά: Την καταβρεχτήρα του δήμου, που την κυνήγαγαν τα πιτσιρίκια στο λασπωμένο χωματόδρομο για να βρέξουν τα πόδια τους και να δροσιστούν...