Πέμπτη, 28 Ιουνίου 2018 14:12

Γιώργος Κύρτσος: «Ανάσα» για το δημόσιο χρέος, νέα προβλήματα για τον ιδιωτικό τομέα

Γιώργος Κύρτσος: «Ανάσα» για το δημόσιο χρέος, νέα προβλήματα για τον ιδιωτικό τομέα

Η κυβέρνηση πέρασε από τη διαφωνία στη συμφωνία χωρίς να έχει οικονομική πρόταση

Η συμφωνία στο Eurogroup, η οποία προβάλλεται ως μεγάλη επιτυχία από την κυβέρνηση και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, προσφέρει μία «ανάσα» στη διαχείριση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου, δημιουργεί όμως πρόσθετα προβλήματα στη λειτουργία του ιδιωτικού τομέα.

Οι Ευρωπαίοι εταίροι και πιστωτές προώθησαν τις δικές τους θέσεις σε ό,τι αφορά την αναδιάρθρωση του χρέους, κάτι το οποίο είναι απόλυτα λογικό εφόσον ο προβληματικός δανειολήπτης δεν μπορεί να επηρεάσει τις σχετικές αποφάσεις. Θεωρώ όμως παράλογη την έλλειψη ενδιαφέροντος από την πλευρά του κ. Τσίπρα και του κ. Τσακαλώτου για τη διαμόρφωση μιας οικονομικής πολιτικής η οποία μπορεί να οδηγήσει, σε βάθος χρόνου, σε θετικά αποτελέσματα.

 

Γενική απογοήτευση

Οι εκπρόσωποι του παραγωγικού ιδιωτικού τομέα καλωσόρισαν το γενικό πλαίσιο της συμφωνίας, εξέφρασαν όμως την απογοήτευσή τους για το περιεχόμενό της σε ό,τι αφορά τον ιδιωτικό τομέα.

Πρώτον, η κυβέρνηση παραιτήθηκε υπό την πίεση των Ευρωπαίων εταίρων από 24 δισ. ευρώ του τρίτου δανειακού προγράμματος, ύψους 85 δισ. ευρώ. Με αυτά τα χρήματα θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί, με προνομιακά επιτόκια, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και να μηδενιστούν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα.

Δεύτερον, δεν υπάρχει κυβερνητικό σχέδιο για τον περιορισμό των «κόκκινων» δανείων χωρίς κοινωνικά δράματα και υπέρ του τραπεζικού συστήματος και της οικονομίας. Ο υπουργός Οικονομικών κ. Τσακαλώτος δεν θεωρεί αναγκαία τη δημιουργία μιας bad bank. Ισως αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους δεν διεκδίκησε τα 24 δισ. ευρώ.

Σύμφωνα με την εκτίμηση του διοικητή της ΕΚΤ κ. Στουρνάρα, με την κατάλληλη αξιοποίηση 14 δισ. ευρώ μπορεί να τακτοποιηθεί το 70% των «κόκκινων» δανείων.

Τρίτον, όλοι οι εμπλεκόμενοι, με την εξαίρεση του κ. Τσακαλώτου, επισημαίνουν ότι με αυτό το ύψος των φορολογικών και ασφαλιστικών βαρών είναι πρακτικά αδύνατον να είναι ανταγωνιστικές οι ελληνικές επιχειρήσεις στο περιβάλλον της Ε.Ε., όπου για παράδειγμα η γειτονική Βουλγαρία έχει φορολογικό συντελεστή 10% για τα κέρδη των επιχειρήσεων, το 1/3 από αυτό που ισχύει στην Ελλάδα.

Δεν υπάρχει κυβερνητικό σχέδιο για φορολογική τόνωση της επενδυτικής δραστηριότητας και ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, το μόνο που υπάρχει είναι η κυβερνητική φλυαρία περί μποναμάδων και δήθεν μειώσεων των φορολογικών βαρών.

Τέταρτον, όλοι διαπιστώνουν ότι το τραπεζικό σύστημα δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει επαρκώς τον ιδιωτικό τομέα και πως τα επιτόκια δανεισμού που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι πολλαπλάσια των Ευρωπαίων ανταγωνιστών. Ούτε γι’ αυτό το θέμα έχει συγκεκριμένη άποψη το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, απλά ελπίζει σε μία αυτόματη σταδιακή μείωση των επιτοκίων, χωρίς να έχει πολιτική για να την υποστηρίξει.

Χωρίς επαρκή ρευστότητα, με υπερβολική φορολογία και εξαιρετικά ακριβή χρηματοδότηση, ο ιδιωτικός τομέας δεν μπορεί να συμβάλει επαρκώς στην αναπτυξιακή απογείωση της ελληνικής οικονομίας.

 

Βασανιστικά αργός ρυθμός

Η εκτίμηση αυτή μετατρέπεται σε επίσημη θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την έκθεση που συνέγραψε για τη δημοσιότητα του χρέους του Δημοσίου και την προοπτική της ελληνικής οικονομίας, στην οποία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι από το 2022 και μετά η μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ θα είναι μόλις 1%.

Οι ειδικοί της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εγκαταλείπουν προγενέστερες εκτιμήσεις για μέση ετήσια ανάπτυξη 1,5% -ανεπαρκή αλλά πολύ καλύτερη από αυτή που προκύπτει με βάση την πιο πρόσφατη έκθεση- και ευθυγραμμίζεται με τις απαισιόδοξες προβλέψεις του ΔΝΤ.

Το τελευταίο προβλέπει χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης και λόγω δημογραφικής γήρανσης, υψηλά επιτόκια δανεισμού σε βάθος χρόνου και αδυναμία της Ελλάδας να σηκώσει το βάρος του χρέους σε μακροπρόθεσμη βάση. Η έλλειψη αναπτυξιακής στρατηγικής που χαρακτηρίζει την κυβέρνηση Τσίπρα προετοιμάζει νέες μεγάλες δυσκολίες για τον ιδιωτικό τομέα και τους φορολογούμενους πολίτες.