Αναλυτικά, στην ανακοίνωσή της η κ. Κοζομπόλη-Αμανατίδη αναφέρει:
«Οι ισχυρισμοί της κυρίας Σπυράκη, ευρωβουλευτή της ΝΔ, σε συνέντευξή της στην εφημερίδα "Ελευθερία" Καλαμάτας της 18.11.2016, ότι "έχει δρομολογηθεί επί Σαμαρά το ζήτημα του ελληνικού χρέους" είναι, στην καλύτερη περίπτωση, ανακριβείς.
Πρώτο, δεν επανεξελέγη ο κος Σαμαράς στις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 και άρα δεν θα διαπιστώσουμε ποτέ, τι είδους "δρομολόγηση" είχε επιτύχει στο ζήτημα του ελληνικού χρέους. Αντίθετα, οι πολίτες είναι σε θέση να διαπιστώσουν, ότι η κυβέρνηση Σαμαρά - Βενιζέλου, δεν μπορούσε να "δρομολογήσει" τις διαδικασίες της περίφημης 5ης αξιολόγησης του Μνημονίου 2, που θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί, το αργότερο, το φθινόπωρο του 2014. Η 5η αξιολόγηση δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και για το λόγο αυτό "δρομολογήθηκαν" εκλογές, μέσω της επίσπευσης της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας. Οι νέες δανειακές συμβάσεις από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ - Οικολόγων, αντικατέστησαν χρέος με το νέο δάνειο, το οποίο όμως είχε πολύ μικρότερο επιτόκιο δανεισμού, μέχρι 1%.
Δεύτερο, ακόμα κι αν είχε περάσει τις Συμπληγάδες της 5ης αξιολόγησης, η προηγούμενη κυβέρνηση, το γνωστό "μέιλ Χαρδούβελη", προέβλεπε περίπου 20 δισεκατομμύρια ευρώ, επιπλέον μέτρα, από αυτά που συμφωνήθηκαν με το λεγόμενο Μνημόνιο 3. Προβλεπόταν πλεόνασμα για το 2015 περίπου 7,7 δισ. (σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2015, που είχε ψηφισθεί το Νοέμβρη 2014) και εν συνεχεία πλεονάσματα της τάξης του 4,5% του ΑΕΠ. Αρα χρειάζονταν 3 φορές περισσότερα μέτρα από τα μέτρα του Μνημονίου 3.
Ποια ήταν τα πλεονάσματα που συμφωνήθηκαν στο Μνημόνιο 3. Για το 2015 συμφωνήθηκε πλεόνασμα -0,5%, για το 2016 +0,5%, για το 2017 +1% και για το 2018 πλεόνασμα μεταξύ +3% έως +3,5%. Στην προηγούμενη δανειακή σύμβαση της "δρομολόγησης Σαμαρά" ήταν 4,5%. Τώρα η "δρομολόγηση" ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ - Οικολόγων, στοχεύει σε πλεονάσματα της τάξης του 1,5% έως 2% για μια περίοδο ίσως 50 ετών, με επιτόκιο χαμηλότερο της μονάδας.
Τρίτο, η "δρομολόγηση" του κ. Σαμαρά είχε αποδεχθεί ρητά ότι το ελληνικό χρέος ήταν βιώσιμο. Τώρα, όλοι, ξένοι και ντόπιοι θεσμοί, ξένη και ντόπια αντιπολίτευση, παραδέχονται και, μάλιστα, το θεωρούν ως αφετηρία κάθε συλλογισμού, ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος δεν είναι βιώσιμο. Ανεξάρτητα, λοιπόν, από τα προηγούμενα οικονομικά στοιχεία, που μπορεί κάποιος να ερμηνεύσει, ώς ένα βαθμό, λίγο διαφορετικά, στη βάση της πιθανής αύξησης του ΑΕΠ, κλπ., παραμένει το μεγάλο πραγματικό ερώτημα: Ποιο ελληνικό χρέος είχε δρομολογήσει προς λύση, αυτό που δεν ήταν, σύμφωνα με τις δικές του εκτιμήσεις, βιώσιμο; Αν ήταν βιώσιμο, είχε δρομολογήσει τη βιωσιμότητά του; Με 4,5% ετήσια πλεονάσματα, όταν το ΔΝΤ επιμένει στο πολύ 1,5%; Αν δεν ήταν βιώσιμο, είχε δρομολογήσει το κούρεμά του;
Ας μην υποτιμά τη νοημοσύνη μας η κυρία Σπυράκη. Και μνήμη και κρίση διαθέτουμε. Αν πράγματι θέλει να προσφέρει καλές υπηρεσίες στη χώρα, ας συνταχθεί με τις δυνάμεις που πασχίζουν για τη ρύθμιση του χρέους. Σ’ αυτό τον αγώνα η μικροπολιτική και η κακοποίηση της αλήθειας δεν έχουν θέση».