Λίγες ημέρες μετά την απόβαση, στις 11 Σεπτεμβρίου, έχουμε μια πρώτη εικόνα της περιοχής του Νησιού από την αναγνωριστική αναφορά για τον εντοπισμό χόρτου για τα άλογα, από Γάλλους αξιωματικούς: «Λίγο αργότερα (από το πέρασμα του Τζορέικου γεφυριού) αφήσαμε τα ακαλλιέργητα εδάφη και διασχίσαμε πάρα πολύ μεγάλα περιβόλια με ελιές, συκιές, αμπέλια και ροδακινιές. Ο δρόμος είναι πολύ πλατύς. Τρεις καβαλάρηδες μπορούν να περάσουν εδώ κατά μέτωπο και σε όλο σχεδόν το μήκος του περιβάλλεται από πυκνούς φράχτες με φραγκοσυκιές. Μερικά ρίκια βρίσκονται ανάμεσα σε αυτά τα περιβόλια. Το έδαφος που εκτείνεται στα δεξιά του δρόμου είναι εξ ολοκλήρου καλυμμένο με φυτά. Μέχρις ένα μικρό και πολύ ερειπωμένο ύψωμα, από την κορυφή του οποίου φαίνεται μια πολύ ωραία βλάστηση. Ο δρόμος διασχίζει και πάλι θαυμάσια περιβόλια έως το Νησί, όπου εισήλθαμε. Βρισκόμαστε ανάμεσα σ' έναν πληθυσμό που έτρεξε να μας συναντήσει. Το Νησί ήταν μια αρκετά ωραία πόλη περιτριγυρισμένη από πολύ μεγάλα περιβόλια και κήπους. Τα σπίτια ήταν φτιαγμένα από χώμα, μόνο η εκκλησία ήταν από πέτρα. Η πόλη αυτή, όπως μας διαβεβαίωσαν, είχε 7.000 με 8.000 κατοίκους. Μόλις που απομένουν απ' αυτούς 800. Οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν στα βουνά ή αιχμαλωτίστηκαν από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ. Η πόλη δεν είναι πλέον παρά ένα μέρος με ερείπια. Μείναμε εκεί για λίγο για να συζητήσουμε με τους προεστούς και για να πάρουμε απ' αυτούς πληροφορίες για τις περιοχές με χορτάρι που είχαμε εντολή να βρούμε. Πήραμε έναν οδηγό και κατεβήκαμε από έναν γεμάτο στροφές γρήγορο δρόμο ο οποίος διασχίζει κήπους και περιβόλια, γεμάτα με μουριές, και φθάσαμε σ' έναν μικρό βραχίονα του Παμίσου. Λίγο αργότερα περάσαμε έναν δεύτερο βραχίονά του και εισήλθαμε σε μια τεράστια πεδιάδα που απλώνεται ανάμεσα στον Πάμισο και τον Πρινά. Αυτή η πεδιάδα καλύπτεται στην αρχή από ένα κοντό χορτάρι, όπου βόσκουν πρόβατα και ξερικά (άλλα) ζώα. Λίγο μετά αρχίζουν, σε ένα πλάτος μιάμισης λεύγας και μήκος περίπου μιας, τα χωράφια ενός ξεχωριστού είδους αραβοσίτου τα οποία, εδώ και 'κεί, είναι ανακατεμένα με χορτάρι. Αυτός ο αραβόσιτος, που σ' αυτή τη χώρα ονομάζεται καλαμπόκι, φέρει τον καρπό στο ανώτατο άκρο του. Οι κάτοικοι, όταν τον συλλέγουν, αφήνουν ολόκληρα τα κοτσάνια επιτόπου. Είναι πολύ πράσινα και γεμάτα φύλλα και θα μπορούσε κανείς να τα συγκεντρώσει σ' αυτό το μέρος για να τραφούν δέκα έως δεκαπέντε ημέρες 700 με 800 άλογα. Διασχίσαμε το μεγαλύτερο μέρος αυτής της πεδιάδας και δεν βρήκαμε παρά μερικές μόνο συστάδες χορταριού, εδώ και 'κεί [...]. Η καλύτερη λύση θα ήταν, ίσως, να μαζέψουμε, είτε το χορτάρι είτε τον αραβόσιτο, επιτόπου και να τα φορτώσουμε στα πλοία, είτε στον Πάμισο, είτε στη θάλασσα, και έτσι να τα φέρουμε στα στρατόπεδα του πυροβολικού και του ιππικού» (1).
Η εικόνα αυτή δημιουργεί ερωτηματικά, καθώς δείχνει μια περιοχή καλλιεργημένη και είναι εντελώς αντίθετη από αυτή που δίνουν άλλες περιγραφές για την εποχή. Οπως του Εντγκαρ Κινέ ο οποίος περνώντας το 1929 από τη Μεσσηνία γράφει στη γυναίκα του ότι είναι «όλα καμένα, δεν βλέπεις παρά δέντρα καψαλισμένα, χωριά ισοπεδωμένα, μερικές γυναίκες και παιδιά μέσα σε σωρούς από πέτρες» (2).
Ο επικεφαλής της Επιστημονικής Γαλλικής Αποστολής Μπορύ ντε Σαιν-Βενσάν μας δίνει την εικόνα που συνάντησαν στο Νησί το 1829: «Οσο πλησιάζαμε στο Νησί, το έδαφος γινόταν κοκκινωπό, οι κάκτοι πολλαπλασιάζονταν και οι δρόμοι περιβάλλονταν από αδιαπέραστους φράκτες, συχνά ύψους 10 ποδιών, οι οποίοι αποτελούνταν πλήρως από αυτό το φυτό με την τόσο παράξενη όψη. Είναι 4 ώρες περπάτημα από το Πεταλίδι μέχρι την κωμόπολη Νησί. Στο μέσο μιας περιοχής πάρα πολύ γόνιμης, ο πληθυσμός ανερχόταν προς τις αρχές του αιώνα περίπου σε 2.000 κατοίκους, όλοι αγρότες. Τα σπίτια από πλίθρα, τα οποία είχαν ολοσχερώς γκρεμιστεί, αναστηλώνονταν γοργά και είχαν το χρώμα της κόκκινης πέτρας. Η εκκλησία, πιο σημαντική από όλες όσες είχαμε ακόμα δει στον Μοριά, ήταν ολόκληρη χτισμένη από πέτρες κλεμμένες από κάποιες αρχαίες πόλεις των περιχώρων, πιθανόν τη Θουρία ακόμα και τη Μεσσήνη. Ενα κάστρο με όψη φεουδαρχική υπήρξε στο Νησί, αλλά δεν έμεναν πια παρά μόνο χαλάσματα ακόμα αρκετά ψηλά και κομμάτια από πυργίσκους μέσα στις τρύπες των οποίων φώλιαζαν μικρά αρπακτικά πουλιά. Στήσαμε τις σκηνές μας βόρεια της κωμόπολης, στη μέση των σκιερών λιβαδιών από ιτιές, λεύκες και άλλα μεγάλα δέντρα υγρών τόπων. Υπήρχε σ' αυτό το μέρος μια πηγή με άφθονο νερό με τη γούρνα της» (3).
Από το απόσπασμα επιβεβαιώνεται το εύφορο του εδάφους αλλά και οι καταστροφές που είχαν προκληθεί. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά στα δομικά υλικά της εκκλησίας, η οποία είναι ο Αγιος Δημήτριος όπως προκύπτει και από άλλες αναφορές που έγιναν από άλλα μέλη της αποστολής αλλά και αργότερα, όπως επίσης και από τον Αθ. Πετρίδη. Ιδιαίτερης σημασίας είναι το γεγονός ότι αναφέρεται η ύπαρξη ερειπίων του φράγκικου κάστρου που βρισκόταν στην περιοχή της Πανηγυρίστρας, στοιχεία του οποίου ήταν εμφανή μέχρι και τα νεότερα χρόνια (4). Το σημείο που προσδιορίζει την πηγή και τον είδος της αφήνει μια υποψία ότι πρόκειται για την πηγή που τροφοδοτούσε το "Χαβούζι".
Στο Νησί στρατοπεδεύουν για χρόνια γαλλικά στρατεύματα στα οποία όμως παρουσιάζονται κρούσματα χολέρας. Στην περιοχή αποστέλλεται το καλοκαίρι του 1832 ο αξιωματικός Ζαν Λουί Λακούρ, ο οποίος διαπιστώνει ότι το 1831 είχαν πεθάνει από αυτή την αρρώστια 40 Γάλλοι στρατιώτες. Σε σχετική έκθεση που συνέταξε αναφέρει και τα εξής: «Το Νησί είναι ένα πολύ μεγάλο χωριό, στη δεξιά όχθη του Παμίσου, από τον οποίο δεν απέχει παρά ένα τεταρτάκι της λεύγας. Οι δρόμοι του είναι πλατιοί, η αγορά του μέτρια εφοδιασμένη. Βλέπουμε εδώ κάποια σπίτια με πολύ κομψό χτίσιμο. Περιτριγυρισμένο από αμπέλια, μουριές, και ωραία χωράφια με καλαμπόκι, το Νησί έχει μια όψη άνεσης και ευτυχίας η οποία εντυπωσιάζει με την πρώτη ματιά. Αλλά δεν χρειάζεται να κατοικήσεις εκεί για πολύ. Μια ασυλλόγιστη τέχνη κατόρθωσε να δημιουργήσει από μια πηγή ευημερίας και αφθονίας, ένα στοιχείο μόλυνσης και νοσηρότητας. Για να κάνουν τις συγκομιδές τους πιο δυναμικές και πιο πλούσιες οι Ελληνες ιδιοκτήτες απομυζούν από όλες τις πλευρές τον Πάμισο και σπαταλούν, χωρίς φρόνηση, τα νερά τα οποία, αφού δεν κατακρατούνται και δεν διοχετεύονται σε κανάλια, σχηματίζουν έλη, μολύνουν τον αέρα και καθιστούν όλη την πεδιάδα τόπο μολυσματικής διαμονής και κατά συνέπεια, ολέθρια, κυρίως για τα στρατεύματά μας που, κάτω από έναν καυτό αέρα, γνωρίζουν λίγο να συγκρατούνται μπροστά στα νόστιμα φρούτα που παράγει με αφθονία η χώρα [...]. Στη διάρκεια του χειμώνα όλη η χαμηλή πεδιάδα, ιδίως από το Νησί ως την Καλαμάτα, είναι σαν κατακλυσμένη. Δεν υπάρχει ούτε ένας δρόμος που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Τα άλογα βουλιάζουν μέχρι το στέρνο και οι πεζοί άνδρες κινδυνεύουν εδώ να χαθούν [...]. Σήμερα το πιο μικρό καΐκι θα εξώκειλε στις εκβολές του Παμίσου. Εχει γεμίσει με αμμώδεις υφάλους. Θα ήταν εύκολο να τον κάνουν πλωτό μέχρι το λιμάνι των πλοίων που φτιάξαμε σε πολύ κοντινή απόσταση από το Νησί. Αυτό το μεγάλο χωριό θα γινόταν, σε λίγα χρόνια, μια πλούσια πόλη και, ως αποθήκη, θα είλκυε στην αγορά της τα προϊόντα αυτής της ωραίας πεδιάδας στην οποία δεν λείπουν παρά τα πρώτα καλά αποτελέσματα μιας συνετής εκμετάλλευσης, για να δει να προέλθουν, κάτω από έναν ήλιο πάντα διαυγή, τα ανεξάντλητα πλούτη μιας προνομιούχου γης» (5). Πέραν της περιγραφής, ένα στοιχείο που παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον είναι η αναφορά στο λιμάνι που έφτιαξαν οι Γάλλοι πολύ κοντά στο Νησί. Οπως φαίνεται πρόκειται για ποτάμιο λιμάνι που είχε κατασκευαστεί την εξυπηρέτηση των στρατιωτικών δυνάμεων αλλά στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε.
Ανάλογη περιγραφή έχουμε και από ταξιδιωτική πηγή της εποχής, η οποία δίνει και πινελιές από τη ζωή στο Νησί κατά την παρουσία των Γάλλων, αναφέροντας ότι υπήρχε μέχρι και... καμπαρέ:
«Το Νησί είναι ένα μεγάλο και ακμάζον χωριό, που προεξέχει, ένα μίλι από τη δεξιά όχθη του Παμίσου, ο οποίος διασχίζεται με μια άθλια ξύλινη γέφυρα. Το χωριό υπέφερε πολλά στον τελευταίο πόλεμο, αλλά πολλά σπίτια έχουν ξαναχτιστεί από τότε. Μια αγορά (παζάρι) που σχηματίζεται από ξύλινα καταστήματα, ιδρύθηκε από τους Γάλλους, αλλά τα καφενεία του, τα μπιλιάρδα και τα καφέ σαντάν εξαφανίστηκαν μαζί με τα γαλλικά στρατεύματα. Παρουσιάζει μια εντυπωσιακή αντίθεση με τις υπόλοιπες περιοχές. Η πόλη περιβάλλεται από κήπους, αμπέλια, μουριές, βοσκοτόπια και χωράφια από καλαμπόκι. Η κατάσταση σαν συνέπεια από τα γειτονικά έλη και την άρδευση των αγρών είναι ανθυγιεινή. Τα γαλλικά στρατεύματα εδώ υπέφεραν από πυρετούς και από άλλες αρρώστιες με ρίγη, οι οποίες επιδεινώνονταν από την απερισκεψία της έκθεσής τους στον καυτό ήλιο κατά τη διάρκεια της ημέρας, και την υγρασία της νύχτας. Σε αυτό ερχόταν να προστεθεί και η χωρίς μέτρο παράδοση στη ρακί, το κρασί και στα φρούτα τα οποία αφθονούσαν στην περιοχή. Ενας ξένος δεν θα μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του να του επιβληθεί να παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα στις μεγάλες ζέστες σε αυτό το μέρος» (6). Από τα στοιχεία της περιγραφής φαίνεται ότι οι Γάλλοι μπορεί να μην… άντεξαν το κλίμα και τα κουνούπια, αλλά κατασκεύασαν αγορά και ψυχαγωγικά κέντρα. Οι αναφορά σε ρακί έχει ιστορική σημασία από την άποψη της τοπικής παραγωγής, ενώ στο κείμενο είναι διάχυτη μια αίσθηση κραιπάλης των γαλλικών στρατευμάτων.
Οι αναφορές αυτές δίνουν την εικόνα της πόλης αμέσως μετά την απελευθέρωση. Μιας πόλης που μετρούσε τις πληγές της αλλά ταυτοχρόνως είχε πλούσια παραγωγή. Και φυσικά παντελή απουσία έργων υποδομής, με υποτυπώδη αρδευτικά στα οποία τα λιμνάζοντα νερά γίνονταν πληγή, για διαφορετικούς λόγους χειμώνα και καλοκαίρι.
(1) Γεώργιου Β. Νικολάου «Ανέκδοτη περιγραφή της περιοχής από το Πεταλίδι έως την Καλαμάτα από αξιωματικό του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος στο Μοριά» - "Μεσσηνιακά Χρονικά" τ. Γ'
(2) Κυριάκου Σιμόπουλου «Πώς είδαν οι ξένοι την επανάσταση του ’21» τ. 5
(3) Bory de Saint - Vincent «Relation du voyage de la commision scientifique de More» - Προβολή στο Google Books - Μετάφραση αποσπασμάτων Κώστας Βρακάς.
(4) "Σημαία" 18.11.1932 - Κείμενο του Ευστάθιου Σταθόπουλου
(5) Γεώργιου Β. Νικολάου «Η Μεσσηνία όπως την είδε το 1832-1833 ο Γάλλος αξιωματικός Λακούρ» - "Μεσσηνιακό Ημερολόγιο" τ. Γ'
(6) John Murray «A hand book for travellers on the Ionian Islands, Greece, Turkey, Asia» 1840 - Προβολή στο Google Books - Μετάφραση αποσπάσματος: Ντίντα Οικονομοπούλου.