Οντας ένας από τους πιο δημοφιλείς ορεινούς προορισμούς της χώρας και σε απόσταση αναπνοής από την Καλαμάτα και άλλες περιοχές του νομού, τα πιο διάσημα και διαφημισμένα χωριά, όπως η Βυτίνα και η Δημητσάνα, είχαν πολλές κρατήσεις από τη Μεσσηνία τις ημέρες των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς αλλά και των Φώτων, γεγονός που επιβεβαίωσαν ξενοδόχοι σε σχετική ερώτηση της «Ε» για τις αφίξεις που είχαν.
Στο πλαίσιο αυτό ο πρόεδρος του Τουριστικού Οργανισμού Πελοποννήσου Κωνσταντίνος Μαρινάκος έκανε λόγο για μια αναμενόμενη εξέλιξη, καθώς από την Καλαμάτα βρίσκεται κάποιος στην «καρδιά» του Μαινάλου χοντρικά σε μία ώρα.
«Το ρεύμα από τη Μεσσηνία προς την Αρκαδία και το αντίστροφο σε καιρούς κρίσης είναι παρήγορο, διότι αποδεικνύεται πως στηρίζονται οι “γειτονιές” μεταξύ τους» σχολίασε στην «Ε», υπογραμμίζοντας πως λόγω της εξέλιξης με την “Ομικρον” παρατηρήθηκε ένα κύμα ακυρώσεων την Πρωτοχρονιά αλλά κυρίως τα Θεοφάνια, το οποίο ωστόσο αναπληρώθηκε αποδεικνύοντας πως η Αρκαδία είναι ένας ευέλικτος προορισμός. «Κάποιοι παράλληλα με το ότι το βαλάντιό τους δεν τους επέτρεψε να κάνουν πολυήμερες διακοπές, έκλεισαν σε κάποιο κατάλυμα για μια διανυκτέρευση ή ένα διήμερο ενδιάμεσα των εορτών, μιας και γίνεται αμέσως αντιληπτό πως δεν μπορεί κανείς να ξεκινήσει να πάει από την Αθήνα στο Πήλιο για μια βραδιά, εν αντιθέσει με την Πελοπόννησο» συμπλήρωσε.
ΣΤΡΟΦΗ ΣΤΙΣ ΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΤΑΞΙΔΙΟΥ
Σύμφωνα με τον κ. Μαρινάκο, διαπιστώνεται στα χρόνια της πανδημίας μια σημαντική αλλαγή στις τάσεις του ταξιδιού και των καταναλωτών. «Υπάρχει μια τάση για πιο απομονωμένους και απομακρυσμένους προορισμούς, όχι τόσο γνωστούς και υψηλής επισκεψιμότητας, μιας και ο κόσμος προσπαθεί να αποφύγει πιθανούς συνωστισμούς, επιλέγοντας προορισμούς που έχουν ένα πλούσιο φυσικό περιβάλλον, προσφέροντας δραστηριότητες άθλησης στην ύπαιθρο. Στην κατηγορία αυτή έχει στραφεί περισσότερο η νεολαία δείχνοντας την αγάπη της για τη φύση, έστω και αν η παραμονή της σε αυτή γίνεται για λίγες μέρες μακριά από τον μόνιμο τόπο κατοικίας. Μέσα από τις τάσεις αυτές αναπτύσσονται αναδυόμενοι προορισμοί που μέχρι πρότινος δεν ήταν τόσο γνωστοί στον τουριστικό χάρτη, λόγω του γεγονότος πως στερούνται των υποδομών ώστε να μπορούν να φιλοξενήσουν πολύ κόσμο και να διαφημιστούν από στόμα σε στόμα. Πέρα λοιπόν από τη Βυτίνα, τη Δημητσάνα και τη Στεμνίτσα που αποτελούν τους πιο γνωστούς προορισμούς της Ορεινής Αρκαδίας, αρχίζει να κεντρίζει ολοένα και περισσότερο τα βλέμματα το Βαλτεσινίκο, το Χρυσοβίτσι, η Ζάτουνα και άλλα χωριά που ναι μεν δεν είναι κλασικοί χειμερινοί προορισμοί, δείχνουν όμως τη δυναμική τους μέσα από την προτίμηση του κόσμου» επισήμανε, λέγοντας πως το μοντέλο της περιοχής δεν είναι αυτό του μαζικού τουρισμού.
«Προφανώς και δεν αποκλείουμε αυτό το μοντέλο, διότι συνεισφέρει τα μέγιστα στους κοινωνικούς και οικονομικούς δείκτες, ωστόσο ακόμα και εκεί που έχει αναπτυχθεί ένα πρότυπο μαζικού τουρισμού, επιθυμούμε λόγω των νέων τάσεων να δίνουμε στην περιοχή μας ένα άλλο ύφος, έναν προσανατολισμό με ειδικές και θεματικές μορφές τουρισμού, με στραμμένο το νου μας στην καινοτομία, στην τεχνολογία και στο περιβάλλον. Αναφερόμαστε ουσιαστικά σε ένα μοντέλο ήπιας τουριστικής ανάπτυξης, το οποίο να συνδυάζεται με τον αγροδιατροφικό τομέα, δύο πυλώνες που συνυπάρχουν εύκολα στην Πελοπόννησο» δήλωσε, υπογραμμίζοντας πως ο τουρισμός της περιοχής πρέπει να στοχεύσει στην ποιότητα, έχοντας καλές υπηρεσίες τόσο στους ορεινούς όγκους όσο και στα παραθαλάσσια μέρη, ώστε να υποστηριχθεί, μέσα από δίκτυα πολιτιστικών διαδρομών, σε συνδυασμό με μια αλυσίδα προϊόντων.
ΣΤΗΝ ΑΝΑΜΟΝΗ ΓΙΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ
Σε ό,τι έχει να κάνει με την πρόσφατη παρέμβαση του κ. Μαρινάκου σχετικά με το 12% της πληρότητας κατή τη χειμερινή περίοδο και την κρατική παρέμβαση για την επιβίωση των ξενοδοχείων, ο ίδιος διευκρίνισε πως ο υπουργός Τουρισμού Βασίλης Κικίλιας μίλησε για μέτρα στήριξης τα οποία ενδέχεται να παραταθούν και μετά τον Ιανουάριο, ωστόσο αυτά δεν «αγγίζουν» τα ζητήματα τα οποία τονίστηκαν πρόσφατα από τους ξενοδόχους των ορεινών περιοχών. «Δεν μπορούμε να πούμε πως έχουμε ουσιαστικά μέτρα στήριξης, γι’ αυτό και είμαστε σε αναμονή, για να δούμε ποια οριζόντια μέτρα μπορούν να ληφθούν, καθώς ο επαγγελματικός κόσμος παραμένει σε μια τεράστια αγωνία μετά τις εορτές, μιας και αφενός η εξέλιξη της πανδημίας και αφετέρου το υψηλό ενεργειακό κόστος που έχει συμπαρασύρει προς τα πάνω τις τιμές, από τις μεταφορές μέχρι τις πρώτες ύλες, συρρικνώνοντας παράλληλα το εισόδημα των νοικοκυριών, έχουν ως αποτέλεσμα οι κρατήσεις μέχρι τον Απρίλιο, όπου ουσιαστικά κλείνει η σεζόν για τους χειμερινούς προορισμούς να είναι σχεδόν ανύπαρκτες» σχολίασε, υπενθυμίζοντας πως από τον Γενάρη και μετά δεν συνεχίζουν να ισχύουν τα προγράμματα «Τουρισμός για όλους» και του Κοινωνικού Τουρισμού, τα οποία είχαν ενισχύσει ιδιαιτέρως την κίνηση στα καταλύματα, κυρίως στην προ εορτών περίοδο.
ΜΕ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΣΤΟ ΤΡΙΗΜΕΡΟ ΤΗΣ ΚΑΘΑΡΑΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ
Αναφορικά με το επόμενο ισχυρό τριήμερο που οι ξενοδόχοι της Πελοποννήσου αναμένουν μια οικονομική «ανάσα» -έστω και αν δεν πραγματοποιηθούν εκδηλώσεις λόγω πανδημίας- αυτό θα είναι -όπως είπε ο πρόεδρος του Τουριστικού Οργανισμού Πελοποννήσου- της Καθαράς Δευτέρας στις αρχές του Μάρτη: «Τα ενδιάμεσα Σαββατοκύριακα μέχρι τότε δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά, υπάρχει μια κίνηση αλλά δεν είναι αυτή που προσδοκούν οι επαγγελματίες. Μπορεί κατά τη διάρκεια της μέρας να παρατηρούνται πολλοί επισκέπτες, ωστόσο αυτοί δεν αποτυπώνονται απαραίτητα σε διαμονές, απολαμβάνοντας το χιόνι και επιστρέφοντας στη συνέχεια. Η Αρκαδία εξάλλου αποτελεί έναν κοντινό προορισμό για το μητροπολιτικό κέντρο των Αθηνών, όπως και η περιοχή των Καλαβρύτων αλλά και η Ορεινή Κορινθία, με αποτέλεσμα να μας δίνεται ένα συγκριτικό πλεονέκτημα, όντας προορισμοί σύντομοι, σχετικά φθηνοί και ασφαλείς ως προς τη μετακίνηση».
Η ΧΑΜΕΝΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ
Τέλος, εξαιτίας του γεγονότος πως το 2021 και κατ’ επέκταση η επέτειος για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση συνέπεσε με το παρατεταμένο 2ο lockdown, o Κωνσταντίνος Μαρινάκος έκανε λόγο για μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία για την Αρκαδία να χτιστεί ένα πολιτιστικό ιστορικό προϊόν, το οποίο θα αποτελούσε έναν ουσιαστικό πόλο έλξης τόσο για την εγχώρια αγορά όσο και για το διεθνές περιβάλλον εν μέρει. «Θα ήταν μια μοναδική ευκαιρία να χτιστεί ένα τουριστικό προϊόν γύρω από την ιστορία μας και τον πολιτισμό μας, δημιουργώντας μια παρακαταθήκη. «Επιμέναμε ως φορείς προς την κατεύθυνση να γίνουν δύο σημαντικά έργα, ένα μουσείο υψηλής τεχνολογίας με διαδραστικές δυνατότητες, προσελκύοντας σχολεία όλης της χώρας, καθώς και η κατασκευή μαυσωλείου Κολοκοτρώνη. Πρέπει να πω όμως πως και πανδημία να μην είχαμε δεν γνωρίζω αν θα μπορούσαν αυτές οι σκέψεις να μετουσιωθούν στην πράξη. Εν τέλει η χρονιά που πέρασε δεν αξιοποιήθηκε όπως θα έπρεπε όχι μόνο στην περιοχή μας αλλά πανελλαδικά, ενώ και η επισκεψιμότητα σε ιστορικά χωριά του νομού σαφώς θα ήταν μεγαλύτερη χωρίς τους περιορισμούς, ενισχύοντας την τοπική οικονομία» κατέληξε.