Τώρα που ολοκληρώθηκε η διαδικασία εθελούσιας (ελέω λαού) παράδοσης στις απαιτήσεις των δανειστών (ελπίζω να μην απαγορεύονται και οι κρίσεις), είναι καιρός να διηγηθώ μερικές μικρές ιστορίες που συνιστούν στην ολότητα τη βάση του δικού μου πολιτικού σχολιασμού. Και να απαντήσω στο ερώτημα που έθεσαν από καιρό πολλοί φίλοι, γιατί δεν ήμουν υποψήφιος βουλευτής τον Ιανουάριο καθώς μάλιστα οι αναλύσεις που έκανα με βάση τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων έδιναν μέχρι και 4 έδρες στη Μεσσηνία. Η αλήθεια είναι ότι όχι μόνο μου προτάθηκε κάτι τέτοιο, αλλά πιέστηκα… διασυνιστωτικά για να δεχθώ. Πέρα από μεμονωμένες κρούσεις και συζητήσεις στις οποίες είχα εκφράσει άρνηση, έγινε και μια συνάντηση όπου τέθηκαν αναλυτικά όλα τα ζητήματα.
Το πρώτο θέμα που έθεσα, ήταν θέμα αρχής και τάξης: Θεωρούσα αδιανόητο να εμφανιστώ και πάλι υποψήφιος μετά από 20+ χρόνια απουσίας από την πρώτη γραμμή της πολιτικής μάχης. Τελευταία φορά που ήμουν υποψήφιος ήταν το 1993 στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του Συνασπισμού μετά από «επιστράτευση» στο όνομα «κοινοβουλευτικής σωτηρίας» του κόμματος. Επιστράτευση γιατί είχα ήδη παραιτηθεί από την Κεντρική Επιτροπή διαφωνώντας ριζικά με τη στάση του Συνασπισμού και τη θετική ψήφο στη συνθήκη του Μάαστριχτ. Πλην όμως όχι μόνο δεν… σώθηκε η παρτίδα αλλά μας άφησε (πολιτικούς) χρόνους η πρόεδρος ανοίγοντας πανιά για τα μεγάλα σαλόνια. Στην επιμονή των συντρόφων ότι αυτό δεν συνιστά πρόβλημα, δήλωσα ότι αυτό είναι η δική μου αντίληψη για τα πράγματα τονίζοντας ότι κάποια στελέχη του κόμματος έχουν χτίσει τις δικές τους φιλοδοξίες (απόλυτα θεμιτό), δεν επιθυμούσα να γίνω μέρος ενός προβλήματος που φαινόταν να έρχεται και πολύ περισσότερο να βρεθεί έστω και μισός που θα πει ότι πήρα σύνταξη και πήγα να πάρω καρέκλα. Τα όσα τραγικά έγιναν τότε και ακούστηκαν στη διαδικασία συγκρότησης του ψηφοδελτίου (από διάφορες πλευρές και για διάφορους λόγους), απλώς επιβεβαίωσαν την ορθότητα της επιμονής μου.
Το δεύτερο θέμα που έθεσα ήταν η διαφωνία μου με την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και πιο συγκεκριμένα με την απόληξή της στην προεκλογική περίοδο. Εξέφρασα την εκτίμηση ότι τα πράγματα θα οδηγηθούν σε σύγκρουση, ο ΣΥΡΙΖΑ δίνει την εντύπωση ότι όλα είναι ζητήματα χειρισμών, ικανότητας διαπραγμάτευσης και διαχείρισης της κατάστασης. Ο κόσμος δεν έχει προετοιμαστεί για μια τέτοια εξέλιξη και ο ΣΥΡΙΖΑ θα υποχρεωθεί να κάνει πράγματα με τα οποία θα είναι σε αντίθεση με την πολιτική και τις εξαγγελίες του. Υπενθύμισα ότι έζησα την ιστορία αυτή το 1989 στη σύντομη κοινοβουλευτική θητεία του καλοκαιριού και ως εκ τούτου γνωρίζω πόσο οδυνηρό είναι να πηγαίνεις σε δρόμους για τους οποίους δεν έχεις προετοιμάσει τον κόσμο και πολύ περισσότερο διαφωνείς. Και επεσήμανα ότι σε τέτοιες συνθήκες η συλλογικότητα στις αποφάσεις πάει περίπατο, αυτές παίρνονται σε στενούς κύκλους και οι βουλευτές βρίσκονται προ τετελεσμένων. Θύμισα ότι η παραπομπή Παπανδρέου έγινε μόνο με την εκτίμηση του Χαρίλαου στο όρθιο μέσα στην κοινοβουλευτική ομάδα ότι δεν άλλαξε τίποτε μετά την ομιλία του Αντρέα, διαδικασία στην οποία κάτι ψέλλισε ο Δρεττάκης αλλά ο Χαρίλαος τον έκοψε «με τη μία». Εξέφρασα την άποψη ότι όχι το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ούτε το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης πρόκειται να εφαρμοστεί. Οι σύντροφοι που είχαν πεισθεί από την κεντρική επιχειρηματολογία εξέφραζαν βεβαιότητα ότι είναι εξασφαλισμένοι οι πόροι. Αντέτεινα ότι το ζήτημα είναι πολιτικό, δεν κοστολογείς τεχνικά όταν τα κλειδιά της χρηματοδότησης τα κρατούν οι άλλοι που θα κάνουν τα πάντα για να αποτύχει η κυβέρνηση της Αριστεράς. Εν κατακλείδι εκφράζοντας την εκτίμηση για το τιμητικό της πρότασης, είπα ότι δεν μπορώ για λόγους συνείδησης και με βάση αυτές τις εκτιμήσεις και την εμπειρία, να είμαι υποψήφιος.
Στην επιμονή μου για το λάθος τρόπο που πολιτεύεται ο ΣΥΡΙΖΑ χωρίς προετοιμασία για σύγκρουση και με τον κόσμο στον καναπέ που θα στοιχίσει ακριβά, αγαπημένη συντρόφισσα με φαρμακερό χιούμορ μου είπε ότι πρώτη φορά βλέπει σοσιαλδημοκράτη να θέλει τον κόσμο στους δρόμους. Δεν με ενόχλησε καθόλου η παρατήρηση, απλώς αναδείκνυε μια πλευρά κατά τη γνώμη μου σημαντική: Οταν ο ΣΥΡΙΖΑ περιοριζόταν στην αντιμνημονιακή ρητορεία στις ενυπόγραφες παρεμβάσεις μου επεσήμανα ότι θα έπρεπε να προχωρά παραπέρα και σε κάθε ζήτημα να προβάλει τη δική του θέση για το συγκεκριμένο. «Αυτά είναι δημοσιογραφικές απόψεις, το θέμα είναι να πολιτικοποιηθεί η υπόθεση του μνημονίου» μου έλεγε καλός σύντροφος (που βρίσκεται σε κυβερνητική θέση σήμερα) όταν επέμενα ότι θα πρέπει να απαντούμε και με προτάσεις. Την εποχή τού «Δεν πληρώνω» για παράδειγμα επέμενα ότι το πρόβλημα δεν είναι το ΣΔΙΤ γιατί μέσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση μόνο τέτοια εγχειρήματα επιτρέπουν ειδικά όταν δεν υπάρχει Δημόσιο Πρόγραμμα Επενδύσεων, αλλά οι λεόντειες συμβάσεις που θα έπρεπε να απαιτούμε να τροποποιηθούν. Και θα μπορούσα να απαριθμήσω ένα πλήθος τοποθετήσεων σε κρίσιμα ζητήματα όπως με τον «Καλλικράτη», τις υπηρεσίες του Δημοσίου και άλλα θέματα που αποτέλεσαν προνομιακό πεδίο δράσης των δυνάμεων που έβλεπαν τα θέματα αυτά όχι ως στοιχείο αναγκαίου εκσυγχρονισμού αλλά ως εργαλείο εφαρμογής της μνημονιακής πολιτικής.
Τελευταίο επιχείρημα για να αποδεχθώ την πρόταση ήταν η επισήμανση ότι υποψήφιοι είναι και ο Λαφαζάνης και ο Πετράκος. Διευκρίνισα ότι δεν ομιλώ από την πλευρά κάποιας συνιστώσας, εκφράζω τη δική μου άποψη, ο καθένας έχει το δικαίωμα και την ευθύνη και σε τελευταία ανάλυση τα εν λόγω στελέχη συμμετέχουν στο εγχείρημα και εξ αντικειμένου βρίσκονται σε διαφορετική θέση από κάποιον ο οποίος το παρακολουθεί κριτικά διαφωνώντας μάλιστα με τη βασική επιλογή.
Κάπως έτσι έκλεισε η περί υποψηφιότητας συζήτηση και αναφέρω τις ιστορίες αυτές για να εκφράσω την άποψη ότι αυτή η πορεία ήταν προδιαγεγραμμένη από τη στιγμή που επιλέχθηκε η πολιτική του μονόδρομου, η οποία γινόταν όλο και περισσότερο επίμονη όσο αυξάνονταν οι προπαγανδιστικές πιέσεις των μνημονιακών. Ενός μονόδρομου χωρίς εναλλακτικό σχέδιο, ακόμη και τότε που διαφαινόταν ο «εικονικός πνιγμός» πριν τη συνθηκολόγηση.
Ισως δεν έχουν ενδιαφέρον όλα αυτά αλλά αισθάνθηκα την ανάγκη να τα μοιραστώ με φίλους που είχαμε κοινή πολιτική πορεία και μπορούμε -υπό αυτονόητες προϋποθέσεις πάντα- να παραμείνουμε φίλοι ακόμη και μέσα από τις διαφωνίες μας. Από την άλλη πλευρά μπορώ να γράψω τώρα ότι δεν ήμουν μέλος του ΣΥΡΙΖΑ και ως εκ τούτου δεν θα είχε νόημα μια υπόδειξη να τα πω… στην οργάνωση και να ξεσκάσω. Αποχώρησα όταν πραξικοπηματικά και παρά τη διαφορετική γνώμη των οργανώσεων επιβλήθηκε η υποψηφιότητα Βουδούρη και δέχθηκα ένα ιδιότυπο πολιτικό μπούλινγκ από συστήματα που ενεργοποιούνται όταν αμφισβητείται η παπική ορθότητα των κλαμπ που παίρνουν τις αποφάσεις. Κάποιοι σύντροφοι του περιφερειακού συνδυασμού γνωρίζουν βεβαίως ότι παρά τις διαφωνίες μου τους παρότρυνα να συμμετάσχουν και να δώσουν τη μάχη. Πλην όμως το παλικάρι πάτωσε και μαζί η αξιοπιστία εκείνων που έχασαν συντρόφους για τα μάτια του. Αλλά και εξαφανίστηκε στις όποιες μάχες δόθηκαν στη συνέχεια επιλέγοντας την πλήρη αφωνία, μέχρι προσφάτως όταν έσπευσε να υποδείξει με άρθρο του πως τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να στέκονται απολογητικά απέναντι στο μνημόνιο αλλά να το υπερασπιστούν. Παραίνεση την οποία ασμένως υιοθετούν ουκ ολίγοι εκ των πάνω και των κάτω.
Εκ των πραγμάτων οι διαφωνίες σε κρίσιμα θέματα οδηγούν σε διαφορετικούς δρόμους. Οταν έγραψα για πρώτη φορά το κείμενο αυτό στις 13 Ιουλίου (και το ανάρτησα στο Facebook) σημείωνα ότι «η όποια απόφαση είναι επιλογή συνείδησης για τον καθένα, κάτι το οποίο πρέπει να γίνεται σεβαστό από όλους. Δεν είμαι και πολύ αισιόδοξος γι' αυτό, τα όργανα βαράνε και μάλιστα με ένταση ακόμη και από κάποιους επιβάτες της εξουσίας, που όφειλαν να σέβονται την πολιτική ιστορία ανθρώπων που έδωσαν τη ζωή τους για την υπόθεση της Αριστεράς. Οφείλω να το καταθέσω θυμίζοντας ότι σε πολλές περιπτώσεις δεν έχουν κλείσει σε προσωπικό επίπεδο ακόμη οι πληγές του 1991. Δεν μπήκα στον πειρασμό της προσωπικής διαμάχης ακόμη και όταν άκουγα τα απίστευτα και χαίρομαι που κράτησα τη φιλία με τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που χώρισαν οι πολιτικοί μας δρόμοι».
Το ότι η παραίνεση αυτή… πήγε στο βρόντο, κινείται στο πεδίο του αυταπόδεικτου. Για μεθόδους και επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν στην αντιπαράθεση, μόνο θλίψη μπορώ να εκφράσω. Πολύ περισσότερο για μεθοδευμένες προσωπικές επιθέσεις που ξεπέρασαν κάθε όριο στοιχειώδους ηθικής στο περί «πολιτικού πολιτισμού» αφήγημα της Αριστεράς.
Η λαϊκή σοφία διδάσκει ότι «απίδια φαγωμένα, κάτσε μέτρα τις ουρές τους». Πλην όμως ορισμένα πράγματα είναι πάνω από την «πολιτική λήθη» που επιβάλλει η σιωπή η οποία πολλές φορές παρεξηγείται. Γιατί εκ των πραγμάτων παράγουν πολιτικά συμπεράσματα που υπερβαίνουν κατά πολύ τα ζητήματα προσωπικής στάσης. Και έχουν να κάνουν με ένα μεγάλο ερωτηματικό για το πολιτικό σχέδιο που είχε τότε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πέρα από την επιδίωξη να οδηγήσει σε πρόωρες εκλογές. Και να τις κερδίσει κρύβοντας κάτω από το χαλί και τις πραγματικές προθέσεις και τις βαθιές διαφωνίες σε ό,τι αφορά το κρίσιμο ζήτημα του plan b, ενώπιον του διαφαινόμενου αδιεξόδου. Η θλιβερή διαπίστωση είναι πως επί της ουσίας δεν είχε καν συζητηθεί κάτι τέτοιο και ένα μεγάλο εγχείρημα ελπίδας οδηγήθηκε στο απόλυτο αδιέξοδο όταν διαπιστώθηκε ότι το «βλέποντας και κάνοντας» δεν συνιστά πολιτικό σχέδιο και στάση ευθύνης απέναντι στην κοινωνία.
Αυτά εις επίγνωσιν του γεγονότος ότι ουκ ολίγοι θα δυσαρεστηθούν, ορισμένοι θα παρεξηγήσουν την πρόθεση και κάποιοι ενδεχομένως θα κανιβαλίσουν. Πλην όμως όταν έχεις περάσει «διά πυρός και σιδήρου» από τη δημόσια έκθεση -και από διαφορετικές θέσεις και συνθήκες- για 40 και πλέον χρόνια, οφείλεις να αγνοήσεις τις παράπλευρες απώλειες και να μιλήσεις ανοιχτά χωρίς να περιμένεις τα… απομνημονεύματα. Προσωπικά το κατάλαβα αυτό αργά πλην όμως «κάλλιο αργά, παρά ποτέ». Λίγοι φίλοι ήταν κοινωνοί του συνόλου των προβληματισμών μου, στην επιμονή για υποψηφιότητα κάποιων άλλων φίλων εμπιστοσύνης πέρα από το χώρο της Αριστεράς η απάντηση ήταν ότι «δεν έχω καταλάβει πού το πάει ο ΣΥΡΙΖΑ», ενώ σε όλους απαντούσα με το «ηθικό» μέρος της υπόθεσης: Οι Κιγκινάτοι δεν έχουν θέση στη σύγχρονη εποχή και την Αριστερά.
Αυτά τα ολίγα με την πεποίθηση ότι η πολιτική, το περιεχόμενο, ο τρόπος εκφοράς και εφαρμογής της στην πράξη οφείλουν να διευρύνουν την κοινωνία των σκεπτόμενων και να περιορίζουν την κοινωνία των οπαδών.