Η έξοδος του ελληνικού Δημοσίου στις αγορές, για πρώτη φορά από την άνοιξη του 2014, είναι ένα βήμα στη σωστή κατεύθυνση. Συμβάλλει στη δημιουργία κλίματος οικονομικής σταθερότητας και προετοιμάζει το έδαφος για τη δύσκολη διαχείριση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου μετά την επίσημη λήξη του τρίτου προγράμματος-μνημονίου, τον Αύγουστο του 2018.
Απαράδεκτη καθυστέρηση
Η έξοδος του ελληνικού Δημοσίου στις αγορές θα ήταν μια υπόθεση ρουτίνας εάν δεν είχαν μεσολαβήσει οι πρόωρες εκλογές του Ιανουαρίου 2015, η σύγκρουση με την ευρωζώνη με υπογραφή Τσίπρα-Βαρουφάκη και η σκόπιμη καθυστέρηση, από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης, στις δύο πρώτες αξιολογήσεις του τρίτου προγράμματος-μνημονίου.
Η Πορτογαλία βγήκε από το δικό της μνημόνιο την άνοιξη του 2014 και η Κύπρος την άνοιξη του 2016, μετατρέποντας έτσι την Ελλάδα στη μοναδική μνημονιακή χώρα της ευρωζώνης. Η εθνική μας μοναξιά μάς απομονώνει, σε μεγάλο βαθμό, από τις θετικές οικονομικές εξελίξεις που παρατηρούνται στην ευρωζώνη. Για παράδειγμα, η ευρωζώνη έχει συμπληρώσει τέσσερα χρόνια σταθερής οικονομικής ανάπτυξης, ενώ με ευθύνη της κυβέρνησης Τσίπρα δεν συνεχίστηκε στην Ελλάδα το 2015 και το 2016 η οικονομική ανάπτυξη που παρατηρήθηκε το 2014. Γι’ αυτό άλλωστε το επίπεδο της ανεργίας στην Ελλάδα έχει υποχωρήσει στα ποσοστά του 2011-2012, ενώ στην ευρωζώνη έχει απορροφηθεί η πρόσθετη ανεργία που δημιουργήθηκε εξαιτίας της κρίσης του 2008 και η απασχόληση επανήλθε στα προ κρίσης επίπεδα.
Εάν δεν είχε αξιοποιήσει ο ΣΥΡΙΖΑ τις προεδρικές εκλογές για την επιβολή πρόωρων βουλευτικών εκλογών και αν είχε ακολουθήσει μία συνετή οικονομική πολιτική σαν κυβέρνηση, η Ελλάδα θα είχε βγει από το μνημόνιο, πιθανότατα το 2015 και θα κάλυπτε τις δανειακές της ανάγκες στις διεθνείς αγορές με όρους συγκρίσιμους με εκείνους της Πορτογαλίας και της Κύπρου.
Τσουχτερό επιτόκιο
Το πενταετές ομόλογο που εξέδωσε το ελληνικό Δημόσιο απορροφήθηκε από τις διεθνείς αγορές και με τη βοήθεια των ελληνικών τραπεζών. Το κόστος δανεισμού για τη συγκεκριμένη έκδοση διαμορφώθηκε επισήμως στο 4,625% αλλά στελέχη της αγοράς υποστηρίζουν ότι το πραγματικό κόστος ανέρχεται στο 4,9%, κυρίως επειδή η ανταλλαγή του ομολόγου του 2009 -με την οποία εξασφαλίστηκε 1,5 δισ. ευρώ- έγινε σε τιμή 102,6. Οι κάτοχοί του πληρώθηκαν από το Δημόσιο 102,6 ευρώ για κάθε 100 ευρώ ομολόγου που έδωσαν πίσω για να πάρουν το νέο.
Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης συγκρίνει το επιτόκιο του πενταετούς ομολόγου με εκείνο του πενταετούς ομολόγου που εκδόθηκε επί κυβέρνησης Σαμαρά την άνοιξη του 2014 για να υποστηρίξει ότι πέτυχε οριακή μείωση του κόστους δανεισμού.
Δεν μπορεί όμως να συγκριθούν τα επιτόκια του 2017 με εκείνα του 2014 γιατί έχουν μεσολαβήσει η πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης που εφαρμόζει η ΕΚΤ, με στόχο τη μεγάλη μείωση του κόστους δανεισμού και η σταθερή οικονομική ανάπτυξη της ευρωζώνης. Μέτρο σύγκρισης για την Ελλάδα μπορεί να είναι το κόστος δανεισμού της Πορτογαλίας, η οποία διαθέτει το πενταετές ομόλογό της στις αγορές με επιτόκιο 1,2% ή της Κύπρου, η οποία το διαθέτει με επιτόκιο 1,7%.
Αποδεικνύεται στην πράξη ότι το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου είναι πολλαπλάσιο του κόστους δανεισμού του Δημοσίου της Πορτογαλίας και της Κύπρου, ενώ εάν είχε ολοκληρωθεί η εφαρμογή του δεύτερου προγράμματος-μνημονίου και είχαμε βγει από αυτό εντός του 2015, το κόστος δανεισμού θα ήταν απόλυτα συγκρίσιμο.
Η έξοδος του ελληνικού Δημοσίου στις αγορές έγινε πολύ αργά και πολύ ακριβά εξαιτίας των λαθών και των παραλείψεων των κυβερνήσεων Τσίπρα.