Αντίθετα η ετήσια κατανάλωση ελαιολάδου στην ΕΕ αν και έφτασε στους 2.000.000 τόνους (κατά την περίοδο 2004/2005), στη συνέχεια μειώθηκε στους 1.600.000 τόνους περίπου.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται στην πρώτη θέση όσον αφορά την κατά κεφαλήν κατανάλωση ελαιολάδου, ωστόσο τα τελευταία χρόνια ακολουθεί φθίνουσα πορεία, κυρίως λόγω της οικονομικής κρίσης.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του IOC, στην Ελλάδα, κατά την περίοδο 2014/2015, η κατανάλωση ανήλθε στους 160.000 τόνους ετησίως. Οσον αφορά την Ισπανία έχει σταθεροποιηθεί στους 500.000 τόνους, όσους και στην Ιταλία. Αν και η κατανάλωση συγκεντρώνεται κυρίως σε αυτές τις τρεις χώρες της ΕΕ, στα υπόλοιπα κράτη-μέλη είναι αξιοσημείωτο το γεγονός της αυξητικής τάσης της κατανάλωσης, που φαίνεται να έχει σταθεροποιηθεί σε περίπου 300.000 τόνους.
Οσον αφορά τον μέσο όρο της ετήσιας κατά κεφαλήν κατανάλωσης ελαιολάδου, η Ελλάδα παραμένει στην πρώτη θέση (16,3 κιλά), ακολουθούμενη από την Ισπανία (10,4), την Ιταλία (9,2) και την Πορτογαλία (7,1).
Τη μεγαλύτερη κατανάλωση ελαιολάδου στις μη ευρωπαϊκές χώρες, που είναι μέλη του IOC, έχουν η Τουρκία και το Μαρόκο, όπου η παραγωγή έχει επίσης αυξηθεί. Το ίδιο συμβαίνει και στην Αλγερία, ενώ αντίθετα παρά την αύξηση της παραγωγής στην Τυνησία έχουμε μείωση της κατανάλωσης. Ο μεγαλύτερος μέσος όρος της κατά κεφαλήν κατανάλωσης ελαιολάδου στις μη ευρωπαϊκές χώρες μέλη του IOC παρουσιάζεται στην Αλβανία (4,7 κιλά), ενώ ακολουθεί ο Λίβανος (4,5), το Μαρόκο (3,9), η Τυνησία (3,7), η Ιορδανία (3,1), το Ισραήλ και η Λιβύη (2,4) και η Τουρκία (2). Μεταξύ των κρατών που δεν είναι μέλη του IOC, οι ΗΠΑ έχουν την πιο θεαματική αύξηση της κατανάλωσης κατά τα τελευταία 25 χρόνια. Ωστόσο η έκθεση υποστηρίζει ότι φαίνεται να υπάρχει περιθώριο για αύξηση της κατανάλωσης τα επόμενα χρόνια. Το ίδιο ισχύσει και για τη Βραζιλία και την Ιαπωνία.