Το γλοιοσπόριο αποτελεί μία από τις σημαντικότερες μυκητολογικές ασθένειες της ελιάς, καθώς μπορεί να προκαλέσει ποικίλα συμπτώματα σε ελαιοποιήσιμες και επιτραπέζιες ποικιλίες. Αποτέλεσμα των προσβολών είναι η σημαντική μείωση της παραγωγής, καθώς και η ποιοτική υποβάθμιση αυτής. Αναφέρθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1920 στην Κέρκυρα. Τα τελευταία χρόνια, κυρίως από το 2016 μέχρι σήμερα, έχουν καταγραφεί εκτεταμένες προσβολές καρπών ελιάς σε ελαιώνες στη Δυτική Ελλάδα, στην Πελοπόννησο, στο Β. Αιγαίο, Χαλκιδική και αλλού. Κύρια αιτία αποτέλεσε η επικράτηση ευνοϊκών συνθηκών για την ανάπτυξη του παθογόνου, με αποτέλεσμα σημαντικό μέρος της παραγωγής να καταστραφεί. Η περιοδική έξαρση της ασθένειας που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, φαίνεται να είναι στενά συνδεδεμένη με την αλλαγή των κλιματικών συνθηκών, όπως για παράδειγμα τα υψηλά επίπεδα σχετικής υγρασίας.
Το γλοιοσπόριο προσβάλλει κυρίως τους καρπούς, προκαλώντας ποικίλα συμπτώματα, ενώ προσβολές παρατηρούνται στα άνθη και στα φύλλα. Η ανθοφορία είναι το πιο κρίσιμο στάδιο για την εγκατάσταση και εξάπλωση του μύκητα γιατί στο στάδιο αυτό συμβαίνουν οι πρωτογενείς μολύνσεις που αποτελούν τη βάση για τη διασπορά του μύκητα. Η προσβολή των ανθέων θεωρείται σημαντική για τις περαιτέρω μολύνσεις και την εξέλιξη της ασθένειας. Τα προσβεβλημένα άνθη ξηραίνονται, ενώ στα φύλλα εμφανίζονται καστανόχρωμες κηλίδες οι οποίες συχνά καλύπτουν μέχρι και το μισό του ελάσματος. Οι προσβολές στου καρπούς παρατηρούνται από τα αρχικά στάδια ανάπτυξης προκαλώντας σε περιπτώσεις έντονων προσβολών την πρόωρη πτώση τους. Προσβεβλημένοι καρποί εμφανίζουν χαρακτηριστικά συμπτώματα όπως νεκρωτικές κηλίδες ποικίλου μεγέθους, βύθιση των προσβεβλημένων ιστών, καθολική σήψη και μουμιοποίηση. Σχετικά με τον βιολογικό κύκλο του παθογόνου τονίζεται: «Οι προσβολές από το παθογόνο ξεκινούν την άνοιξη, καθώς υπάρχει διαθέσιμο μόλυσμα στους μουμιοποιημένους καρπούς οι οποίοι βρίσκονται είτε επί των δέντρων είτε στο έδαφος, στα φύλλα και στους κλαδίσκους. Κατά τους καλοκαιρινούς μήνες οι προσβολές μπορεί να συνεχίζονται ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες. Η κρίσιμη περίοδος της έξαρσης των μολύνσεων αρχίζει με την έναρξη της ωρίμανσης των καρπών (Οκτώβριος-Νοέμβριος), οπότε είναι και πιο ευάλωτοι στις προσβολές και παρατείνεται ως το τέλος Δεκεμβρίου. Η μείωση των προσβολών από τον δάκο πιθανόν να μειώνει τις πηγές εισόδου του μύκητα στον καρπό της ελιάς, ωστόσο η ακριβής συσχέτιση δεν έχει διευκρινισθεί. Σε αυτό το χρονικό διάστημα οι βροχοπτώσεις είναι άφθονες, υπάρχει υψηλή σχετική υγρασία και η μέση θερμοκρασία κυμαίνεται από 10-16°C, οπότε υπάρχουν ευνοϊκές συνθήκες για την ταχεία ανάπτυξη του μύκητα μέσα στον καρπό».
Σχετικά με την αντιμετώπιση συστήνεται: «Καλλιεργητικά μέτρα: Κλάδεμα για αερισμό, περιορισμό της υγρασίας και απομάκρυνση προσβεβλημένων οργάνων και καρπών με μολύσματα του παθογόνου. Αφαίρεση ξηρών κλαδίσκων. Παράχωμα καρπών ελιάς.
Χημική αντιμετώπιση: Κρίσιμη επέμβαση αποτελεί ο ψεκασμός με εγκεκριμένα διασυστηματικά μυκητοκτόνα κατά το κρόκιασμα των ταξιανθιών (όταν έχει ανοίξει το 3% - 5% των ανθέων). Σε περιπτώσεις έντονων προσβολών, συνιστάται μια ακόμη επέμβαση στο νεαρό καρπίδιο αμέσως μετά την καρπόδεση. Με μεγάλη πίεση του μολύσματος συστήνεται ένας ακόμη ψεκασμός με εγκεκριμένο μυκητοκτόνο που ανήκει στην ομάδα των τριαζολών ή των γουανιδινών στις αρχές φθινοπώρου. Χαλκούχα σκευάσματα χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της ασθένειας και έχουν το πλεονέκτημα ότι εμφανίζουν μικρό κίνδυνο ανάπτυξης ανθεκτικότητας. Σε βιολογική καλλιέργεια ελιάς η εφαρμογή χαλκούχων δεν θα πρέπει να ξεπερνά τα 600gr/στρ. το έτος. Θα πρέπει να χρησιμοποιούνται εγκεκριμένα Φ.Π. σύμφωνα με τις οδηγίες της ετικέτας και να τηρούνται τα διαστήματα τελευταίας επέμβασης πριν τη συγκομιδή».