Πέμπτη, 04 Ιανουαρίου 2018 13:45

Γιώργος Κύρτσος: Δυσεπίλυτο το Σκοπιανό

Γιώργος Κύρτσος: Δυσεπίλυτο το Σκοπιανό

Η κινητικότητα που παρατηρείται δύσκολα θα φέρει αποτέλεσμα

Το τελευταίο διάστημα παρατηρείται μεγάλη κινητικότητα στο Σκοπιανό με πρωτοβουλία του κ. Ζάεφ και του κ. Τσίπρα και με την παρασκηνιακή παρότρυνση της Ε.Ε. και των ΗΠΑ. 

Βασικές προϋποθέσεις

Οι προϋποθέσεις για τη συμφωνία σε μια λύση που θα ικανοποιεί και τις δύο πλευρές είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατον, να επιτευχθούν. Ο κ. Ζάεφ, ο οποίος ηγείται κυβερνητικού συνασπισμού της Κεντροαριστεράς και εκπροσώπων της σημαντικής αλβανικής μειονότητας, είναι πολύ πιο θετικός στην προσέγγισή του από τον εθνικιστή προκάτοχό του κ. Γκρουέφσκι. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η πολιτική που εφαρμόζει έχει αλλάξει. Επιδίωξή του παραμένει η ένταξη της χώρας στην Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ, αφού βρεθεί μία συμβιβαστική λύση στο όνομα που θα είναι πιο κοντά στις θέσεις των Σκοπίων απ’ ό,τι της Αθήνας. 

Σύμφωνα με το επικρατέστερο σενάριο, η λύση σε ό,τι αφορά την συνταγματική ονομασία θα στηρίζεται στη χρήση του όρου «Μακεδονία» με κάποιον γεωγραφικό προσδιορισμό που θα αξιοποιείται από την Ελλάδα, ενώ τα Σκόπια θα εμφανίζονται σαν «Μακεδονία» στη δική τους κοινή γνώμη και στη διεθνή κοινότητα, με εξαίρεση ίσως τις επίσημες συνομιλίες στις οποίες θα παίρνει μέρος και η Ελλάδα. 

Ο κ. Ζάεφ δεν μπορεί να απομακρυνθεί από τις θέσεις του κ. Γκρουέφσκι γιατί αυτό θα προκαλούσε την πτώση της κυβέρνησής του. Η επιθυμία των Σκοπίων να εγκριθεί το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης από τον λαό με δημοψήφισμα δείχνει πόσο περιορισμένα είναι τα περιθώρια ελιγμών, ενώ δημιουργεί δυναμική υπέρ της έγκρισης της συμφωνίας με δημοψήφισμα και στην Ελλάδα. Σε περίπτωση διενέργειας δημοψηφίσματος στην Ελλάδα για την έγκριση μιας σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό που θα περιέχει τον όρο «Μακεδονία», το ποσοστό της απόρριψης θα είναι της τάξης του 70%-80%. 

Επομένως, δεν υπάρχουν οι πολιτικές προϋποθέσεις για γρήγορη λύση εφόσον οι εμπλεκόμενες κυβερνήσεις θα κινδυνεύσουν με αποσταθεροποίηση ανάλογα με την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης. 

 

Ο διεθνής παράγοντας

Είναι γεγονός ότι η Ε.Ε. θέλει να προωθήσει τη διεύρυνσή της προς τα Δυτικά Βαλκάνια στη διάρκεια των επόμενων 10-20 χρόνων, με το σκεπτικό ότι η προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. δεν είναι πλέον ρεαλιστική και πως στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, οι οποίες έχουν στρατηγική σημασία, ενισχύεται με το πέρασμα του χρόνου η ρωσική, η τουρκική και σε περιπτώσεις η σαουδαραβική επιρροή. 

Δεν υπάρχουν όμως οι προϋποθέσεις για να προωθηθεί αποτελεσματικά η διεύρυνση προς τα Δυτικά Βαλκάνια. 

Πρώτον, η Επιτροπή Γιούνκερ πλησιάζει στο τέλος της θητείας της έχοντας στιγματιστεί από το Brexit και δεν μπορεί να στηρίξει αποτελεσματικά τέτοιου είδους πρωτοβουλίες. 

Δεύτερον, στην Ε.Ε. έχουν ανοίξει πολλά πολιτικά μέτωπα, από την κρίση μεταξύ Μαδρίτης και Βαρκελώνης μέχρι την πολιτική αβεβαιότητα στην Ιταλία ενόψει των εκλογών του Μαρτίου και την αγωνιώδη αναζήτηση κυβερνητικού συνασπισμού στη Γερμανία, και θα πρέπει να περιμένουμε έξι ή και περισσότερους μήνες για να ξεκαθαρίσει το πολιτικό σκηνικό. 

Τρίτον, η άνοδος της σκληρής και της άκρας Δεξιάς που παρατηρείται σε πολλές χώρες της Ε.Ε. κάνει πιο δύσκολο το άνοιγμα προς τα Δυτικά Βαλκάνια, εφόσον αυτές οι πολιτικές δυνάμεις λένε όχι στην υποδοχή μεταναστών, από όποια χώρα και αν προέρχονται, και όχι στην αναγκαία αύξηση των πόρων του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού. 

Τέλος, η επιθυμία των ΗΠΑ για ένα δυτικό άνοιγμα στα Δυτικά Βαλκάνια και ένταξη των χωρών τους στο ΝΑΤΟ δεν έχει τη σημασία που είχε κατά το παρελθόν, εφόσον οι σχέσεις ΗΠΑ - Ε.Ε. υποβαθμίζονται με πρωτοβουλία του προέδρου Τραμπ και η αμερικανική στρατηγική έχει χαθεί σε έναν λαβύρινθο κυβερνητικών αντιφάσεων. 

 

Κατά την άποψή μου, η κινητικότητα που παρατηρείται στο Σκοπιανό δεν θα φέρει συγκεκριμένο αποτέλεσμα και πρέπει να αποδοθεί σε μεγάλο βαθμό στην προσπάθεια του κ. Ζάεφ να πείσει τους συμπολίτες του ότι είναι διαφορετικός από τον προκάτοχό του κ. Γκρουέφσκι, όπως και στην προσπάθεια του κ. Τσίπρα να τραβήξει την προσοχή της ελληνικής κοινής γνώμης μακριά από μια δύσκολη οικονομική και κοινωνική καθημερινότητα και τα πρόσθετα μέτρα που έχει προγραμματίσει, ακόμη και μετά την επίσημη λήξη του προγράμματος-μνημονίου.