Το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης (Εργαστήριο Διοικητικών Επιστημών), το Ελληνικό Ινστιτούτο Διοικητικών Επιστημών, η Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας (Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών - ΤΕΙ Πελοποννήσου), η Σχολή Οικονομίας, Διοίκησης και Πληροφορικής - Τμήμα Οικονομικών Επιστημών / Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και το Κέντρο Ανάλυσης Δημόσιας Πολιτικής και Θεσμών - Παντοίο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών - Εδρα Jean Monnet Δημόσια Διοίκηση και Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση, διοργάνωσαν επιτυχώς στο αμφιθέατρο του ΤΕΙ Πελοποννήσου από τις 15 έως τις 17 Οκτωβρίου το 6ο Συνέδριο Διοικητικών Επιστημόνων με θέμα "Προκλήσεις και δυσχέρειες εκσυγχρονισμού της Δημόσιας Διοίκησης στην Ελλάδα, σήμερα". Παρατηρήσεις και συζητήσεις έλαβαν χώρα σχετικά με την απόφαση 1741/2015 του Συμβουλίου της Επικρατείας στην ολομέλεια. Κρίσιμα για την επίλυση της προκειμένης διαφοράς ζητήματα ερμηνείας των διατάξεων των άρθρων 97 παρ.8 του Τελωνειακού Κώδικα και 5 παρ.2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και της συμφωνίας ή μη αυτών με διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος και του Συντάγματος. Το άρθρο 4 παρ. 1 του κυρωθέντος με το ν. 1705/1987 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) ορίζει ότι «Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου κράτους για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του κράτους αυτού». Η παρατεθείσα διάταξη εκφράζει την αρχή ne bis in idem, στην οποία αναφέρεται το δικάσαν δικαστήριο και η οποία αποτελεί, επίσης, γενική αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. και επιβεβαιώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ενωσης, έχοντας και την τυπική ισχύ θεμελιώδους δικαιώματος της Ενώσεως. Στο άρθρο 50 του Χάρτη, τιτλοφορούμενο «Δικαίωμα του προσώπου να μην δικάζεται ή να μην τιμωρείται ποινικά δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη», ορίζονται τα εξής: «Κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικαστεί εντός της Ενωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με τον νόμο». Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Χάρτη, τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται από τον Χάρτη πρέπει να γίνονται σεβαστά όταν εθνική κανονιστική ρύθμιση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ενώσεως. Ειδικότερα, όσον αφορά τις παραβάσεις της τελωνειακής νομοθεσίας της Ενώσεως, το δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, ελλείψει εναρμονίσεως της κοινοτικής νομοθεσίας στον τομέα αυτόν, τα κράτη-μέλη που είναι αρμόδια για την είσπραξη των οφειλομένων δασμών είναι επίσης αρμόδια να επιλέγουν τις κυρώσεις που θεωρούν κατάλληλες. Επειδή ο ν. 2127/1993 «Εναρμόνιση προς το κοινοτικό δίκαιο του φορολογικού καθεστώτος των πετρελαιοειδών προϊόντων, αλκοόλης και αλκοολούχων ποτών και βιομηχανοποιημένων καπνών και άλλες διατάξεις», που εκδόθηκε προς μεταφορά στην ελληνική έννομη τάξη των διατάξεων υπήγαγε στον ειδικό φόρο κατανάλωσης, μεταξύ άλλων, τα πετρελαιοειδή προϊόντα, «τα οποία παράγονται στο εσωτερικό της χώρας, προέρχονται από άλλα κράτη-μέλη ή εισάγονται στο εσωτερικό της χώρας», προέβλεψε στο άρθρο 67 παρ. 5 ότι: «Η με οποιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής των οφειλομένων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, καθώς και η μη τήρηση των διατυπώσεων που προβλέπονται από το νόμο, με σκοπό την μη καταβολή των ως άνω φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, χαρακτηρίζονται ως λαθρεμπορία κατά τις διατάξεις των άρθρων 89 και επόμενα του ν. 1165/1918 “Περί Τελωνειακού Κώδικος” και επισύρουν το υπό αυτών προβλεπόμενο πολλαπλούν τέλος και αν ακόμη κριθεί αρμοδίως ότι δεν συντρέχουν τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας». Για πετρελαιοειδή προϊόντα, αλκοόλη, αλκοολούχα ποτά και βιομηχανοποιημένα καπνά το πολλαπλούν τέλος ανέρχεται στο πενταπλάσιο μέχρι το δεκαπλάσιο των δασμών, φόρων, τελών και δικαιωμάτων που βαρύνουν αυτά. Τέλος, στην παρ. 8 του άρθρου 97 του Τελωνειακού Κώδικα, που προστέθηκε με το άρθρο 4 του α. ν. 1514/1950, ορίζεται ότι «Ουδεμίαν επιρροήν εξασκεί επί των αποφάσεων των δικαστηρίων η αθωωτική ή καταλογιστική απόφασις των διοικητικών δικαστηρίων και επιτροπών ουδέ τανάπαλιν», στο δε άρθρο 5 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας υπό τον τίτλο «Δέσμευση από αποφάσεις άλλων δικαστηρίων», ορίζεται ότι τα διοικητικά δικαστήρια δεσμεύονται και «… από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, ως προς την ενοχή του δράστη». Το διοικητικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν ετελέσθη η διοικητική παράβαση, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, εκτός εάν πρόκειται για αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, οπότε δεσμεύεται ως προς την ενοχή του δράστη. Παρά την μη δέσμευσή του, όμως, υποχρεούται να εκτιμήσει αυτήν κατά την διαμόρφωση της κρίσεώς του, χωρίς να απαιτείται πανηγυρική εξαγγελία περί τούτου. Η τυχόν ειδικότερη αναφορά στην ποινική απόφαση ότι η αθώωση γίνεται λόγω αμφιβολιών αποτελεί πρόσθετο επιχείρημα ότι δεν είναι δυνατόν να γεννηθεί δέσμευση του διοικητικού δικαστού από την αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση. Ως εκ τούτου, η αμετάκλητη αθώωση του κατηγορουμένου από τα ποινικά δικαστήρια δεν αποκλείει την -κατόπιν συνεκτιμήσεως της αθωώσεώς του αυτής- αιτιολογημένη διαφορετική κρίση στο πλαίσιο της διοικητικής δίκης περί επιβολής πολλαπλού τέλους λόγω λαθρεμπορίας. Η μειοψηφία (καθώς και εισηγητές και ακροατές του συνεδρίου) υποστήριξαν ότι η ρύθμιση του άρθρου 5 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας παραβιάζει την απορρέουσα από το Σύνταγμα (άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1) αρχή της ισότητας των διαδίκων, κατά το μέρος που αφορά τις αποφάσεις με τις οποίες ο κατηγορούμενος αθωώνεται όχι απλώς διότι δεν αποδείχθηκε ότι διέπραξε το αποδιδόμενο σε αυτόν ποινικό αδίκημα, αλλά διότι αποδείχθηκε ότι δεν το διέπραξε (λόγω ανυπαρξίας των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική του υπόσταση). Και τούτο διότι η δεύτερη αυτή αθώωση, λόγω ανυπαρξίας των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση του ποινικού αδικήματος, δεν διαφέρει, ως προς τον βαθμό σχηματισμού δικανικής πεποιθήσεως, από την καταδικαστική απόφαση, εφ’ όσον και στις δύο αυτές περιπτώσεις υπάρχει πλήρης δικανική πεποίθηση του ποινικού δικαστή, στην πρώτη για την ενοχή του κατηγορουμένου και στη δεύτερη για την αθωότητά του. Η διαφορετική μεταχείριση από τον νομοθέτη των αμετακλήτων καταδικαστικών και αθωωτικών, υπό την ανωτέρω έννοια, αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων, κατά τρόπο ώστε μόνον οι καταδικαστικές αποφάσεις να δεσμεύουν τα διοικητικά δικαστήρια, δεν δικαιολογείται αντικειμενικά, αφού πρόκειται για κρίσεις των ποινικών δικαστηρίων που εξήχθησαν υπό όμοιες, από άποψη βεβαιότητας δικανικής κρίσεως, συνθήκες. Προς αποκατάσταση δε της ίσης μεταχειρίσεως, πρέπει να επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής της ρυθμίσεως του άρθρου 5 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ώστε να δεσμεύεται το διοικητικό δικαστήριο που κρίνει υπόθεση επιβολής σε ορισμένο πρόσωπο δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων λόγω συμμετοχής του σε λαθρεμπορία όχι μόνον από αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, που αφορά σε κατηγορία περί λαθρεμπορίας κατά του ιδίου προσώπου βάσει των ίδιων κατ’ ουσίαν πραγματικών περιστατικών, αλλά και από αμετάκλητη αθωωτική απόφαση, στην περίπτωση που η αθώωση του εν λόγω προσώπου δεν οφείλεται στις αμφιβολίες του ποινικού δικαστηρίου για την ενοχή του, αλλά στηρίζεται στην κρίση του ότι αυτός δεν διέπραξε το ποινικό αδίκημα που του αποδίδεται.
Τρίτη, 03 Νοεμβρίου 2015 14:59
Στην Καλαμάτα το 6ο Συνέδριο Διοικητικών Επιστημόνων
Γράφτηκε από την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Online
Κατηγορία
Οικονομία